Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ανθρωπος τις ην εν χωρα τη αυσιτιδι ω ονομα ιωβ και ην ο ανθρωπος εκεινος αληθινος αμεμπτος δικαιος θεοσεβης απεχομενος απο παντος πονηρου πραγματος1 Volt Úc földjén egy férfi, akinek Jób volt a neve. Ez a férfi feddhetetlen volt és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó.
2 εγενοντο δε αυτω υιοι επτα και θυγατερες τρεις2 És született neki hét fia és három leánya,
3 και ην τα κτηνη αυτου προβατα επτακισχιλια καμηλοι τρισχιλιαι ζευγη βοων πεντακοσια ονοι θηλειαι νομαδες πεντακοσιαι και υπηρεσια πολλη σφοδρα και εργα μεγαλα ην αυτω επι της γης και ην ο ανθρωπος εκεινος ευγενης των αφ' ηλιου ανατολων3 vagyona pedig hétezer juh volt és háromezer teve, ötszáz iga szarvasmarha és ötszáz szamár; cselédje is igen sok volt, úgyhogy ez a férfi túltett az összes napkeletin.
4 συμπορευομενοι δε οι υιοι αυτου προς αλληλους εποιουσαν ποτον καθ' εκαστην ημεραν συμπαραλαμβανοντες αμα και τας τρεις αδελφας αυτων εσθιειν και πινειν μετ' αυτων4 A fiai pedig vendégséget szoktak adni házanként, mindenki a maga napján, és meg szokták hívni a három nővérüket is, hogy evésben, ivásban velük tartsanak.
5 και ως αν συνετελεσθησαν αι ημεραι του ποτου απεστελλεν ιωβ και εκαθαριζεν αυτους ανισταμενος το πρωι και προσεφερεν περι αυτων θυσιας κατα τον αριθμον αυτων και μοσχον ενα περι αμαρτιας περι των ψυχων αυτων ελεγεν γαρ ιωβ μηποτε οι υιοι μου εν τη διανοια αυτων κακα ενενοησαν προς θεον ουτως ουν εποιει ιωβ πασας τας ημερας5 Valahányszor a vendégség napjainak sora lejárt, Jób elküldött értük és megszentelte őket; majd korán reggel felkelt és egészen elégő áldozatot mutatott be külön mindegyikért. Azt mondta ugyanis: »Talán vétkeztek a gyermekeim és ‘áldották’ Istent a szívükben!« Így járt el Jób mindenkor.
6 και ως εγενετο η ημερα αυτη και ιδου ηλθον οι αγγελοι του θεου παραστηναι ενωπιον του κυριου και ο διαβολος ηλθεν μετ' αυτων6 Egy napon pedig, amikor eljöttek az Isten fiai, hogy az Úrnál jelentkezzenek, a sátán is közöttük volt.
7 και ειπεν ο κυριος τω διαβολω ποθεν παραγεγονας και αποκριθεις ο διαβολος τω κυριω ειπεν περιελθων την γην και εμπεριπατησας την υπ' ουρανον παρειμι7 Az Úr megkérdezte tőle: »Honnét jössz?« Az így felelt: »Szerte bolyongtam a földön és bejártam azt.«
8 και ειπεν αυτω ο κυριος προσεσχες τη διανοια σου κατα του παιδος μου ιωβ οτι ουκ εστιν κατ' αυτον των επι της γης ανθρωπος αμεμπτος αληθινος θεοσεβης απεχομενος απο παντος πονηρου πραγματος8 Az Úr így folytatta: »Észrevetted-e szolgámat, Jóbot? Nincs a földön hozzá hasonló férfi, feddhetetlen és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó!«
9 απεκριθη δε ο διαβολος και ειπεν εναντιον του κυριου μη δωρεαν σεβεται ιωβ τον θεον9 A sátán erre megkérdezte: »Vajon ok nélkül istenfélő-e Jób?
10 ου συ περιεφραξας τα εξω αυτου και τα εσω της οικιας αυτου και τα εξω παντων των οντων αυτω κυκλω τα εργα των χειρων αυτου ευλογησας και τα κτηνη αυτου πολλα εποιησας επι της γης10 Hisz te megoltalmaztad őt, a házát és egész vagyonát; megáldottad keze munkáját és gyarapodott jószága a földön!
