Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 28


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 υιος εικοσι ετων αχαζ εν τω βασιλευσαι αυτον και δεκα εξ ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ουκ εποιησεν το ευθες ενωπιον κυριου ως δαυιδ ο πατηρ αυτου1 Húszesztendős volt Ácház, amikor uralkodni kezdett, s tizenhat esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Nem azt cselekedte, ami helyes volt az Úr színe előtt, amiként atyja, Dávid,
2 και επορευθη κατα τας οδους βασιλεων ισραηλ και γαρ γλυπτα εποιησεν τοις ειδωλοις αυτων2 hanem Izrael királyainak útjain járt, sőt szobrokat öntetett a Baáloknak.
3 και εθυεν εν γαιβενενομ και διηγεν τα τεκνα αυτου δια πυρος κατα τα βδελυγματα των εθνων ων εξωλεθρευσεν κυριος απο προσωπου υιων ισραηλ3 Ő az, aki illatot gyújtott Ennom fiának-völgyében s tűz által megtisztította fiait, azoknak a nemzeteknek a szertartása szerint, amelyeket az Úr elpusztított Izrael fiainak bejövetelekor.
4 και εθυμια επι των υψηλων και επι των δωματων και υποκατω παντος ξυλου αλσωδους4 Áldozott és illatot gyújtott a magaslatokon, a halmokon s mindenféle lombos fa alatt.
5 και παρεδωκεν αυτον κυριος ο θεος αυτου δια χειρος βασιλεως συριας και επαταξεν εν αυτω και ηχμαλωτευσεν εξ αυτων αιχμαλωσιαν πολλην και ηγαγεν εις δαμασκον και γαρ εις τας χειρας βασιλεως ισραηλ παρεδωκεν αυτον και επαταξεν εν αυτω πληγην μεγαλην5 Ezért az Úr, az ő Istene, Szíria királyának kezébe adta: az megverte őt s országából nagy zsákmányt ejtett és hurcolt Damaszkuszba. Izrael királyának is kezébe került és attól is nagy vereséget szenvedett:
6 και απεκτεινεν φακεε ο του ρομελια βασιλευς ισραηλ εν ιουδα εν μια ημερα εκατον εικοσι χιλιαδας ανδρων δυνατων ισχυι εν τω αυτους καταλιπειν τον κυριον θεον των πατερων αυτων6 Pekah, Remalja fia ugyanis százhúszezer, csupa harcos embert ölt meg egy nap alatt Júdából, mivel elhagyták az Urat, atyáik Istenét.
7 και απεκτεινεν εζεκρι ο δυνατος του εφραιμ τον μαασαιαν τον υιον του βασιλεως και τον εσδρικαμ ηγουμενον του οικου αυτου και τον ελκανα τον διαδοχον του βασιλεως7 Ugyanabban az időben Zekri, egy Efraimból való hatalmas ember, megölte Maaszját, a király fiát és Ezrikát, háza vezérét s Elkánát, aki a második volt a király után,
8 και ηχμαλωτισαν οι υιοι ισραηλ απο των αδελφων αυτων τριακοσιας χιλιαδας γυναικας υιους και θυγατερας και σκυλα πολλα εσκυλευσαν εξ αυτων και ηνεγκαν τα σκυλα εις σαμαρειαν8 és Izrael fiai kétszázezer asszonyt, fiút s leányt s végtelen nagy zsákmányt szedtek össze testvéreiktől és vitték el Szamariába.
9 και εκει ην ο προφητης του κυριου ωδηδ ονομα αυτω και εξηλθεν εις απαντησιν της δυναμεως των ερχομενων εις σαμαρειαν και ειπεν αυτοις ιδου οργη κυριου θεου των πατερων υμων επι τον ιουδαν και παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας υμων και απεκτεινατε εν αυτοις εν οργη εως των ουρανων εφθακεν9 Volt ebben az időben ott az Úrnak egy prófétája, akit Odednek hívtak. Kiment a Szamariába érkező sereg elé és azt mondta nekik: »Íme, az Úr, atyáitok Istene megharagudott Júdára és azért a kezetekbe adta. Ti kegyetlenül megöltétek őket, úgy, hogy kegyetlenségtek az égig hatol,
10 και νυν υιους ιουδα και ιερουσαλημ υμεις λεγετε κατακτησεσθαι εις δουλους και δουλας ουκ ιδου ειμι μεθ' υμων μαρτυρησαι κυριω θεω υμων10 sőt most Júda és Jeruzsálem lakóit rabszolgáitokká és rabszolganőitekké akarjátok tenni. Ámde ezt nem szabad tennetek, mert ezzel vétkeztek az Úr, a ti Istenetek ellen.
