Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 3


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 και ανεστη ιουδας ο καλουμενος μακκαβαιος υιος αυτου αντ' αυτου1 Seu filho Judas, cognominado Macabeu, ficou em seu lugar.
2 και εβοηθουν αυτω παντες οι αδελφοι αυτου και παντες οσοι εκολληθησαν τω πατρι αυτου και επολεμουν τον πολεμον ισραηλ μετ' ευφροσυνης2 Todos os seus irmãos o auxiliaram, bem como todos os que se tinham unido a seu pai, aceitando generosamente a promessa de combater por Israel.
3 και επλατυνεν δοξαν τω λαω αυτου και ενεδυσατο θωρακα ως γιγας και συνεζωσατο τα σκευη τα πολεμικα αυτου και πολεμους συνεστησατο σκεπαζων παρεμβολην εν ρομφαια3 Dilatou a glória do povo; revestiu-se com a couraça como um gigante, cingiu-se com as armas de guerra, e empenhava-se nos combates, protegendo seu exército com sua espada.
4 και ωμοιωθη λεοντι εν τοις εργοις αυτου και ως σκυμνος ερευγομενος εις θηραν4 Assemelhava-se nas ações a um leão, e parecia um leãozinho que ruge na caçada.
5 και εδιωξεν ανομους εξερευνων και τους ταρασσοντας τον λαον αυτου εφλογισεν5 Perseguia e rebuscava com cuidado os traidores e lançava ao fogo os que perseguiam seu povo.
6 και συνεσταλησαν ανομοι απο του φοβου αυτου και παντες οι εργαται της ανομιας συνεταραχθησαν και ευοδωθη σωτηρια εν χειρι αυτου6 Os maus recuavam diante dele transidos de medo, tremiam os que praticavam o mal e a salvação do povo firmava-se em suas mãos.
7 και επικρανεν βασιλεις πολλους και ευφρανεν τον ιακωβ εν τοις εργοις αυτου και εως του αιωνος το μνημοσυνον αυτου εις ευλογιαν7 Seus feitos exasperavam os reis, mas alegravam Jacó, e sua memória permaneceu eternamente bendita.
8 και διηλθεν εν πολεσιν ιουδα και εξωλεθρευσεν ασεβεις εξ αυτης και απεστρεψεν οργην απο ισραηλ8 Percorreu as cidades expulsando de Judá os ímpios, desviando assim de Israel a cólera divina.
9 και ωνομασθη εως εσχατου γης και συνηγαγεν απολλυμενους9 Seu nome foi pronunciado até as extremidades da terra, e ele conseguiu a adesão daqueles que estavam a ponto de perecer.
10 και συνηγαγεν απολλωνιος εθνη και απο σαμαρειας δυναμιν μεγαλην του πολεμησαι προς τον ισραηλ10 Aconteceu que Apolônio convocou os gentios e, de Samaria, partiu com um grande exército para pelejar contra Israel.
11 και εγνω ιουδας και εξηλθεν εις συναντησιν αυτω και επαταξεν αυτον και απεκτεινεν και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον11 Soube-o Judas, saiu-lhe ao encontro, venceu-o e o matou; muitos caíram aos seus golpes e os restantes puseram-se em fuga.
12 και ελαβον τα σκυλα αυτων και την μαχαιραν απολλωνιου ελαβεν ιουδας και ην πολεμων εν αυτη πασας τας ημερας12 Apoderou-se dos espólios, tomou a espada de Apolônio, e desde então usava-a sempre nos combates.
13 και ηκουσεν σηρων ο αρχων της δυναμεως συριας οτι ηθροισεν ιουδας αθροισμα και εκκλησιαν πιστων μετ' αυτου και εκπορευομενων εις πολεμον13 Seron, general do exército sírio, veio a saber que Judas cercara-se de soldados fiéis convocados e que ele os levara ao combate.
