Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 5


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ανηγγελη ολοφερνη αρχιστρατηγω δυναμεως ασσουρ διοτι οι υιοι ισραηλ παρεσκευασαντο εις πολεμον και τας διοδους της ορεινης συνεκλεισαν και ετειχισαν πασαν κορυφην ορους υψηλου και εθηκαν εν τοις πεδιοις σκανδαλα1 Hírül vitték Holofernésznek, az asszír haderő főparancsnokának, hogy Izrael fiai ellenállásra készülnek, megszállták a hegyek hágóit, falakkal erősítették meg a hegyek magaslatait és akadályokat helyeztek el a síkságon.
2 και ωργισθη θυμω σφοδρα και εκαλεσεν παντας τους αρχοντας μωαβ και τους στρατηγους αμμων και παντας σατραπας της παραλιας2 Nagy haragra gerjedt és összehívta Moáb összes főemberét, és Ammon hadvezéreit és a tengerpart minden vezetőjét
3 και ειπεν αυτοις αναγγειλατε δη μοι υιοι χανααν τις ο λαος ουτος ο καθημενος εν τη ορεινη και τινες ας κατοικουσιν πολεις και το πληθος της δυναμεως αυτων και εν τινι το κρατος αυτων και η ισχυς αυτων και τις ανεστηκεν επ' αυτων βασιλευς ηγουμενος στρατιας αυτων3 és így szólt hozzájuk: »Tájékoztassatok engem, Kánaán fiai, miféle nép az, amely a hegyvidéken lakik? Milyenek városaik, melyekben laknak? Milyen erős a serege? Miben van hatalma és ereje, s ki a királyuk és hadseregük vezére?
4 και δια τι κατενωτισαντο του μη ελθειν εις απαντησιν μοι παρα παντας τους κατοικουντας εν δυσμαις4 A nyugaton lakók közül miért csak ők nem jöttek ki elénk?«
5 και ειπεν προς αυτον αχιωρ ο ηγουμενος παντων υιων αμμων ακουσατω δη λογον ο κυριος μου εκ στοματος του δουλου σου και αναγγελω σοι την αληθειαν περι του λαου τουτου ος κατοικει την ορεινην ταυτην πλησιον σου οικουντος και ουκ εξελευσεται ψευδος εκ του στοματος του δουλου σου5 Így szólt hozzá Áhior, Ammon fiainak vezére: »Hallgassa meg az én Uram szolgád szájának igéjét, és elmondom neked az igazságot erről a népről, amely közeledben ezen hegyvidéken lakik, és szolgád száját nem hagyja el semmiféle hazugság.
6 ο λαος ουτος εισιν απογονοι χαλδαιων6 Ez a nép a káldeaiak ivadéka,
7 και παρωκησαν το προτερον εν τη μεσοποταμια οτι ουκ εβουληθησαν ακολουθησαι τοις θεοις των πατερων αυτων οι εγενοντο εν γη χαλδαιων7 s azelőtt Mezopotámiában lakott. Mivel nem akarták követni atyáik isteneit, akik a káldeaiak földjén laktak,
8 και εξεβησαν εξ οδου των γονεων αυτων και προσεκυνησαν τω θεω του ουρανου θεω ω επεγνωσαν και εξεβαλον αυτους απο προσωπου των θεων αυτων και εφυγον εις μεσοποταμιαν και παρωκησαν εκει ημερας πολλας8 ezért letértek atyáik útjáról és az ég Istenét imádták, azt az Istent, akit megismertek. Ezért a káldeaiak kiűzték őket isteneik színe elől, s ők Mezopotámiába menekültek és hosszú ideig ott laktak.
9 και ειπεν ο θεος αυτων εξελθειν εκ της παροικιας αυτων και πορευθηναι εις γην χανααν και κατωκησαν εκει και επληθυνθησαν χρυσιω και αργυριω και εν κτηνεσιν πολλοις σφοδρα9 Istenük azt mondta nekik, hogy hagyják el lakóhelyüket és menjenek Kánaán földjére. Itt telepedtek le és igen sok aranyat, ezüstöt és nyájat szereztek.
10 και κατεβησαν εις αιγυπτον εκαλυψεν γαρ το προσωπον της γης χανααν λιμος και παρωκησαν εκει μεχρις ου διετραφησαν και εγενοντο εκει εις πληθος πολυ και ουκ ην αριθμος του γενους αυτων10 Lementek Egyiptomba, amikor éhínség tört ki Kánaán földjén, és ott időztek addig, amíg megerősödtek és nagy sokasággá lettek és nemzetségüket nem lehetett megszámlálni.
11 και επανεστη αυτοις ο βασιλευς αιγυπτου και κατεσοφισατο αυτους εν πονω και πλινθω εταπεινωσαν αυτους και εθεντο αυτους εις δουλους11 Az egyiptomiak ellenük fordultak, agyag- és téglamunkára kényszerítették, megalázták és rabszolgává tették őket.
12 και ανεβοησαν προς τον θεον αυτων και επαταξεν πασαν την γην αιγυπτου πληγαις εν αις ουκ ην ιασις και εξεβαλον αυτους οι αιγυπτιοι απο προσωπου αυτων12 Akkor Istenükhöz kiáltottak, s az megverte Egyiptom egész földjét gyógyíthatatlan sebekkel, s az egyiptomiak elűzték őket maguktól.
