Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 10


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 και εγενετο μετα ταυτα και απεθανεν βασιλευς υιων αμμων και εβασιλευσεν αννων υιος αυτου αντ' αυτου1 Dopo questo intervenne che morio il re dei figliuoli di Ammon, e regnò Anon suo figliuolo per lui.
2 και ειπεν δαυιδ ποιησω ελεος μετα αννων υιου ναας ον τροπον εποιησεν ο πατηρ αυτου μετ' εμου ελεος και απεστειλεν δαυιδ παρακαλεσαι αυτον εν χειρι των δουλων αυτου περι του πατρος αυτου και παρεγενοντο οι παιδες δαυιδ εις την γην υιων αμμων2 E disse David: io farò misericordia con esso Anon figliuolo di Naas, sì come il padre suo fece misericordia con esso meco. Onde mandò David i servi suoi, consolando sopra la morte del padre suo. E venuti i servi di David nella terra de' figliuoli di Ammon,
3 και ειπον οι αρχοντες υιων αμμων προς αννων τον κυριον αυτων μη παρα το δοξαζειν δαυιδ τον πατερα σου ενωπιον σου οτι απεστειλεν σοι παρακαλουντας αλλ' ουχι οπως ερευνησωσιν την πολιν και κατασκοπησωσιν αυτην και του κατασκεψασθαι αυτην απεστειλεν δαυιδ τους παιδας αυτου προς σε3 dissero i principi de' figliuoli di Ammon al loro signore Anon: credi tu, che per onore del tuo padre abbia mandati David consolatori? e non maggiormente per ispiare di te e della tua città, e per disfarla?
4 και ελαβεν αννων τους παιδας δαυιδ και εξυρησεν τους πωγωνας αυτων και απεκοψεν τους μανδυας αυτων εν τω ημισει εως των ισχιων αυτων και εξαπεστειλεν αυτους4 E però prese Anon i servi di David, e rase loro la metà della barba, e tagliò la metà del vestimento loro insino alle natiche, e lasciolli andare.
5 και ανηγγειλαν τω δαυιδ υπερ των ανδρων και απεστειλεν εις απαντην αυτων οτι ησαν οι ανδρες ητιμασμενοι σφοδρα και ειπεν ο βασιλευς καθισατε εν ιεριχω εως του ανατειλαι τους πωγωνας υμων και επιστραφησεσθε5 La quale cosa significata a David, mandò loro incontro, però che quelli uomini erano molto confusi; e comandò loro David dicendo; istate in Ierico, tanto che crescano le vostre barbe, e allora tornerete.
6 και ειδαν οι υιοι αμμων οτι κατησχυνθησαν ο λαος δαυιδ και απεστειλαν οι υιοι αμμων και εμισθωσαντο την συριαν βαιθροωβ εικοσι χιλιαδας πεζων και τον βασιλεα μααχα χιλιους ανδρας και ιστωβ δωδεκα χιλιαδας ανδρων6 Or veggendo li figliuoli di Ammon, che aveano fatto a David ingiuria, mandarono e menarono al soldo il Siro di Roob e il Siro di Soba, XX [milia] di pedoni, e dal re di Maaca mille uomini, e di Istob dodici milia uomini.
7 και ηκουσεν δαυιδ και απεστειλεν τον ιωαβ και πασαν την δυναμιν τους δυνατους7 La qual cosa udita, David mandò Ioab e tutto lo esercito de' combattitori.
8 και εξηλθαν οι υιοι αμμων και παρεταξαντο πολεμον παρα τη θυρα της πυλης και συρια σουβα και ροωβ και ιστωβ και μααχα μονοι εν αγρω8 E uscirono i figliuoli di Ammon, e dirizzarono le schiere verso l'entrata della porta; ma il Siro dì Soba e di Roob e Istob e Maaca erano nel campo da parte.
9 και ειδεν ιωαβ οτι εγενηθη προς αυτον αντιπροσωπον του πολεμου εκ του κατα προσωπον εξ εναντιας και εκ του οπισθεν και επελεξεν εκ παντων των νεανισκων ισραηλ και παρεταξαντο εξ εναντιας συριας9 Or veggendo Ioab, che era apparecchiata la battaglia contra sè dirietro e dinanzi, elesse di tutti gli eletti d' Israel, e ordinò la battaglia contro il Siro.
