Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 17


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 και ειπεν ηλιου ο προφητης ο θεσβιτης εκ θεσβων της γαλααδ προς αχααβ ζη κυριος ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ ω παρεστην ενωπιον αυτου ει εσται τα ετη ταυτα δροσος και υετος οτι ει μη δια στοματος λογου μου1 Elias, o tesbita, um habitante de Galaad, veio dizer a Acab: Pela vida do Senhor, Deus de Israel, a quem sirvo, não haverá nestes anos orvalho nem chuva, senão quando eu o disser.
2 και εγενετο ρημα κυριου προς ηλιου2 Em seguida, a palavra do Senhor foi-lhe dirigida nestes termos:
3 πορευου εντευθεν κατα ανατολας και κρυβηθι εν τω χειμαρρω χορραθ του επι προσωπου του ιορδανου3 Vai-te daqui; retira-te para as bandas do oriente e vai esconder-te na torrente de Carit, que está defronte do Jordão.
4 και εσται εκ του χειμαρρου πιεσαι υδωρ και τοις κοραξιν εντελουμαι διατρεφειν σε εκει4 Beberás da torrente, e ordenei aos corvos que te alimentem.
5 και εποιησεν ηλιου κατα το ρημα κυριου και εκαθισεν εν τω χειμαρρω χορραθ επι προσωπου του ιορδανου5 Elias partiu, pois, segundo a palavra do Senhor, e estabeleceu-se junto à torrente de Carit, defronte do Jordão.
6 και οι κορακες εφερον αυτω αρτους το πρωι και κρεα το δειλης και εκ του χειμαρρου επινεν υδωρ6 Os corvos traziam-lhe pão e carne, pela manhã e pela tarde, e ele bebia a água da torrente.
7 και εγενετο μετα ημερας και εξηρανθη ο χειμαρρους οτι ουκ εγενετο υετος επι της γης7 Passado algum tempo, secou-se a torrente, porque não chovia mais na terra.
8 και εγενετο ρημα κυριου προς ηλιου8 Então o Senhor disse-lhe:
9 αναστηθι και πορευου εις σαρεπτα της σιδωνιας ιδου εντεταλμαι εκει γυναικι χηρα του διατρεφειν σε9 Vai para Sarepta de Sidon e fixa-te ali: ordenei a uma viúva desse lugar que te sustente.
10 και ανεστη και επορευθη εις σαρεπτα εις τον πυλωνα της πολεως και ιδου εκει γυνη χηρα συνελεγεν ξυλα και εβοησεν οπισω αυτης ηλιου και ειπεν αυτη λαβε δη μοι ολιγον υδωρ εις αγγος και πιομαι10 Elias pôs-se a caminho para Sarepta. Chegando à porta da cidade, viu uma viúva que ajuntava lenha. Chamou-a e disse-lhe: Por favor, vai buscar-me um pouco de água numa vasilha para que eu beba.
11 και επορευθη λαβειν και εβοησεν οπισω αυτης ηλιου και ειπεν λημψη δη μοι ψωμον αρτου εν τη χειρι σου11 E indo ela buscar-lhe a água, gritou-lhe Elias: Traze-me também um pedaço de pão.
12 και ειπεν η γυνη ζη κυριος ο θεος σου ει εστιν μοι εγκρυφιας αλλ' η οσον δραξ αλευρου εν τη υδρια και ολιγον ελαιον εν τω καψακη και ιδου εγω συλλεγω δυο ξυλαρια και εισελευσομαι και ποιησω αυτο εμαυτη και τοις τεκνοις μου και φαγομεθα και αποθανουμεθα12 Pela vida de Deus, respondeu a mulher, não tenho pão cozido: só tenho um punhado de farinha na panela e um pouco de óleo na ânfora; estava justamente apanhando dois pedaços de lenha para preparar esse resto para mim e meu filho, a fim de o comermos, e depois morrermos.
