ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 143
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | BIBBIA TINTORI |
---|---|
1 τω δαυιδ προς τον γολιαδ ευλογητος κυριος ο θεος μου ο διδασκων τας χειρας μου εις παραταξιν τους δακτυλους μου εις πολεμον | 1 (Salmo di David. Contro Golia). Benedetto il Signore, mio Dio, che ammaestra le mie mani alla battaglia e le mie dita alla guerra. |
2 ελεος μου και καταφυγη μου αντιλημπτωρ μου και ρυστης μου υπερασπιστης μου και επ' αυτω ηλπισα ο υποτασσων τον λαον μου υπ' εμε | 2 Egli, mia misericordia, mio rifugio, mia difesa, mio liberatore, mio protettore, in cui ho riposte le mie speranze, è colui che tiene a me soggetto il mio popolo. |
3 κυριε τι εστιν ανθρωπος οτι εγνωσθης αυτω η υιος ανθρωπου οτι λογιζη αυτον | 3 Signore che cos'è l'uomo da farti conoscere a lui, o il figlio dell'uomo, da tenerne conto? |
4 ανθρωπος ματαιοτητι ωμοιωθη αι ημεραι αυτου ωσει σκια παραγουσιν | 4 L'uomo è diventato simile alla vanità, i suoi giorni passano come un'ombra. |
5 κυριε κλινον ουρανους σου και καταβηθι αψαι των ορεων και καπνισθησονται | 5 Sigaore abbassa i tuoi cieli e discendi, tocca i monti e falli fumare. |
6 αστραψον αστραπην και σκορπιεις αυτους εξαποστειλον τα βελη σου και συνταραξεις αυτους | 6 Scaglia i fulmini e disperdili, lancia le tue saette, e mettili in scompiglio. |
7 εξαποστειλον την χειρα σου εξ υψους εξελου με και ρυσαι με εξ υδατων πολλων εκ χειρος υιων αλλοτριων | 7 Stendi la tua mano dall'alto, e salvami, e liberami dalle grandi acque e dalla mano dei figli degli stranieri, |
8 ων το στομα ελαλησεν ματαιοτητα και η δεξια αυτων δεξια αδικιας | 8 La cui bocca proferisce menzogne, la cui destra è destra d'iniquità. |
9 ο θεος ωδην καινην ασομαι σοι εν ψαλτηριω δεκαχορδω ψαλω σοι | 9 O Dio, ti canterò un cantico nuovo, ti celebrerò su salterò a dieci corde. |
10 τω διδοντι την σωτηριαν τοις βασιλευσιν τω λυτρουμενω δαυιδ τον δουλον αυτου εκ ρομφαιας πονηρας | 10 Tu, che dai la salvezza ai re, che liberasti David tuo servo da maligna spada, |
11 ρυσαι με και εξελου με εκ χειρος υιων αλλοτριων ων το στομα ελαλησεν ματαιοτητα και η δεξια αυτων δεξια αδικιας | 11 Salvami, e liberami dalle mani dei figli degli stranieri, la cui bocca proferisce menzogne, la cui destra è destra d'iniquità. |
12 ων οι υιοι ως νεοφυτα ηδρυμμενα εν τη νεοτητι αυτων αι θυγατερες αυτων κεκαλλωπισμεναι περικεκοσμημεναι ως ομοιωμα ναου | 12 I loro figli come piante novelle nel loro vigor giovanile, le loro figlie, abbigliate e cariche di ornamenti, somigliano un tempio. |
13 τα ταμιεια αυτων πληρη εξερευγομενα εκ τουτου εις τουτο τα προβατα αυτων πολυτοκα πληθυνοντα εν ταις εξοδοις αυτων | 13 I loro granai son pieni, rigurgitano da ogni parte. Le loro pecore son feconde ed escono a branchi, |
14 οι βοες αυτων παχεις ουκ εστιν καταπτωμα φραγμου ουδε διεξοδος ουδε κραυγη εν ταις πλατειαις αυτων | 14 Le loro vacche son grasse. Non c'è breccia nei loro muri, nè passaggio nè grido nelle loro piazze. |
15 εμακαρισαν τον λαον ω ταυτα εστιν μακαριος ο λαος ου κυριος ο θεος αυτου | 15 Han detto beato il popolo che ha tali cose: beato il popolo che ha per suo Dio il Signore. |