11 και νυν ακουσατε μου και αποστρεψατε την αιχμαλωσιαν ην ηχμαλωτευσατε των αδελφων υμων οτι οργη θυμου κυριου εφ' υμιν11 Hallgassatok tehát tanácsomra s vigyétek vissza azokat a foglyokat, akiket testvéreitektől elhoztatok, mert különben az Úr nagy haragja fenyeget titeket.«
12 και ανεστησαν αρχοντες απο των υιων εφραιμ ουδια ο του ιωανου και βαραχιας ο του μοσολαμωθ και εζεκιας ο του σελλημ και αμασιας ο του χοδλι επι τους ερχομενους απο του πολεμου12 Ezért néhányan Efraim fiainak fejedelmei közül, Azarja, Johanán fia, Berekja, Mesullamót fia, Hiszkija, Sallum fia, meg Amásza, Adáli fia a harcból visszatérők elé álltak
13 και ειπαν αυτοις ου μη εισαγαγητε την αιχμαλωσιαν ωδε προς ημας οτι εις το αμαρτανειν τω κυριω εφ' ημας υμεις λεγετε προσθειναι επι ταις αμαρτιαις ημων και επι την αγνοιαν οτι πολλη η αμαρτια ημων και οργη θυμου κυριου επι τον ισραηλ13 és azt mondták nekik: »Ne hozzátok be ide ezeket a foglyokat, hogy ne vétkezzünk az Úr ellen! Miért akarnátok szaporítani bűneinket és újakkal tetézni régi vétkeinket? Nagy ugyanis a bűnünk, s az Úr haragjának bosszúja immár közeledik Izraelre.«
14 και αφηκαν οι πολεμισται την αιχμαλωσιαν και τα σκυλα εναντιον των αρχοντων και πασης της εκκλησιας14 Erre a harcosok otthagyták a vezérek és az egész sokaság előtt a zsákmányt s mindazt, amit szereztek.
15 και ανεστησαν ανδρες οι επεκληθησαν εν ονοματι και αντελαβοντο της αιχμαλωσιας και παντας τους γυμνους περιεβαλον απο των σκυλων και ενεδυσαν αυτους και υπεδησαν αυτους και εδωκαν φαγειν και αλειψασθαι και αντελαβοντο εν υποζυγιοις παντος ασθενουντος και κατεστησαν αυτους εις ιεριχω πολιν φοινικων προς τους αδελφους αυτων και επεστρεψαν εις σαμαρειαν15 Ekkor felkeltek azok a férfiak, akiket az előbbiekben megneveztünk, és a foglyok közül mindazokat, akik mezítelenek voltak, felöltöztették a zsákmányból. Miután felöltöztették és sarut adtak rájuk, és étellel, itallal felüdítették és a fáradtság miatt megkenték őket s gondoskodtak róluk, s mindazokat, akik járni nem tudtak s erőtlen testűek voltak, hátasállatokra helyezték, visszavitték őket Jerikóba, a pálmák városába, testvéreikhez. Aztán visszatértek Szamariába.
16 εν τω καιρω εκεινω απεστειλεν αχαζ προς βασιλεα ασσουρ βοηθησαι αυτω16 Abban az időben elküldött Ácház király az asszírok királyához, és segítségét kérte.
