Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 6


font
LXXNOVA VULGATA
1 και ο βασιλευς αντιοχος διεπορευετο τας επανω χωρας και ηκουσεν οτι εστιν ελυμαις εν τη περσιδι πολις ενδοξος πλουτω αργυριω και χρυσιω1 Et rex Antiochus perambulabat superiores regiones et audivit esseElymaida in Perside civitatem gloriosam divitiis argento et auro
2 και το ιερον το εν αυτη πλουσιον σφοδρα και εκει καλυμματα χρυσα και θωρακες και οπλα α κατελιπεν εκει αλεξανδρος ο του φιλιππου ο βασιλευς ο μακεδων ος εβασιλευσεν πρωτος εν τοις ελλησι2 templumque inea locuples valde et illic velamina aurea et loricae et scuta, quae reliquit ibiAlexander Philippi rex Macedo, qui regnavit primus in Graecia.
3 και ηλθεν και εζητει καταλαβεσθαι την πολιν και προνομευσαι αυτην και ουκ ηδυνασθη οτι εγνωσθη ο λογος τοις εκ της πολεως3 Et venit etquaerebat capere civitatem et depraedari eam et non potuit, quoniam innotuitsermo his, qui erant in civitate.
4 και αντεστησαν αυτω εις πολεμον και εφυγεν και απηρεν εκειθεν μετα λυπης μεγαλης αποστρεψαι εις βαβυλωνα4 Et restiterunt ei in proelium. Et fugit indeet abiit cum tristitia magna, ut reverteretur in Babyloniam.
5 και ηλθεν τις απαγγελλων αυτω εις την περσιδα οτι τετροπωνται αι παρεμβολαι αι πορευθεισαι εις γην ιουδα5 Et venit, quinuntiaret ei in Perside quia fugata sunt castra, quae iverant in terram Iudae,
6 και επορευθη λυσιας δυναμει ισχυρα εν πρωτοις και ενετραπη απο προσωπου αυτων και επισχυσαν οπλοις και δυναμει και σκυλοις πολλοις οις ελαβον απο των παρεμβολων ων εξεκοψαν6 et quia abiit Lysias cum virtute forti in primis et fugatus est a facie eorum,et invaluerunt armis et viribus et spoliis multis, quae ceperunt de castris quaeexciderunt,
7 και καθειλον το βδελυγμα ο ωκοδομησεν επι το θυσιαστηριον το εν ιερουσαλημ και το αγιασμα καθως το προτερον εκυκλωσαν τειχεσιν υψηλοις και την βαιθσουραν πολιν αυτου7 et quia diruerunt abominationem, quam aedificaverat super altare,quod erat in Ierusalem, et sanctificationem sicut prius circumdederunt murisexcelsis et Bethsuram civitatem eius.
8 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους τουτους εθαμβηθη και εσαλευθη σφοδρα και επεσεν επι την κοιτην και ενεπεσεν εις αρρωστιαν απο της λυπης οτι ουκ εγενετο αυτω καθως ενεθυμειτο8 Et factum est, ut audivit rex sermonesistos, expavit et commotus est valde et decidit in lectum et incidit inlanguorem prae tristitia, quia non factum est ei, sicut cogitabat.
9 και ην εκει ημερας πλειους οτι ανεκαινισθη επ' αυτον λυπη μεγαλη και ελογισατο οτι αποθνησκει9 Et eratillic per dies multos, quia renovata est in eo tristitia magna, et arbitratusest se mori.
10 και εκαλεσεν παντας τους φιλους αυτου και ειπεν προς αυτους αφισταται ο υπνος απο των οφθαλμων μου και συμπεπτωκα τη καρδια απο της μεριμνης10 Et vocavit omnes amicos suos et dixit illis: “ Recessit somnusab oculis meis, et concidi corde prae sollicitudine
11 και ειπα τη καρδια εως τινος θλιψεως ηλθα και κλυδωνος μεγαλου εν ω νυν ειμι οτι χρηστος και αγαπωμενος ημην εν τη εξουσια μου11 et dixi in corde meo:Quousque tribulationis deveni et tempestatis magnae, in qua nunc sum? Quiaiucundus eram et dilectus in potestate mea!