14 και ειπεν ποιησω εμαυτω ονομα και δοξασθησομαι εν τη βασιλεια και πολεμησω τον ιουδαν και τους συν αυτω τους εξουδενουντας τον λογον του βασιλεως14 Tornar-me-ei célebre, disse ele, e cobrir-me-ei de glória no reino, vencerei Judas com seus correligionários, que se opõem às ordens reais.
15 και προσεθετο και ανεβη μετ' αυτου παρεμβολη ασεβων ισχυρα βοηθησαι αυτω ποιησαι την εκδικησιν εν υιοις ισραηλ15 Armou-se ele para a guerra. Um poderoso exército de ímpios marchou com ele, para reforçar e tomar vingança dos filhos de Israel.
16 και ηγγισεν εως αναβασεως βαιθωρων και εξηλθεν ιουδας εις συναντησιν αυτω ολιγοστος16 Avançaram até a muralha de Betoron e Judas, seguido de poucos homens, foi-lhe ao encontro.
17 ως δε ειδον την παρεμβολην ερχομενην εις συναντησιν αυτων ειπον τω ιουδα τι δυνησομεθα ολιγοστοι οντες πολεμησαι προς πληθος τοσουτο ισχυρον και ημεις εκλελυμεθα ασιτουντες σημερον17 Mas à vista do exército que vinha contra eles, os companheiros de Judas disseram-lhe: Como poderemos enfrentar tamanho exército, se somos tão poucos, tanto mais que nos sentimos fracos, porque hoje nada temos comido?
18 και ειπεν ιουδας ευκοπον εστιν συγκλεισθηναι πολλους εν χερσιν ολιγων και ουκ εστιν διαφορα εναντιον του ουρανου σωζειν εν πολλοις η εν ολιγοις18 É fácil, respondeu Judas, a um punhado de gente fazer-se respeitar por muitos; para o Deus do céu não há diferença entre a salvação de uma multidão e de um punhado de homens,
19 οτι ουκ εν πληθει δυναμεως νικη πολεμου εστιν αλλ' εκ του ουρανου η ισχυς19 porque a vitória no combate não depende do número, mas da força que desce do céu.
20 αυτοι ερχονται εφ' ημας εν πληθει υβρεως και ανομιας του εξαραι ημας και τας γυναικας ημων και τα τεκνα ημων του σκυλευσαι ημας20 Esta gente vem contra nós, com insolência e orgulho, para nos aniquilar, juntamente com nossas mulheres e nossos filhos, e para nos despojar;
21 ημεις δε πολεμουμεν περι των ψυχων ημων και των νομιμων ημων21 nós, porém, lutamos por nossas vidas e nossas leis.
22 και αυτος συντριψει αυτους προ προσωπου ημων υμεις δε μη φοβεισθε απ' αυτων22 O próprio Deus os esmagará aos nossos olhos. Não os temais.
23 ως δε επαυσατο λαλων ενηλατο εις αυτους αφνω και συνετριβη σηρων και η παρεμβολη αυτου ενωπιον αυτου23 E logo que cessara de falar, arrojou-se Judas com rapidez sobre os inimigos, e Seron diante dele foi derrotado com seu exército;
24 και εδιωκον αυτον εν τη καταβασει βαιθωρων εως του πεδιου και επεσον απ' αυτων εις ανδρας οκτακοσιους οι δε λοιποι εφυγον εις γην φυλιστιιμ24 e Judas o perseguiu na descida de Betoron até a planície. Morreram cerca de oitocentos sírios e os restantes fugiram para a terra dos filisteus.
25 και ηρξατο ο φοβος ιουδου και των αδελφων αυτου και η πτοη επεπιπτεν επι τα εθνη τα κυκλω αυτων25 E foi assim que se espalhou o terror de Judas e dos seus irmãos e todos os povos das vizinhanças encheram-se de consternação.
26 και ηγγισεν εως του βασιλεως το ονομα αυτου και υπερ των παραταξεων ιουδου εξηγειτο τα εθνη26 Seu nome chegou aos ouvidos do rei, e todas as nações comentaram os feitos heróicos de Judas.
