Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 16


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και δαυιδ παρηλθεν βραχυ τι απο της ροως και ιδου σιβα το παιδαριον μεμφιβοσθε εις απαντην αυτου και ζευγος ονων επισεσαγμενων και επ' αυτοις διακοσιοι αρτοι και εκατον σταφιδες και εκατον φοινικες και νεβελ οινου1 Amikor aztán Dávid egy kissé túljutott a hegy tetején, eléje került Szíba, Meribbaál legénye két szamárral, amelyet kétszáz kenyér, száz kötés aszú szőlő, száz csomó füge és egy tömlő bor terhelt.
2 και ειπεν ο βασιλευς προς σιβα τι ταυτα σοι και ειπεν σιβα τα υποζυγια τη οικια του βασιλεως του επικαθησθαι και οι αρτοι και οι φοινικες εις βρωσιν τοις παιδαριοις και ο οινος πιειν τοις εκλελυμενοις εν τη ερημω2 Azt mondta ekkor a király Szíbának: »Mire valók ezek?« Szíba erre azt felelte: »A szamarak a király háznépe számára, hogy rájuk üljenek, a kenyér és a füge legényeid számára, hogy megegyék, a bor pedig, hogy igyék, aki kimerül a pusztában.«
3 και ειπεν ο βασιλευς και που ο υιος του κυριου σου και ειπεν σιβα προς τον βασιλεα ιδου καθηται εν ιερουσαλημ οτι ειπεν σημερον επιστρεψουσιν μοι ο οικος ισραηλ την βασιλειαν του πατρος μου3 Azt mondta erre a király: »Hol van urad fia?« Szíba erre azt felelte a királynak: »Ő Jeruzsálemben maradt, mert azt mondja: ‘Ma adja vissza nekem Izrael háza apám királyságát.’«
4 και ειπεν ο βασιλευς τω σιβα ιδου σοι παντα οσα εστιν τω μεμφιβοσθε και ειπεν σιβα προσκυνησας ευροιμι χαριν εν οφθαλμοις σου κυριε μου βασιλευ4 Ekkor a király azt mondta Szíbának: »Legyen a tied mindaz, ami eddig Meribbaálé volt.« Szíba erre így szólt: »Kérlek, hadd találjak kegyelmet előtted, uram király!«
5 και ηλθεν ο βασιλευς δαυιδ εως βαουριμ και ιδου εκειθεν ανηρ εξεπορευετο εκ συγγενειας οικου σαουλ και ονομα αυτω σεμει υιος γηρα εξηλθεν εκπορευομενος και καταρωμενος5 Amikor aztán Dávid király Bahurimig jutott, íme, kijött onnan egy ember, aki Saul házának nemzetségéből való volt, név szerint Szemei, Gera fia, s amint kijött, jártában egyre átkozta,
6 και λιθαζων εν λιθοις τον δαυιδ και παντας τους παιδας του βασιλεως δαυιδ και πας ο λαος ην και παντες οι δυνατοι εκ δεξιων και εξ ευωνυμων του βασιλεως6 s kövekkel hajigálta Dávidot s Dávid király minden szolgáját, pedig az egész nép és valamennyi harcos ott haladt a király jobbján és balján.
7 και ουτως ελεγεν σεμει εν τω καταρασθαι αυτον εξελθε εξελθε ανηρ αιματων και ανηρ ο παρανομος7 Így szólt Szemei, amikor a királyt átkozta: »Eredj, eredj te vérszopó ember, Béliál fia!
8 επεστρεψεν επι σε κυριος παντα τα αιματα του οικου σαουλ οτι εβασιλευσας αντ' αυτου και εδωκεν κυριος την βασιλειαν εν χειρι αβεσσαλωμ του υιου σου και ιδου συ εν τη κακια σου οτι ανηρ αιματων συ8 Megtorolta rajtad az Úr Saul házának minden vérét, hogy elfoglaltad királyságát és Absalomnak, a fiadnak a kezébe adta az Úr a királyságot, s téged, íme, szorongatnak bajaid, mert vérszopó ember vagy.«
9 και ειπεν αβεσσα υιος σαρουιας προς τον βασιλεα ινα τι καταραται ο κυων ο τεθνηκως ουτος τον κυριον μου τον βασιλεα διαβησομαι δη και αφελω την κεφαλην αυτου9 Azt mondta ekkor Abizáj, Száruja fia a királynak: »Mit átkozza ez a holt eb uramat, a királyt? Elmegyek, s fejét veszem.«
10 και ειπεν ο βασιλευς τι εμοι και υμιν υιοι σαρουιας αφετε αυτον και ουτως καταρασθω οτι κυριος ειπεν αυτω καταρασθαι τον δαυιδ και τις ερει ως τι εποιησας ουτως10 Ám a király azt mondta: »Mi közöm hozzátok, Száruja fiai? Hagyjátok, hadd átkozzon, hiszen az Úr parancsolta neki, hogy átkozza Dávidot, s azért ki merné kérdezni, hogy ‘miért cselekszik így.’«
11 και ειπεν δαυιδ προς αβεσσα και προς παντας τους παιδας αυτου ιδου ο υιος μου ο εξελθων εκ της κοιλιας μου ζητει την ψυχην μου και προσετι νυν ο υιος του ιεμινι αφετε αυτον καταρασθαι οτι ειπεν αυτω κυριος11 Majd azt mondta a király Abizájnak s minden szolgájának: »Íme, saját fiam, aki az én ágyékomból származott, tör életemre: mennyivel inkább tehát Jemini fia? Hagyjátok, hadd átkozzon az Úr parancsa szerint,
12 ει πως ιδοι κυριος εν τη ταπεινωσει μου και επιστρεψει μοι αγαθα αντι της καταρας αυτου τη ημερα ταυτη12 hátha megtekinti az Úr nyomorúságomat, s jóval fizet nekem az Úr e mai átokért.«
13 και επορευθη δαυιδ και οι ανδρες αυτου εν τη οδω και σεμει επορευετο εκ πλευρας του ορους εχομενα αυτου πορευομενος και καταρωμενος και λιθαζων εν λιθοις εκ πλαγιων αυτου και τω χοι πασσων13 Tovább ment tehát Dávid, s vele társai az úton, Szemei pedig a hegygerinc oldalán, vele szemben haladt, s közben átkozódott, köveket hajigált és földet hányt feléje.