12 νυν δε μιμνησκομαι των κακων ων εποιησα εν ιερουσαλημ και ελαβον παντα τα σκευη τα αργυρα και τα χρυσα τα εν αυτη και εξαπεστειλα εξαραι τους κατοικουντας ιουδα δια κενης12 Nunc vero reminiscor malorum,quae feci in Ierusalem, unde et abstuli omnia vasa aurea et argentea, quae erantin ea, et misi auferre habitantes Iudam sine causa.
13 εγνων οτι χαριν τουτων ευρεν με τα κακα ταυτα και ιδου απολλυμαι λυπη μεγαλη εν γη αλλοτρια13 Cognovi quia proptereainvenerunt me mala ista; et ecce pereo tristitia magna in terra aliena ”.
14 και εκαλεσεν φιλιππον ενα των φιλων αυτου και κατεστησεν αυτον επι πασης της βασιλειας αυτου14 Et vocavit Philippum, unum de amicis suis, et praeposuit eum super universumregnum suum;
15 και εδωκεν αυτω το διαδημα και την στολην αυτου και τον δακτυλιον του αγαγειν αντιοχον τον υιον αυτου και εκθρεψαι αυτον του βασιλευειν15 et dedit ei diadema et stolam suam et anulum, ut adduceretAntiochum filium suum et nutriret eum, ut regnaret.
16 και απεθανεν εκει αντιοχος ο βασιλευς ετους ενατου και τεσσαρακοστου και εκατοστου16 Et mortuus est illicAntiochus rex anno centesimo quadragesimo nono.
17 και επεγνω λυσιας οτι τεθνηκεν ο βασιλευς και κατεστησεν βασιλευειν αντιοχον τον υιον αυτου ον εξεθρεψεν νεωτερον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ευπατωρ17 Et cognovit Lysias quoniammortuus est rex, et constituit regnare Antiochum filium eius pro eo, quemnutrivit adulescentiorem; et vocavit nomen eius Eupatorem.
18 και οι εκ της ακρας ησαν συγκλειοντες τον ισραηλ κυκλω των αγιων και ζητουντες κακα δι' ολου και στηριγμα τοις εθνεσιν18 Et hi, qui erant in arce, concluserant Israel in circuitu sanctorum etquaerebant eis mala semper et firmamentum gentium.
19 και ελογισατο ιουδας εξαραι αυτους και εξεκκλησιασε παντα τον λαον του περικαθισαι επ' αυτους19 Et cogitavit Iudasdisperdere eos et convocavit universum populum, ut obsiderent eos.
20 και συνηχθησαν αμα και περιεκαθισαν επ' αυτην ετους πεντηκοστου και εκατοστου και εποιησεν βελοστασεις και μηχανας20 Etconvenerunt simul et obsederunt eos anno centesimo quinquagesimo et feceruntballistas et machinas.
21 και εξηλθον εξ αυτων εκ του συγκλεισμου και εκολληθησαν αυτοις τινες των ασεβων εξ ισραηλ21 Et exierunt quidam ex eis, qui obsidebantur, etadiunxerunt se illis aliqui impii ex Israel
22 και επορευθησαν προς τον βασιλεα και ειπον εως ποτε ου ποιηση κρισιν και εκδικησεις τους αδελφους ημων22 et abierunt ad regem et dixerunt:“ Quousque non facis iudicium et vindicabis fratres nostros?
23 ημεις ευδοκουμεν δουλευειν τω πατρι σου και πορευεσθαι τοις υπ' αυτου λεγομενοις και κατακολουθειν τοις προσταγμασιν αυτου23 Nos decrevimusservire patri tuo et ambulare in praeceptis eius et obsequi edictis eius;
24 και περιεκαθηντο επ' αυτην οι υιοι του λαου ημων χαριν τουτου και ηλλοτριουντο αφ' ημων πλην οσοι ευρισκοντο εξ ημων εθανατουντο και αι κληρονομιαι ημων διηρπαζοντο24 etfilii populi nostri propter hoc obsederunt arcem et alienabant se a nobis, et,quicumque inveniebantur ex nobis, interficiebantur, et hereditates nostraediripiebantur.
25 και ουκ εφ' ημας μονον εξετειναν χειρα αλλα και επι παντα τα ορια αυτων25 Et non ad nos tantum extenderunt manum sed et in omnes finessuos;
26 και ιδου παρεμβεβληκασι σημερον επι την ακραν εν ιερουσαλημ του καταλαβεσθαι αυτην και το αγιασμα και την βαιθσουραν ωχυρωσαν26 et ecce applicuerunt hodie ad arcem in Ierusalem occupare eam et sanctaet Bethsuram munierunt.
