Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 5


font
LXXBIBBIA TINTORI
1 περι δε τον καιρον τουτον την δευτεραν εφοδον ο αντιοχος εις αιγυπτον εστειλατο1 In quel medesimo tempo Antioco preparava la sua seconda, spedizione contro l'Egitto.
2 συνεβη δε καθ' ολην την πολιν σχεδον εφ' ημερας τεσσαρακοντα φαινεσθαι δια των αερων τρεχοντας ιππεις διαχρυσους στολας εχοντας και λογχας σπειρηδον εξωπλισμενους και μαχαιρων σπασμους2 Or avvenne che per quaranta giorni in tutta la città di Gerusalemme si videro dei cavalieri che scorrevano per l'aria, coperti di vestiti d'oro, armati di lance, come coorti;
3 και ιλας ιππων διατεταγμενας και προσβολας γινομενας και καταδρομας εκατερων και ασπιδων κινησεις και καμακων πληθη και βελων βολας και χρυσεων κοσμων εκλαμψεις και παντοιους θωρακισμους3 e uno scorrazzar di cavalli ordinati a squadroni, e assalti da una parte e dall'altra, e un agitar di scudi, ed eserciti coll'elmo in testa e la spada sguainata, e un lanciar di dardi, e splendore d'armi d'oro e d'ogni sorta di corazze.
4 διο παντες ηξιουν επ' αγαθω την επιφανειαν γεγενησθαι4 Tutti pregavano che tali apparizioni tornassero in bene.
5 γενομενης δε λαλιας ψευδους ως μετηλλαχοτος αντιοχου τον βιον παραλαβων ο ιασων ουκ ελαττους των χιλιων αιφνιδιως επι την πολιν συνετελεσατο επιθεσιν των δε επι τω τειχει συνελασθεντων και τελος ηδη καταλαμβανομενης της πολεως ο μενελαος εις την ακροπολιν εφυγαδευσεν5 Or divulgatasi la falsa notizia della morte di Antioco, Giasone, presi non meno di mille uomini, all'improvviso attaccò la città, e sebbene i cittadini volassero alle mura, alla fine la città fu presa, e Menelao se ne fuggì nella cittadella.
6 ο δε ιασων εποιειτο σφαγας των πολιτων των ιδιων αφειδως ου συννοων την εις τους συγγενεις ευημεριαν δυσημεριαν ειναι την μεγιστην δοκων δε πολεμιων και ουχ ομοεθνων τροπαια καταβαλλεσθαι6 Ma Giasone non risparmiò le stragi ai suoi cittadini, non riflettendo che la vittoria contro il proprio sangue è la più grande sventura, e credeva che i suoi trofei fossero di nemici e non di cittadini.
7 της μεν αρχης ουκ εκρατησεν το δε τελος της επιβουλης αισχυνην λαβων φυγας παλιν εις την αμμανιτιν απηλθεν7 Egli però non ottenne il principato: ebbe invece per fine dei suoi tradimenti la confusione, e di nuovo andò fuggiasco nel paese degli Ammoniti,
8 περας ουν κακης καταστροφης ετυχεν εγκληθεις προς αρεταν τον των αραβων τυραννον πολιν εκ πολεως φευγων διωκομενος υπο παντων στυγουμενος ως των νομων αποστατης και βδελυσσομενος ως πατριδος και πολιτων δημιος εις αιγυπτον εξεβρασθη8 finalmente, per sua rovina, fu messo in prigione da Areta tiranno degli Arabi, e, fuggendo di città in città, odiato da tutti come violatore delle leggi, esecrabile come nemico della patria e dei cittadini, fu cacciato nell'Egitto.
9 και ο συχνους της πατριδος αποξενωσας επι ξενης απωλετο προς λακεδαιμονιους αναχθεις ως δια την συγγενειαν τευξομενος σκεπης9 Egli, che aveva cacciati tanti dalla loro patria, morì in terra straniera, essendo andato a Sparta colla speranza di avervi rifugio in vista della parentela.
