Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 5


font
LXXVULGATA
1 και αποκριθεις τωβιας ειπεν αυτω πατερ ποιησω παντα οσα εντεταλσαι μοι1 Tunc respondit Tobias patri suo, et dixit : Omnia quæcumque præcepisti mihi faciam, pater.
2 αλλα πως δυνησομαι λαβειν το αργυριον και ου γινωσκω αυτον2 Quomodo autem pecuniam hanc requiram, ignoro : ille me nescit, et ego eum ignoro : quod signum dabo ei ? sed neque viam per quam pergatur illuc aliquando cognovi.
3 και εδωκεν αυτω το χειρογραφον και ειπεν αυτω ζητησον σεαυτω ανθρωπον ος συμπορευσεται σοι και δωσω αυτω μισθον εως ζω και λαβε πορευθεις το αργυριον3 Tunc pater suus respondit illi, et dixit : Chirographum quidem illius penes me habeo : quod dum illi ostenderis, statim restituet.
4 και επορευθη ζητησαι ανθρωπον και ευρεν τον ραφαηλ ος ην αγγελος και ουκ ηδει4 Sed perge nunc, et inquire tibi aliquem fidelem virum, qui eat tecum salva mercede sua, ut dum adhuc vivo, recipias eam.
5 και ειπεν αυτω ει δυναμαι πορευθηναι μετα σου εν ραγοις της μηδιας και ει εμπειρος ει των τοπων5 Tunc egressus Tobias, invenit juvenem splendidum stantem præcinctum, et quasi paratum ad ambulandum.
6 και ειπεν αυτω ο αγγελος πορευσομαι μετα σου και της οδου εμπειρω και παρα γαβαηλ τον αδελφον ημων ηυλισθην6 Et ignorans quod angelus Dei esset, salutavit eum, et dixit : Unde te habemus, bone juvenis ?
7 και ειπεν αυτω τωβιας υπομεινον με και ερω τω πατρι μου7 At ille respondit : Ex filiis Israël. Et Tobias dixit ei : Nosti viam quæ ducit in regionem Medorum ?
8 και ειπεν αυτω πορευου και μη χρονισης8 Cui respondit : Novi : et omnia itinera ejus frequenter ambulavi, et mansi apud Gabelum fratrem nostrum, qui moratur in Rages civitate Medorum, quæ posita est in monte Ecbatanis.
9 και εισελθων ειπεν τω πατρι ιδου ευρηκα ος συμπορευσεται μοι ο δε ειπεν φωνησον αυτον προς με ινα επιγνω ποιας φυλης εστιν και ει πιστος του πορευθηναι μετα σου9 Cui Tobias ait : Sustine me obsecro, donec hæc ipsa nuntiem patri meo.
10 και εκαλεσεν αυτον και εισηλθεν και ησπασαντο αλληλους10 Tunc ingressus Tobias, indicavit universa hæc patri suo. Super quæ admiratus pater, rogavit ut introiret ad eum.
11 και ειπεν αυτω τωβιτ αδελφε εκ ποιας φυλης και εκ ποιας πατριδος συ ει υποδειξον μοι11 Ingressus itaque salutavit eum, et dixit : Gaudium tibi sit semper.
12 και ειπεν αυτω φυλην και πατριαν συ ζητεις η μισθιον ος συμπορευσεται μετα του υιου σου και ειπεν αυτω τωβιτ βουλομαι αδελφε επιγνωναι το γενος σου και το ονομα12 Et ait Tobias : Quale gaudium mihi erit, qui in tenebris sedeo, et lumen cæli non video ?
13 ο δε ειπεν εγω αζαριας ανανιου του μεγαλου των αδελφων σου13 Cui ait juvenis : Forti animo esto : in proximo est ut a Deo cureris.