27 και εαν μη προκαταλαβη αυτους δια ταχους μειζονα τουτων ποιησουσιν και ου δυνηση του κατασχειν αυτων27 Et, nisi praeveneris eos velocius, maiora quam haecfacient, et non poteris continere eos ”.
28 και ωργισθη ο βασιλευς οτε ηκουσεν και συνηγαγεν παντας τους φιλους αυτου αρχοντας δυναμεως αυτου και τους επι των ηνιων28 Et iratus est rex, ut audivit, et convocavit omnes amicos suos et principesexercitus sui et eos, qui super vehicula erant;
29 και απο βασιλειων ετερων και απο νησων θαλασσων ηλθον προς αυτον δυναμεις μισθωται29 sed et de regnis aliis et deinsulis maritimis venerunt ad eum exercitus conducticii.
30 και ην ο αριθμος των δυναμεων αυτου εκατον χιλιαδες πεζων και εικοσι χιλιαδες ιππεων και ελεφαντες δυο και τριακοντα ειδοτες πολεμον30 Et erat numerusexercitus eius centum milia peditum et viginti milia equitum, et elephantitriginta duo docti ad proelium.
31 και ηλθον δια της ιδουμαιας και παρενεβαλον επι βαιθσουραν και επολεμησαν ημερας πολλας και εποιησαν μηχανας και εξηλθον και ενεπυρισαν αυτας πυρι και επολεμησαν ανδρωδως31 Et venerunt per Idumaeam et applicuerunt adBethsuram. Et pugnaverunt dies multos et fecerunt machinas et exierunt etsuccenderunt eas igne et pugnaverunt viriliter.
32 και απηρεν ιουδας απο της ακρας και παρενεβαλεν εις βαιθζαχαρια απεναντι της παρεμβολης του βασιλεως32 Et recessit Iudas ab arce etmovit castra ad Bethzacharam contra castra regis.
33 και ωρθρισεν ο βασιλευς το πρωι και απηρεν την παρεμβολην εν ορμηματι αυτης κατα την οδον βαιθζαχαρια και διεσκευασθησαν αι δυναμεις εις τον πολεμον και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν33 Et surrexit rex ante lucemet excitavit exercitum in impetu suo contra viam Bethzacharam, et comparaveruntse exercitus in proelium et tubis cecinerunt
34 και τοις ελεφασιν εδειξαν αιμα σταφυλης και μορων του παραστησαι αυτους εις τον πολεμον34 et elephantis ostenderuntsanguinem uvae et mori ad acuendos eos in proelium.
35 και διειλον τα θηρια εις τας φαλαγγας και παρεστησαν εκαστω ελεφαντι χιλιους ανδρας τεθωρακισμενους εν αλυσιδωτοις και περικεφαλαιαι χαλκαι επι των κεφαλων αυτων και πεντακοσια ιππος διατεταγμενη εκαστω θηριω εκλελεγμενη35 Et diviserunt bestias perlegiones, et astiterunt singulis elephantis mille viri in loricis concatenatis,et galeae aereae in capitibus eorum, et quingenti equites ordinati unicuiquebestiae electi.
36 ουτοι προ καιρου ου αν η το θηριον ησαν και ου εαν επορευετο επορευοντο αμα ουκ αφισταντο απ' αυτου36 Hi ante tempus, ubicumque erat bestia, ibi erant et,quocumque ibat, ibant; non discedebant ab ea.
37 και πυργοι ξυλινοι επ' αυτους οχυροι σκεπαζομενοι εφ' εκαστου θηριου εζωσμενοι επ' αυτου μηχαναις και εφ' εκαστου ανδρες δυναμεως τεσσαρες οι πολεμουντες επ' αυτοις και ο ινδος αυτου37 Et turres ligneae super eosfirmae, protectae super singulas bestias, praecinctae super eas machinis, etsuper singulas viri virtutis quattuor, qui pugnabant desuper, et Indus eius.
38 και την επιλοιπον ιππον ενθεν και ενθεν εστησεν επι τα δυο μερη της παρεμβολης κατασειοντες και καταφρασσομενοι εν ταις φαλαγξιν38 Et residuos equites hinc et inde statuit in duas partes exercitus excitaturos etprotecturos in legionibus.