13 και κατεξηρανεν ο θεος την ερυθραν θαλασσαν εμπροσθεν αυτων13 Isten kiszárította a Vörös-tengert előttük
14 και ηγαγεν αυτους εις οδον του σινα και καδης βαρνη και εξεβαλον παντας τους κατοικουντας εν τη ερημω14 és a Sínai és Kádes-Barnea felé vivő útra vezette őket. S ők elűzték mindazokat, akik a pusztában laktak,
15 και ωκησαν εν γη αμορραιων και παντας τους εσεβωνιτας εξωλεθρευσαν εν τη ισχυι αυτων και διαβαντες τον ιορδανην εκληρονομησαν πασαν την ορεινην15 s az amoriták földjén telepedtek le és erejükkel kiirtottak minden hesbonitát. Miután átkeltek a Jordánon, elfoglalták az egész hegyvidéket,
16 και εξεβαλον εκ προσωπου αυτων τον χαναναιον και τον φερεζαιον και τον ιεβουσαιον και τον συχεμ και παντας τους γεργεσαιους και κατωκησαν εν αυτη ημερας πολλας16 s kiűzték színük elől a kánaániakat, a ferezitákat, jebuzitákat, szíchemieket és az összes gergezitát és hosszú idő óta ott élnek.
17 και εως ουχ ημαρτον ενωπιον του θεου αυτων ην μετ' αυτων τα αγαθα οτι θεος μισων αδικιαν μετ' αυτων εστιν17 Amíg nem vétkeztek Istenük színe előtt, jó soruk volt, mert velük van Istenük, aki gyűlöli a gonoszságot.
18 οτε δε απεστησαν απο της οδου ης διεθετο αυτοις εξωλεθρευθησαν εν πολλοις πολεμοις επι πολυ σφοδρα και ηχμαλωτευθησαν εις γην ουκ ιδιαν και ο ναος του θεου αυτων εγενηθη εις εδαφος και αι πολεις αυτων εκρατηθησαν υπο των υπεναντιων18 De amikor letértek az útról, amelyet megszabott nekik, nagyon sokan elpusztultak a sok háborúban és fogságba jutottak idegen földre, Istenük templomát lerombolták, városaikat pedig ellenségeik foglalták el.
19 και νυν επιστρεψαντες επι τον θεον αυτων ανεβησαν εκ της διασπορας ου διεσπαρησαν εκει και κατεσχον την ιερουσαλημ ου το αγιασμα αυτων και κατωκισθησαν εν τη ορεινη οτι ην ερημος19 Most pedig Istenükhöz térve visszajöttek a szétszóratásból, ahova elszéledtek, birtokba vették Jeruzsálemet, ahol a templomuk van és letelepedtek a hegyvidéken, mert az pusztasággá vált.
20 και νυν δεσποτα κυριε ει μεν εστιν αγνοημα εν τω λαω τουτω και αμαρτανουσιν εις τον θεον αυτων και επισκεψομεθα οτι εστιν εν αυτοις σκανδαλον τουτο και αναβησομεθα και εκπολεμησομεν αυτους20 Most pedig uram és parancsolóm, ha van ebben a népben tudatlanság, ha vétkeznek Istenük ellen, vizsgáljuk ki bennük bukásuk okát, akkor vonuljunk ellenük és legyőzzük őket.
21 ει δ' ουκ εστιν ανομια εν τω εθνει αυτων παρελθετω δη ο κυριος μου μηποτε υπερασπιση ο κυριος αυτων και ο θεος αυτων υπερ αυτων και εσομεθα εις ονειδισμον εναντιον πασης της γης21 Ha azonban nincs gonoszság ebben a népben, akkor óvakodjék uram ettől, mert Uruk és Istenük oltalmazza őket, s mi az egész földön gúny tárgyává leszünk.«
22 και εγενετο ως επαυσατο αχιωρ λαλων τους λογους τουτους και εγογγυσεν πας ο λαος ο κυκλων την σκηνην και περιεστως και ειπαν οι μεγιστανες ολοφερνου και παντες οι κατοικουντες την παραλιαν και την μωαβ συγκοψαι αυτον22 Történt pedig, hogy amikor Áhior befejezte szavait, méltatlankodni kezdett az egész nép, amely a sátor körül volt. Holofernész főemberei és mindazok, akik a tengerparton és Moábban laktak, azt mondták, hogy darabokra tépik:
23 ου γαρ φοβηθησομεθα απο υιων ισραηλ ιδου γαρ λαος εν ω ουκ εστιν δυναμις ουδε κρατος εις παραταξιν ισχυραν23 »Nem félünk Izrael fiaitól, mert olyan nép, amelynek nincs ereje, sem képessége a kemény ütközetre.
24 διο δη αναβησομεθα και εσονται εις καταβρωσιν πασης της στρατιας σου δεσποτα ολοφερνη24 Ezért vonuljunk csak fel és csak egy harapás lesz sereged számára, parancsolónk, Holofernész.«