14 και ειπεν αυτω υγιαινων ελθοις αδελφε και μη μοι οργισθης οτι εζητησα την φυλην σου και την πατριαν σου επιγνωναι και συ τυγχανεις αδελφος μου εκ της καλης και αγαθης γενεας επεγινωσκον γαρ εγω ανανιαν και ιαθαν τους υιους σεμειου του μεγαλου ως επορευομεθα κοινως εις ιεροσολυμα προσκυνειν αναφεροντες τα πρωτοτοκα και τας δεκατας των γενηματων και ουκ επλανηθησαν εν τη πλανη των αδελφων ημων εκ ριζης καλης ει αδελφε14 Dixit itaque illi Tobias : Numquid poteris perducere filium meum ad Gabelum in Rages civitatem Medorum ? et cum redieris, restituam tibi mercedem tuam.
15 αλλ' ειπον μοι τινα σοι εσομαι μισθον διδοναι δραχμην της ημερας και τα δεοντα σοι ως και τω υιω μου15 Et dixit ei angelus : Ego ducam, et reducam eum ad te.
16 και ετι προσθησω σοι επι τον μισθον εαν υγιαινοντες επιστρεψητε16 Cui Tobias respondit : Rogo te, indica mihi de qua domo aut de qua tribu es tu.
17 και ευδοκησαν ουτως και ειπεν προς τωβιαν ετοιμος γινου προς την οδον και ευοδωθειητε και ητοιμασεν ο υιος αυτου τα προς την οδον και ειπεν αυτω ο πατηρ αυτου πορευου μετα του ανθρωπου ο δε εν τω ουρανω οικων θεος ευοδωσει την οδον υμων και ο αγγελος αυτου συμπορευθητω υμιν και εξηλθαν αμφοτεροι απελθειν και ο κυων του παιδαριου μετ' αυτων17 Cui Raphaël angelus dixit : Genus quæris mercenarii, an ipsum mercenarium qui cum filio tuo eat ?
18 εκλαυσεν δε αννα η μητηρ αυτου και ειπεν προς τωβιτ τι εξαπεστειλας το παιδιον ημων η ουχι η ραβδος της χειρος ημων εστιν εν τω εισπορευεσθαι αυτον και εκπορευεσθαι ενωπιον ημων18 sed ne forte sollicitum te reddam, ego sum Azarias Ananiæ magni filius.
19 αργυριον τω αργυριω μη φθασαι αλλα περιψημα του παιδιου ημων γενοιτο19 Et Tobias respondit : Ex magno genere es tu. Sed peto ne irascaris quod voluerim cognoscere genus tuum.
20 ως γαρ δεδοται ημιν ζην παρα του κυριου τουτο ικανον ημιν υπαρχει20 Dixit autem illi angelus : Ego sanum ducam, et sanum tibi reducam filium tuum.
21 και ειπεν αυτη τωβιτ μη λογον εχε αδελφη υγιαινων ελευσεται και οι οφθαλμοι σου οψονται αυτον21 Respondens autem Tobias, ait : Bene ambuletis, et sit Deus in itinere vestro, et angelus ejus comitetur vobiscum.
22 αγγελος γαρ αγαθος συμπορευσεται αυτω και ευοδωθησεται η οδος αυτου και υποστρεψει υγιαινων22 Tunc paratis omnibus quæ erant in via portanda, fecit Tobias vale patri suo et matri suæ, et ambulaverunt ambo simul.
23 και επαυσατο κλαιουσα23 Cumque profecti essent, cœpit mater ejus flere, et dicere : Baculum senectutis nostræ tulisti, et transmisisti a nobis.
24 Numquam fuisset ipsa pecunia, pro qua misisti eum :
25 sufficiebat enim nobis paupertas nostra, ut divitias computaremus hoc, quod videbamus filium nostrum.
26 Dixitque ei Tobias : Noli flere : salvus perveniet filius noster, et salvus revertetur ad nos, et oculi tui videbunt illum.
27 Credo enim quod angelus Dei bonus comitetur ei, et bene disponat omnia quæ circa eum geruntur, ita ut cum gaudio revertatur ad nos.
28 Ad hanc vocem cessavit mater ejus flere, et tacuit.