39 ως δε εστιλβεν ο ηλιος επι τας χρυσας και χαλκας ασπιδας εστιλβεν τα ορη απ' αυτων και κατηυγαζεν ως λαμπαδες πυρος39 Et, ut refulsit sol in clipeos aureos et aereos,resplenduerunt montes ab eis et resplenduerunt sicut lampades ignis.
40 και εξεταθη μερος τι της παρεμβολης του βασιλεως επι τα υψηλα ορη και τινες επι τα ταπεινα και ηρχοντο ασφαλως και τεταγμενως40 Etdistincta est pars exercitus regis super montes excelsos, et quidam per locahumilia; et ibant caute et ordinate.
41 και εσαλευοντο παντες οι ακουοντες φωνης πληθους αυτων και οδοιποριας του πληθους και συγκρουσμου των οπλων ην γαρ η παρεμβολη μεγαλη σφοδρα και ισχυρα41 Et commovebantur omnes audientes vocemmultitudinis et incessum turbae et collisionem armorum; erat enim exercitusmagnus valde et fortis.
42 και ηγγισεν ιουδας και η παρεμβολη αυτου εις παραταξιν και επεσον απο της παρεμβολης του βασιλεως εξακοσιοι ανδρες42 Et appropiavit Iudas et exercitus eius in proelium,et ceciderunt de exercitu regis sescenti viri.
43 και ειδεν ελεαζαρος ο αυαραν εν των θηριων τεθωρακισμενον θωραξιν βασιλικοις και ην υπεραγον παντα τα θηρια και ωηθη οτι εν αυτω εστιν ο βασιλευς43 Et vidit Eleazar Abaran unam de bestiis loricatam loricis regis, et erateminens super ceteras bestias, et visum est ei quod in ea esset rex;
44 και εδωκεν εαυτον του σωσαι τον λαον αυτου και περιποιησαι εαυτω ονομα αιωνιον44 et deditse, ut liberaret populum suum et acquireret sibi nomen aeternum.
45 και επεδραμεν αυτω θρασει εις μεσον της φαλαγγος και εθανατου δεξια και ευωνυμα και εσχιζοντο απ' αυτου ενθα και ενθα45 Et cucurritad eam audacter, in medio legionis interficiens a dextris et a sinistris, etfindebantur ab eo huc atque illuc;
46 και εισεδυ υπο τον ελεφαντα και υπεθηκεν αυτω και ανειλεν αυτον και επεσεν επι την γην επανω αυτου και απεθανεν εκει46 et ivit sub elephantum et supposuit se eiet occidit eum; et cecidit in terram super ipsum, et mortuus est illic.
47 και ειδον την ισχυν της βασιλειας και το ορμημα των δυναμεων και εξεκλιναν απ' αυτων47 Et videntes virtutem regni et impetum exercituum diverterunt se ab eis.
48 οι δε εκ της παρεμβολης του βασιλεως ανεβαινον εις συναντησιν αυτων εις ιερουσαλημ και παρενεβαλεν ο βασιλευς εις την ιουδαιαν και εις το ορος σιων48 Qui autem erant de castris regis, ascenderunt obviam illis in Ierusalem, etapplicuit rex ad Iudaeam et montem Sion.
49 και εποιησεν ειρηνην μετα των εκ βαιθσουρων και εξηλθον εκ της πολεως οτι ουκ ην αυτοις εκει διατροφη του συγκεκλεισθαι εν αυτη οτι σαββατον ην τη γη49 Et fecit pacem cum his, qui erant inBethsura; et exierunt de civitate, quia non erant eis ibi alimenta, eo quodconclusi essent in ea, quia sabbatum erat terrae.
50 και κατελαβετο ο βασιλευς την βαιθσουραν και απεταξεν εκει φρουραν τηρειν αυτην50 Et comprehendit rexBethsuram et constituit illic custodiam servare eam.
51 και παρενεβαλεν επι το αγιασμα ημερας πολλας και εστησεν εκει βελοστασεις και μηχανας και πυροβολα και λιθοβολα και σκορπιδια εις το βαλλεσθαι βελη και σφενδονας51 Et applicuit castra adlocum sanctificationis dies multos; et statuit illic ballistas et machinas etignis iacula et tormenta ad lapides iactandos et scorpios ad mittendas sagittaset fundibula.