14 και ηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος αυτου εκλελυμενοι και ανεψυξαν εκει14 Így érkezett meg a király, és vele az egész nép, fáradtan, s ott megpihentek.
15 και αβεσσαλωμ και πας ανηρ ισραηλ εισηλθον εις ιερουσαλημ και αχιτοφελ μετ' αυτου15 Közben Absalom és egész népe bevonult Jeruzsálembe és Ahitófel is vele.
16 και εγενηθη ηνικα ηλθεν χουσι ο αρχι εταιρος δαυιδ προς αβεσσαλωμ και ειπεν χουσι προς αβεσσαλωμ ζητω ο βασιλευς16 Amikor aztán az aráki Húszáj, Dávid barátja bement Absalomhoz, így szólt hozzá: »Üdvözlégy király, üdvözlégy király!«
17 και ειπεν αβεσσαλωμ προς χουσι τουτο το ελεος σου μετα του εταιρου σου ινα τι ουκ απηλθες μετα του εταιρου σου17 Absalom erre megkérdezte tőle: »Hát ez a szereteted barátod iránt? Miért nem mentél el barátoddal?«
18 και ειπεν χουσι προς αβεσσαλωμ ουχι αλλα κατοπισθεν ου εξελεξατο κυριος και ο λαος ουτος και πας ανηρ ισραηλ αυτω εσομαι και μετ' αυτου καθησομαι18 Húszáj erre azt felelte Absalomnak: »Hogyne! Én azé leszek, akit az Úr, s ez az egész nép és egész Izrael választott, s azzal maradok.
19 και το δευτερον τινι εγω δουλευσω ουχι ενωπιον του υιου αυτου καθαπερ εδουλευσα ενωπιον του πατρος σου ουτως εσομαι ενωπιον σου19 De meg hogy erről is beszéljek, hát kinek fogok szolgálni? Nem a király fiának-e? Amint apádnak engedelmeskedtem, úgy fogok engedelmeskedni neked is.«
20 και ειπεν αβεσσαλωμ προς αχιτοφελ φερετε εαυτοις βουλην τι ποιησωμεν20 Azt mondta aztán Absalom Ahitófelnek: »Tartsatok tanácsot, mit cselekedjünk.«
21 και ειπεν αχιτοφελ προς αβεσσαλωμ εισελθε προς τας παλλακας του πατρος σου ας κατελιπεν φυλασσειν τον οικον αυτου και ακουσεται πας ισραηλ οτι κατησχυνας τον πατερα σου και ενισχυσουσιν αι χειρες παντων των μετα σου21 Azt mondta erre Ahitófel Absalomnak: »Menj be apád mellékfeleségeihez, akiket itt hagyott a ház őrzésére, hogy ha meghallja egész Izrael, hogy meggyaláztad apádat, megerősödjék melletted keze.«
22 και επηξαν την σκηνην τω αβεσσαλωμ επι το δωμα και εισηλθεν αβεσσαλωμ προς τας παλλακας του πατρος αυτου κατ' οφθαλμους παντος ισραηλ22 Sátrat ütöttek tehát Absalomnak a tetőn, s ő bement apja mellékfeleségeihez egész Izrael láttára.
23 και η βουλη αχιτοφελ ην εβουλευσατο εν ταις ημεραις ταις πρωταις ον τροπον επερωτηση εν λογω του θεου ουτως πασα η βουλη του αχιτοφελ και γε τω δαυιδ και γε τω αβεσσαλωμ23 Ahitófel tanácsát ugyanis, amelyet azokban a napokban adott, annyira becsülték, mintha Istentől kértek volna tanácsot. Így becsülték Ahitófel minden tanácsát, akkor is, amikor Dáviddal tartott, akkor is, amikor Absalommal volt.