27 ως δε ηκουσεν ο βασιλευς αντιοχος τους λογους τουτους ωργισθη θυμω και απεστειλεν και συνηγαγεν τας δυναμεις πασας της βασιλειας αυτου παρεμβολην ισχυραν σφοδρα27 Quando o rei Antíoco soube dessas novas, encolerizou-se terrivelmente, reuniu todas as forças do reino, de que formou um exército poderosíssimo.
28 και ηνοιξεν το γαζοφυλακιον αυτου και εδωκεν οψωνια ταις δυναμεσιν εις ενιαυτον και ενετειλατο αυτοις ειναι ετοιμους εις πασαν χρειαν28 Abriu seu tesouro, e deu ao exército o soldo de um ano com a ordem de estarem prontos para qualquer eventualidade.
29 και ειδεν οτι εξελιπεν το αργυριον εκ των θησαυρων και οι φοροι της χωρας ολιγοι χαριν της διχοστασιας και πληγης ης κατεσκευασεν εν τη γη του αραι τα νομιμα α ησαν αφ' ημερων των πρωτων29 No entanto viu que lhe faltava dinheiro no tesouro e que os tributos do território eram deficientes em vista das perturbações e da maldade que havia provocado, suprimindo em toda a parte as instituições em vigor, desde outrora.
30 και ευλαβηθη μη ουκ εχη ως απαξ και δις εις τας δαπανας και τα δοματα α εδιδου εμπροσθεν δαψιλη χειρι και επερισσευσεν υπερ τους βασιλεις τους εμπροσθεν30 Receou, portanto, não poder pagar as despesas, como fizera já uma ou duas vezes, e outorgar as liberalidades, que distribuía em certo tempo com mão generosa, porque excedia em liberalidade a todos os reis, seus predecessores.
31 και ηπορειτο τη ψυχη αυτου σφοδρα και εβουλευσατο του πορευθηναι εις την περσιδα και λαβειν τους φορους των χωρων και συναγαγειν αργυριον πολυ31 Profundamente consternado, resolveu ir à Pérsia cobrar os tributos dessas regiões e ajuntar muito dinheiro.
32 και κατελιπεν λυσιαν ανθρωπον ενδοξον και απο γενους της βασιλειας επι των πραγματων του βασιλεως απο του ποταμου ευφρατου και εως οριων αιγυπτου32 Deixou Lísias, pessoa de relevo, de linhagem real, para dirigir os negócios do reino, do Eufrates às fronteiras do Egito,
33 και τρεφειν αντιοχον τον υιον αυτου εως του επιστρεψαι αυτον33 e ocupar-se, até sua volta, de seu filho Antíoco.
34 και παρεδωκεν αυτω τας ημισεις των δυναμεων και τους ελεφαντας και ενετειλατο αυτω περι παντων ων ηβουλετο και περι των κατοικουντων την ιουδαιαν και ιερουσαλημ34 Deixou-lhe a metade do exército do reino, com os elefantes, e deu-lhe as instruções referentes à execução de suas vontades, especialmente o que dizia respeito aos habitantes da Judéia e de Jerusalém:
35 αποστειλαι επ' αυτους δυναμιν του εκτριψαι και εξαραι την ισχυν ισραηλ και το καταλειμμα ιερουσαλημ και αραι το μνημοσυνον αυτων απο του τοπου35 ele devia enviar um exército contra eles, para destruir e aniquilar o poderio de Israel e o que restava de Jerusalém, e apagar desses lugares até a sua lembrança
36 και κατοικισαι υιους αλλογενεις εν πασιν τοις οριοις αυτων και κατακληροδοτησαι την γην αυτων36 e estabelecer em todos os seus confins estrangeiros, aos quais distribuiria por meio de sorte as terras.