10 και ο πληθος αταφων εκριψας απενθητος εγενηθη και κηδειας ουδ' ηστινοσουν ουτε πατρωου ταφου μετεσχεν10 Ma egli che aveva gettata tanta gente senza sepoltura, senza pianti, fu lasciato insepolto: non ebbe nemmeno il sepolcro degli stranieri, e non potè aver posto nel sepolcro dei padri.
11 προσπεσοντων δε τω βασιλει περι των γεγονοτων διελαβεν αποστατειν την ιουδαιαν οθεν αναζευξας εξ αιγυπτου τεθηριωμενος τη ψυχη ελαβεν την μεν πολιν δοριαλωτον11 Dopo tali avvenimenti, il re, sospettando che i Giudei abbandonassero la sua alleanza, parti dall'Egitto coll'animo inferocito, e prese la città colle armi.
12 και εκελευσεν τοις στρατιωταις κοπτειν αφειδως τους εμπιπτοντας και τους εις τας οικιας αναβαινοντας κατασφαζειν12 E comandò ai soldati di uccidere senza pietà tutti quelli che incontravano, di trucidare quelli che salivan sopra le case.
13 εγινετο δε νεων και πρεσβυτερων αναιρεσις ανηβων τε και γυναικων και τεκνων αφανισμος παρθενων τε και νηπιων σφαγαι13 Così fu fatta strage di giovani e di vecchi, di donne e di ragazzi, di fanciulle e di pargoletti.
14 οκτω δε μυριαδες εν ταις πασαις ημεραις τρισιν κατεφθαρησαν τεσσαρες μεν εν χειρων νομαις ουχ ηττον δε των εσφαγμενων επραθησαν14 In tutti quei tre giorni ci furono ottanta mila uccisi, quaranta mila furono incatenati, e altrettanti furono venduti.
15 ουκ αρκεσθεις δε τουτοις κατετολμησεν εις το πασης της γης αγιωτατον ιερον εισελθειν οδηγον εχων τον μενελαον τον και των νομων και της πατριδος προδοτην γεγονοτα15 Non sazio di questo, ardì entrare nel tempio più santo di tutta la terra, condotto da Menelao, traditore delle leggi e della patria.
16 και ταις μιαραις χερσιν τα ιερα σκευη λαμβανων και τα υπ' αλλων βασιλεων ανατεθεντα προς αυξησιν και δοξαν του τοπου και τιμην ταις βεβηλοις χερσιν συσσυρων16 E, prendendo con mani scellerate i vasi sacri che da altri re e dalle città erano stati posti ad ornamento e splendore del luogo, li brancicava indegnamente e li contaminava.
17 και εμετεωριζετο την διανοιαν ο αντιοχος ου συνορων οτι δια τας αμαρτιας των την πολιν οικουντων απωργισται βραχεως ο δεσποτης διο γεγονεν περι τον τοπον παρορασις17 Antioco era così fuori di senno da non considerare che per i peccati degli abitanti della città, Dio era per un po' di tempo adirato. Per questo avvenne che fosse mancato di rispetto a quel luogo,
18 ει δε μη συνεβη προσενεχεσθαι πολλοις αμαρτημασιν καθαπερ ην ο ηλιοδωρος ο πεμφθεις υπο σελευκου του βασιλεως επι την επισκεψιν του γαζοφυλακιου ουτος προαχθεις παραχρημα μαστιγωθεις ανετραπη του θρασους18 infatti se essi non si fossero trovati involti in molti peccati, come già avvenne a Eliodoro, mandato dal re Seleuco a spogliare l'erario, così lui pure, percosso dal flagello appena entrato, sarebbe stato certamente impedito nella sua audacia.
19 αλλ' ου δια τον τοπον το εθνος αλλα δια το εθνος τον τοπον ο κυριος εξελεξατο19 Ma Dio non ha scelto il popolo per amore del luogo, ma il luogo per amore della nazione.