52 και εποιησαν και αυτοι μηχανας προς τας μηχανας αυτων και επολεμησαν ημερας πολλας52 Fecerunt autem et ipsi machinas adversus machinas eorum etpugnaverunt dies multos;
53 βρωματα δε ουκ ην εν τοις αγγειοις δια το εβδομον ετος ειναι και οι ανασωζομενοι εις την ιουδαιαν απο των εθνων κατεφαγον το υπολειμμα της παραθεσεως53 escae autem non erant in horreis, eo quod septimusannus esset, et, qui evaserant in Iudaeam de gentibus, consumpserant reliquiasrepositionis.
54 και υπελειφθησαν εν τοις αγιοις ανδρες ολιγοι οτι κατεκρατησεν αυτων ο λιμος και εσκορπισθησαν εκαστος εις τον τοπον αυτου54 Et remanserunt in sanctis viri pauci, quoniam obtinuerat eosfames, et dispersi sunt unusquisque in locum suum.
55 και ηκουσεν λυσιας οτι φιλιππος ον κατεστησεν ο βασιλευς αντιοχος ετι ζωντος αυτου εκθρεψαι αντιοχον τον υιον αυτου εις το βασιλευσαι αυτον55 Et audivit Lysias quod Philippus, quem constituerat rex Antiochus, cum adhucviveret, ut nutriret Antiochum filium suum ut regnaret,
56 απεστρεψεν απο της περσιδος και μηδιας και αι δυναμεις αι πορευθεισαι μετα του βασιλεως μετ' αυτου και οτι ζητει παραλαβειν τα των πραγματων56 reversus esset aPerside et Media, et exercitus, qui abierat cum ipso, et quia quaerebatsuscipere regni negotia.
57 και κατεσπευδεν και επενευσεν του απελθειν και ειπεν προς τον βασιλεα και τους ηγεμονας της δυναμεως και τους ανδρας εκλειπομεν καθ' ημεραν και η τροφη ημιν ολιγη και ο τοπος ου παρεμβαλλομεν εστιν οχυρος και επικειται ημιν τα της βασιλειας57 Festinavit et significavit ire dixitque ad regem etduces exercitus et viros: “ Deficimus cotidie, et esca nobis modica est, etlocus, quem obsidemus, est munitus, et incumbunt nobis negotia regni.
58 νυν ουν δωμεν δεξιας τοις ανθρωποις τουτοις και ποιησωμεν μετ' αυτων ειρηνην και μετα παντος εθνους αυτων58 Nuncitaque demus dextras hominibus istis et faciamus cum illis pacem et cum omnigente eorum
59 και στησωμεν αυτοις του πορευεσθαι τοις νομιμοις αυτων ως το προτερον χαριν γαρ των νομιμων αυτων ων διεσκεδασαμεν ωργισθησαν και εποιησαν ταυτα παντα59 et constituamus illis, ut ambulent in legitimis suis sicut prius;propter legitima enim ipsorum, quae dispersimus, irati sunt et fecerunt omniahaec ”.
60 και ηρεσεν ο λογος εναντιον του βασιλεως και των αρχοντων και απεστειλεν προς αυτους ειρηνευσαι και επεδεξαντο60 Et placuit sermo in conspectu regis et principum, et misit ad eospacem facere, et receperunt illam.
61 και ωμοσεν αυτοις ο βασιλευς και οι αρχοντες επι τουτοις εξηλθον εκ του οχυρωματος61 Et iuravit illis rex et principes. Hiscondicionibus exierunt de munitione.
62 και εισηλθεν ο βασιλευς εις ορος σιων και ειδεν το οχυρωμα του τοπου και ηθετησεν τον ορκισμον ον ωμοσεν και ενετειλατο καθελειν το τειχος κυκλοθεν62 Et intravit rex in montem Sion et viditmunitionem loci et rupit iuramentum, quod iuravit, et mandavit destruere murumin gyro.
63 και απηρεν κατα σπουδην και απεστρεψεν εις αντιοχειαν και ευρεν φιλιππον κυριευοντα της πολεως και επολεμησεν προς αυτον και κατελαβετο την πολιν βια63 Et discessit festinanter et reversus est Antiochiam; et invenitPhilippum dominantem civitati et pugnavit adversus eum et occupavit civitatemper vim.