13 και ειπεν προς αυτην ηλιου θαρσει εισελθε και ποιησον κατα το ρημα σου αλλα ποιησον εμοι εκειθεν εγκρυφιαν μικρον εν πρωτοις και εξοισεις μοι σαυτη δε και τοις τεκνοις σου ποιησεις επ' εσχατου13 Elias replicou: Não temas; volta e faze como disseste; mas prepara-me antes com isso um pãozinho, e traze-mo; depois prepararás o resto para ti e teu filho.
14 οτι ταδε λεγει κυριος η υδρια του αλευρου ουκ εκλειψει και ο καψακης του ελαιου ουκ ελαττονησει εως ημερας του δουναι κυριον τον υετον επι της γης14 Porque eis o que diz o Senhor, Deus de Israel: a farinha que está na panela não se acabará, e a ânfora de azeite não se esvaziará, até o dia em que o Senhor fizer chover sobre a face da terra.
15 και επορευθη η γυνη και εποιησεν και ησθιεν αυτη και αυτος και τα τεκνα αυτης15 A mulher foi e fez o que disse Elias. Durante muito tempo ela teve o que comer, e a sua casa, e Elias.
16 και η υδρια του αλευρου ουκ εξελιπεν και ο καψακης του ελαιου ουκ ελαττονωθη κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν εν χειρι ηλιου16 A farinha não se acabou na panela nem se esgotou o óleo da ânfora, como o Senhor o tinha dito pela boca de Elias.
17 και εγενετο μετα ταυτα και ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος της κυριας του οικου και ην η αρρωστια αυτου κραταια σφοδρα εως ου ουχ υπελειφθη εν αυτω πνευμα17 Algum tempo depois, o filho desta mulher, dona da casa, adoeceu, e seu mal era tão grave que já não respirava.
18 και ειπεν προς ηλιου τι εμοι και σοι ανθρωπε του θεου εισηλθες προς με του αναμνησαι τας αδικιας μου και θανατωσαι τον υιον μου18 A mulher disse a Elias: Que há entre nós dois, homem de Deus? Vieste, pois, à minha casa para lembrar-me os meus pecados e matar o meu filho?
19 και ειπεν ηλιου προς την γυναικα δος μοι τον υιον σου και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανηνεγκεν αυτον εις το υπερωον εν ω αυτος εκαθητο εκει και εκοιμισεν αυτον επι της κλινης αυτου19 Dá-me o teu filho, respondeu-lhe Elias. Ele tomou-o dos braços de sua mãe e levou-o ao quarto de cima onde dormia e deitou-o em seu leito.
20 και ανεβοησεν ηλιου και ειπεν οιμμοι κυριε ο μαρτυς της χηρας μεθ' ης εγω κατοικω μετ' αυτης συ κεκακωκας του θανατωσαι τον υιον αυτης20 Em seguida, orou ao Senhor, dizendo: Senhor, meu Deus, até a uma viúva, que me hospeda, quereis afligir, matando-lhe o filho?
21 και ενεφυσησεν τω παιδαριω τρις και επεκαλεσατο τον κυριον και ειπεν κυριε ο θεος μου επιστραφητω δη η ψυχη του παιδαριου τουτου εις αυτον21 Estendeu-se em seguida sobre o menino por três vezes, invocando de novo o Senhor: Senhor, meu Deus, rogo-vos que a alma deste menino volte a ele.
22 και εγενετο ουτως και ανεβοησεν το παιδαριον22 O Senhor ouviu a oração de Elias: a alma do menino voltou a ele, e ele recuperou a vida.
23 και κατηγαγεν αυτον απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτον τη μητρι αυτου και ειπεν ηλιου βλεπε ζη ο υιος σου23 Elias tomou o menino, desceu do quarto superior ao interior da casa e entregou-o à mãe, dizendo: Vê: teu filho vive.
24 και ειπεν η γυνη προς ηλιου ιδου εγνωκα οτι ανθρωπος θεου ει συ και ρημα κυριου εν στοματι σου αληθινον24 A mulher exclamou: Agora vejo que és um homem de Deus e que a palavra de Deus está verdadeiramente em teus lábios.