37 και ο βασιλευς παρελαβεν τας ημισεις των δυναμεων τας καταλειφθεισας και απηρεν απο αντιοχειας απο πολεως βασιλειας αυτου ετους εβδομου και τεσσαρακοστου και εκατοστου και διεπερασεν τον ευφρατην ποταμον και διεπορευετο τας επανω χωρας37 O rei tomou a outra metade do exército, partiu de Antioquia, capital de seu reino, pelo ano cento e quarenta e sete, passou o Eufrates e atravessou as terras superiores.
38 και επελεξεν λυσιας πτολεμαιον τον δορυμενους και νικανορα και γοργιαν ανδρας δυνατους των φιλων του βασιλεως38 Lísias escolheu Ptolomeu, filho de Dorímino, Nicanor e Górgias, valorosos generais e familiares do rei; 39. enviou com estes quarenta mil homens e sete mil cavaleiros para invadir e devastar o país de Judá, conforme a ordem do rei.
39 και απεστειλεν μετ' αυτων τεσσαρακοντα χιλιαδας ανδρων και επτακισχιλιαν ιππον του ελθειν εις γην ιουδα και καταφθειραι αυτην κατα τον λογον του βασιλεως
40 και απηρεν συν παση τη δυναμει αυτων και ηλθον και παρενεβαλον πλησιον αμμαους εν τη γη τη πεδινη40 Postos a caminho com todas essas tropas, chegaram à planície de Emaús e penetraram nela.
41 και ηκουσαν οι εμποροι της χωρας το ονομα αυτων και ελαβον αργυριον και χρυσιον πολυ σφοδρα και πεδας και ηλθον εις την παρεμβολην του λαβειν τους υιους ισραηλ εις παιδας και προσετεθησαν προς αυτους δυναμις συριας και γης αλλοφυλων41 Quando os mercadores ouviram falar deles, tomaram muita prata e ouro e se dirigiram com peias ao campo para comprar os filhos de Israel como escravos. Exércitos da Síria, bem como do estrangeiro, vieram juntar-se a eles.
42 και ειδεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου οτι επληθυνθη τα κακα και αι δυναμεις παρεμβαλλουσιν εν τοις οριοις αυτων και επεγνωσαν τους λογους του βασιλεως ους ενετειλατο ποιησαι τω λαω εις απωλειαν και συντελειαν42 Judas e seus irmãos viram que a situação era grave e que as forças inimigas acampavam dentro de suas fronteiras. Sabendo também como o rei havia ordenado de tratar o povo para destruí-lo e exterminá-lo,
43 και ειπαν εκαστος προς τον πλησιον αυτου αναστησωμεν την καθαιρεσιν του λαου ημων και πολεμησωμεν περι του λαου ημων και των αγιων43 disseram uns aos outros: Levantemos nossa pátria de seu abatimento e lutemos por nosso povo e nossa religião.
44 και ηθροισθη η συναγωγη του ειναι ετοιμους εις πολεμον και του προσευξασθαι και αιτησαι ελεος και οικτιρμους44 Convocaram então toda a gente, a fim de se prepararem para a luta, de rezarem, de implorarem piedade e misericórdia de Deus.
45 και ιερουσαλημ ην αοικητος ως ερημος ουκ ην ο εισπορευομενος και εκπορευομενος εκ των γενηματων αυτης και το αγιασμα καταπατουμενον και υιοι αλλογενων εν τη ακρα καταλυμα τοις εθνεσιν και εξηρθη τερψις εξ ιακωβ και εξελιπεν αυλος και κινυρα45 Porquanto Jerusalém estava desabitada e deserta: não havia um só de seus filhos que nela entrasse ou dela saísse. Seu santuário estava profanado, soldados estrangeiros ocupavam a cidadela, gentios faziam ali sua habitação. Toda a alegria havia desaparecido de Jacó; a flauta e a harpa estavam caladas.