20 διοπερ και αυτος ο τοπος συμμετασχων των του εθνους δυσπετηματων γενομενων υστερον ευεργετηματων εκοινωνησεν και ο καταλειφθεις εν τη του παντοκρατορος οργη παλιν εν τη του μεγαλου δεσποτου καταλλαγη μετα πασης δοξης επανωρθωθη20 Quindi lo stesso luogo ebbe parte alle sventure del popolo, come poi avrà parte ai beni, e dopo essere stato in abbandono a causa dell'ira di Dio onnipotente, di nuovo, placato che sia il Signore, sarà innalzato a somma gloria.
21 ο γουν αντιοχος οκτακοσια προς τοις χιλιοις απενεγκαμενος εκ του ιερου ταλαντα θαττον εις την αντιοχειαν εχωρισθη οιομενος απο της υπερηφανιας την μεν γην πλωτην και το πελαγος πορευτον θεσθαι δια τον μετεωρισμον της καρδιας21 Antioco, tolti al tempio mille e ottocento talenti, se ne tornò in fretta ad Antiochia, immaginando nel suo orgoglio di mente esaltata di poter rendere navigabile la terra e pieno di vie da farsi a piedi il mare.
22 κατελιπεν δε και επιστατας του κακουν το γενος εν μεν ιεροσολυμοις φιλιππον το μεν γενος φρυγα τον δε τροπον βαρβαρωτερον εχοντα του καταστησαντος22 Ma lasciò dei governatori a straziare la nazione: in Gerusalemme, Filippo, nativo della Frigia, di costumi più crudele del suo stesso signore;
23 εν δε γαριζιν ανδρονικον προς δε τουτοις μενελαον ος χειριστα των αλλων υπερηρετο τοις πολιταις απεχθη δε προς τους πολιτας ιουδαιους εχων διαθεσιν23 in Garizim, Andronico, e Menelao poi, il quale peggio di tutti gli altri, stava addosso ai cittadini.
24 επεμψεν δε τον μυσαρχην απολλωνιον μετα στρατευματος δισμυριους δε προς τοις δισχιλιοις προσταξας τους εν ηλικια παντας κατασφαξαι τας δε γυναικας και τους νεωτερους πωλειν24 Essendo arrabbiato contro i Giudei, mandò l'odiato principe Apollonio con un esercito di ventidue mila uomini, comandandogli di uccidere tutti gli adulti e di vendere le donne e i giovani.
25 ουτος δε παραγενομενος εις ιεροσολυμα και τον ειρηνικον υποκριθεις επεσχεν εως της αγιας ημερας του σαββατου και λαβων αργουντας τους ιουδαιους τοις υφ' εαυτον εξοπλησιαν παρηγγειλεν25 (Apollonio) giunto a Gerusalemme, fingendo pace, stette in riposo fino al santo giorno del sabato, e allora, essendo i Giudei nel riposo della festa, ordinò alla sua gente di prendere le armi.
26 και τους εξελθοντας παντας επι την θεωριαν συνεξεκεντησεν και εις την πολιν συν τοις οπλοις εισδραμων ικανα κατεστρωσεν πληθη26 E tutti quelli che eran venuti fuori allo spettacolo li fece trucidare, poi, scorrendo la città cogli armati, uccise gran moltitudine.
27 ιουδας δε ο και μακκαβαιος δεκατος που γενηθεις και αναχωρησας εις την ερημον θηριων τροπον εν τοις ορεσιν διεζη συν τοις μετ' αυτου και την χορτωδη τροφην σιτουμενοι διετελουν προς το μη μετασχειν του μολυσμου27 Or Giuda Maccabeo con nove altri si era ritirato in luogo deserto, ed ivi, sulle montagne, viveva coi suoi tra le fiere, e vi dimoravano nutrendosi delle erbe dei campi, per non aver parto alle contaminazioni.