17 και εν τουτω οτι ιδουμαιοι επεθεντο και επαταξαν εν ιουδα και ηχμαλωτισαν αιχμαλωσιαν17 Eljöttek az edomiták is és sokakat megöltek Júdából és nagy zsákmányt szereztek,
18 και οι αλλοφυλοι επεθεντο επι τας πολεις της πεδινης και απο λιβος του ιουδα και ελαβον την βαιθσαμυς και την αιλων και την γαδηρωθ και την σωχω και τας κωμας αυτης και την θαμνα και τας κωμας αυτης και την γαμζω και τας κωμας αυτης και κατωκησαν εκει18 a filiszteusok pedig ellepték a mezei városokat és Júda délvidékét. Elfoglalták Bétsemest, Ajjalont, Gáderótot, Szókót, Támnát és Gámzót s a hozzájuk tartozó leányvárosokat, és letelepedtek bennük.
19 οτι εταπεινωσεν κυριος τον ιουδαν δι' αχαζ βασιλεα ιουδα οτι απεστη αποστασει απο κυριου19 Megalázta ugyanis az Úr Júdát Ácház, Júda királya miatt, mert az megfosztotta Júdát az ő segítségétől és semmibe sem vette az Urat.
20 και ηλθεν επ' αυτον θαγλαθφελλασαρ βασιλευς ασσουρ και επαταξεν αυτον20 Ugyanezért elküldte ellene Tiglatpilezert, az asszírok királyát. Az megsanyargatta és anélkül, hogy valaki ellenállt volna, feldúlta.
21 και ελαβεν αχαζ τα εν οικω κυριου και τα εν οικω του βασιλεως και των αρχοντων και εδωκεν τω βασιλει ασσουρ και ουκ εις βοηθειαν αυτω21 Ácház tehát hiába fosztotta ki az Úr házát, s a király s a fejedelmek házát, s adott ajándékokat az asszírok királyának, az semmit sem használt neki.
22 αλλ' η τω θλιβηναι αυτον και προσεθηκεν του αποστηναι απο κυριου και ειπεν ο βασιλευς22 Sőt még a szorongatás idején is növelte hűtlenségét az Úr ellen: ő maga, Ácház király,
23 εκζητησω τους θεους δαμασκου τους τυπτοντας με και ειπεν οτι θεοι βασιλεως συριας αυτοι κατισχυσουσιν αυτους αυτοις τοινυν θυσω και αντιλημψονται μου και αυτοι εγενοντο αυτω εις σκωλον και παντι ισραηλ23 Damaszkusz isteneinek, az ő legyőzőinek mutatott be áldozatokat, mondván: »Szíria királyainak istenei segítenek nekik s azért én áldozatokkal engesztelem őket, s akkor majd ők segíteni fognak nekem« – holott éppen ellenkezőleg, neki is és egész Izraelnek is vesztére voltak.
24 και απεστησεν αχαζ τα σκευη οικου κυριου και κατεκοψεν αυτα και εκλεισεν τας θυρας οικου κυριου και εποιησεν εαυτω θυσιαστηρια εν παση γωνια εν ιερουσαλημ24 Ezenkívül Ácház összeszedette az Isten házának minden tárgyát és összetörette őket. Bezáratta az Isten templomának kapuit, s oltárokat készíttetett magának Jeruzsálem minden sarkában.
25 και εν παση πολει και πολει εν ιουδα εποιησεν υψηλα θυμιαν θεοις αλλοτριοις και παρωργισαν κυριον τον θεον των πατερων αυτων25 Júda valamennyi városában is oltárokat építtetett, hogy tömjént gyújtson rajtuk, és így haragra ingerelte az Urat, atyái Istenét.
26 και οι λοιποι λογοι αυτου και αι πραξεις αυτου αι πρωται και αι εσχαται ιδου γεγραμμεναι επι βιβλιω βασιλεων ιουδα και ισραηλ26 Egyéb dolgát s első s utolsó cselekedeteit mind megírták Júda és Izrael királyainak könyvében.
27 και εκοιμηθη αχαζ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν πολει δαυιδ οτι ουκ εισηνεγκαν αυτον εις τους ταφους των βασιλεων ισραηλ και εβασιλευσεν εζεκιας υιος αυτου αντ' αυτου27 Amikor aztán Ácház aludni tért atyáihoz, Jeruzsálem városában temették el, mert nem fogadták be Izrael királyainak sírjába. Fia, Hiszkija lett a király helyette.