46 και συνηχθησαν και ηλθοσαν εις μασσηφα κατεναντι ιερουσαλημ οτι τοπος προσευχης ην εν μασσηφα το προτερον τω ισραηλ46 Os israelitas se ajuntaram, pois, e se dirigiram a Masfa, defronte de Jerusalém, porque tinham tido outrora, em Masfa, um lugar de oração.
47 και ενηστευσαν τη ημερα εκεινη και περιεβαλοντο σακκους και σποδον επι την κεφαλην αυτων και διερρηξαν τα ιματια αυτων47 Jejuaram aquele dia, vestiram-se com sacos, cobriram a cabeça com cinza e rasgaram suas vestes.
48 και εξεπετασαν το βιβλιον του νομου περι ων εξηρευνων τα εθνη τα ομοιωματα των ειδωλων αυτων48 Abriram um dos livros da Lei, para ler nele o que os gentios perguntavam às representações de seus falsos deuses;
49 και ηνεγκαν τα ιματια της ιερωσυνης και τα πρωτογενηματα και τας δεκατας και ηγειραν τους ναζιραιους οι επληρωσαν τας ημερας49 trouxeram os ornamentos sacerdotais, as primícias e os dízimos e mandaram vir os nazarenos que haviam cumprido o tempo de seu voto;
50 και εβοησαν φωνη εις τον ουρανον λεγοντες τι ποιησωμεν τουτοις και που αυτους απαγαγωμεν50 em seguida sua voz se elevou com força ao céu: Que havemos nós de fazer destas ofertas e para onde vamos nós levá-las?
51 και τα αγια σου καταπεπατηνται και βεβηλωνται και οι ιερεις σου εν πενθει και ταπεινωσει51 Vosso santuário está profanado e manchado, vossos sacerdotes estão em luto e na humilhação,
52 και ιδου τα εθνη συνηκται εφ' ημας του εξαραι ημας συ οιδας α λογιζονται εφ' ημας52 as nações se coligaram para nos aniquilar e vós sabeis o que elas tramam contra nós.
53 πως δυνησομεθα υποστηναι κατα προσωπον αυτων εαν μη συ βοηθησης ημιν53 Como resistir diante deles, se vós não vierdes em nosso auxílio?
54 και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν φωνη μεγαλη54 Então eles soaram a trombeta e fizeram um grande clamor.
55 και μετα τουτο κατεστησεν ιουδας ηγουμενους του λαου χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαδαρχους55 Depois disso Judas nomeou chefes para grupos de mil, cem, cinqüenta e dez homens,
56 και ειπεν τοις οικοδομουσιν οικιας και μνηστευομενοις γυναικας και φυτευουσιν αμπελωνας και δειλοις αποστρεφειν εκαστον εις τον οικον αυτου κατα τον νομον56 e disse aos que acabavam de construir uma casa, de tomar mulher, plantar uma vinha, ou que tinham medo, que voltassem cada qual para sua casa, conforme a lei.
57 και απηρεν η παρεμβολη και παρενεβαλον κατα νοτον αμμαους57 Os israelitas se puseram então a caminho e vieram acampar ao sul de Emaús.
58 και ειπεν ιουδας περιζωσασθε και γινεσθε εις υιους δυνατους και γινεσθε ετοιμοι εις πρωι του πολεμησαι εν τοις εθνεσιν τουτοις τοις επισυνηγμενοις εφ' ημας εξαραι ημας και τα αγια ημων58 Preparai-vos, disse-lhes Judas, sede corajosos e estai prontos desde a manhã para o combate a essas nações que estão unidas para nos arruinar, a nós e tudo o que possuímos de sagrado;
59 οτι κρεισσον ημας αποθανειν εν τω πολεμω η επιδειν επι τα κακα του εθνους ημων και των αγιων59 porquanto é preferível morrer no combate, que ver nosso povo perseguido e profanado nosso santuário.
60 ως δ' αν η θελημα εν ουρανω ουτως ποιησει60 Que se faça somente a vontade de Deus!