11 αλλα αποστειλον την χειρα σου και αψαι παντων ων εχει ει μην εις προσωπον σε ευλογησει11 De bocsásd csak rá egy kissé a kezedet és verd meg mindenét, amije van, akkor bizony szemtől szembe áld majd téged!«
12 τοτε ειπεν ο κυριος τω διαβολω ιδου παντα οσα εστιν αυτω διδωμι εν τη χειρι σου αλλα αυτου μη αψη και εξηλθεν ο διαβολος παρα του κυριου12 Ezt mondta erre az Úr a sátánnak: »Nos, a kezedbe adom mindenét, amije van; őrá azonban ne nyújtsd ki kezedet!« Erre eltávozott a sátán az Úr színe elől.
13 και ην ως η ημερα αυτη οι υιοι ιωβ και αι θυγατερες αυτου επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρεσβυτερου13 Amikor pedig egyik napon Jób fiai és leányai ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában,
14 και ιδου αγγελος ηλθεν προς ιωβ και ειπεν αυτω τα ζευγη των βοων ηροτρια και αι θηλειαι ονοι εβοσκοντο εχομεναι αυτων14 hírnök jött Jóbhoz és mondta: »A marhák éppen szántottak, a szamarak pedig legeltek mellettük,
15 και ελθοντες οι αιχμαλωτευοντες ηχμαλωτευσαν αυτας και τους παιδας απεκτειναν εν μαχαιραις σωθεις δε εγω μονος ηλθον του απαγγειλαι σοι15 amikor rajtuk ütöttek a sábiak és elhajtottak mindent, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam tudtam elmenekülni, hogy hírt hozzak neked.«
16 ετι τουτου λαλουντος ηλθεν ετερος αγγελος και ειπεν προς ιωβ πυρ επεσεν εκ του ουρανου και κατεκαυσεν τα προβατα και τους ποιμενας κατεφαγεν ομοιως και σωθεις εγω μονος ηλθον του απαγγειλαι σοι16 Még beszélt az, amikor jött egy másik is, és azt mondta: »Az Isten tüze hullott le az égből, leütötte és elemésztette a juhokat és a szolgákat; egyedül én menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.«
17 ετι τουτου λαλουντος ηλθεν ετερος αγγελος και ειπεν προς ιωβ οι ιππεις εποιησαν ημιν κεφαλας τρεις και εκυκλωσαν τας καμηλους και ηχμαλωτευσαν αυτας και τους παιδας απεκτειναν εν μαχαιραις εσωθην δε εγω μονος και ηλθον του απαγγειλαι σοι17 De még ez sem fejezte be szavait, máris jött egy másik és azt mondta: »A kaldeusok három rajba állva meglepték a tevéket és elhajtották őket, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.«
18 ετι τουτου λαλουντος αλλος αγγελος ερχεται λεγων τω ιωβ των υιων σου και των θυγατερων σου εσθιοντων και πινοντων παρα τω αδελφω αυτων τω πρεσβυτερω18 Míg ez beszélt, íme, jött egy másik és mondta: »Fiaid és leányaid ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában,
19 εξαιφνης πνευμα μεγα επηλθεν εκ της ερημου και ηψατο των τεσσαρων γωνιων της οικιας και επεσεν η οικια επι τα παιδια σου και ετελευτησαν εσωθην δε εγω μονος και ηλθον του απαγγειλαι σοι19 amikor hirtelen hatalmas vihar kerekedett a sivatag felől, megrendítette a ház négy sarkát, úgyhogy az összeomlott és rászakadt gyermekeidre és meghaltak; egyedül én menekültem meg, hogy hírül hozzam neked.«
20 ουτως αναστας ιωβ διερρηξεν τα ιματια αυτου και εκειρατο την κομην της κεφαλης αυτου και πεσων χαμαι προσεκυνησεν και ειπεν20 Ekkor felkelt Jób, megszaggatta ruháit, megnyírta fejét, leborult a földre
21 αυτος γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου γυμνος και απελευσομαι εκει ο κυριος εδωκεν ο κυριος αφειλατο ως τω κυριω εδοξεν ουτως και εγενετο ειη το ονομα κυριου ευλογημενον21 és így imádkozott: »Mezítelen jöttem ki anyám méhéből és meztelen térek oda vissza; az Úr adta s az Úr elvette, amint az Úrnak tetszett, úgy lett, legyen áldott az Úr neve!«
22 εν τουτοις πασιν τοις συμβεβηκοσιν αυτω ουδεν ημαρτεν ιωβ εναντιον του κυριου και ουκ εδωκεν αφροσυνην τω θεω22 Mindezekben nem vétkezett Jób az ajkával és nem beszélt semmi dőreséget sem Isten ellen.