10 και το καταλοιπον του λαου εδωκεν εν χειρι αβεσσα του αδελφου αυτου και παρεταξαντο εξ εναντιας υιων αμμων10 L'altra parte del campo diede ad Abisai suo fratello, il quale dirizzò la battaglia contro ai figliuoli di Ammon.
11 και ειπεν εαν κραταιωθη συρια υπερ εμε και εσεσθε μοι εις σωτηριαν και εαν υιοι αμμων κραταιωθωσιν υπερ σε και εσομεθα του σωσαι σε11 E Ioab disse: se gli Siri mi soperchiassero, aiutera'mi; e se i figliuoli di Ammon soperchiassero te, io aiuterò te.
12 ανδριζου και κραταιωθωμεν υπερ του λαου ημων και περι των πολεων του θεου ημων και κυριος ποιησει το αγαθον εν οφθαλμοις αυτου12 Fa che tu sii forte uomo, e combattiamo per lo nostro popolo e per la città del nostro Iddio; Iddio farà quello che gli parrà bene nel suo cospetto.
13 και προσηλθεν ιωαβ και ο λαος αυτου μετ' αυτου εις πολεμον προς συριαν και εφυγαν απο προσωπου αυτου13 E loab, e il popolo ch' era con lui, cominciarono la battaglia contro ai Siri; li quali incontanente fuggirono dal suo cospetto.
14 και οι υιοι αμμων ειδαν οτι εφυγεν συρια και εφυγαν απο προσωπου αβεσσα και εισηλθαν εις την πολιν και ανεστρεψεν ιωαβ απο των υιων αμμων και παρεγενοντο εις ιερουσαλημ14 E i figliuoli di Ammon veggendo che i Siri erano fuggiti, an ch' egli fuggirono dal cospetto di Abisai, e rientrarono nella città. E Ioab ritornò dai figliuoli di Ammon, e vennesi in Ierusalem.
15 και ειδεν συρια οτι επταισεν εμπροσθεν ισραηλ και συνηχθησαν επι το αυτο15 E veggendo (i figliuoli di Ammon che) i Siri (erano isbigottiti, e) che loro erano caduti nel cospetto de' figliuoli d' Israel, raunaronsi tutti insieme.
16 και απεστειλεν αδρααζαρ και συνηγαγεν την συριαν την εκ του περαν του ποταμου χαλαμακ και παρεγενοντο αιλαμ και σωβακ αρχων της δυναμεως αδρααζαρ εμπροσθεν αυτων16 E mandò Adarezer, e condusse i Siri che erano oltre al fiume, ed ebbe il loro esercito; e Sobac, maestro della milizia di Adarezer, era loro principe.
17 και ανηγγελη τω δαυιδ και συνηγαγεν τον παντα ισραηλ και διεβη τον ιορδανην και παρεγενοντο εις αιλαμ και παρεταξατο συρια απεναντι δαυιδ και επολεμησαν μετ' αυτου17 La quale cosa significata a David, ebbe tutto Israel, e passò il Giordano, e venne in Elam. E i Siri dirizzarono la schiera rincontro a David, e combatterono contro a lui.
18 και εφυγεν συρια απο προσωπου ισραηλ και ανειλεν δαυιδ εκ της συριας επτακοσια αρματα και τεσσαρακοντα χιλιαδας ιππεων και τον σωβακ τον αρχοντα της δυναμεως αυτου επαταξεν και απεθανεν εκει18 E fuggirono i Siri dal cospetto d' Israel; e uccise David delli Siri settecento carra e XL milia di cavalieri; e ferio Sobac principe della millzia, il quale incontanente morì.
19 και ειδαν παντες οι βασιλεις οι δουλοι αδρααζαρ οτι επταισαν εμπροσθεν ισραηλ και ηυτομολησαν μετα ισραηλ και εδουλευσαν αυτοις και εφοβηθη συρια του σωσαι ετι τους υιους αμμων19 E veggendo tutti li altri re, li quali erano in adiutorio ad Adarezer, ch' erano vinti da Israel, temettero forte; e fuggirono LVIII milia innanzi ad Israel. E feceno pace con esso Israel, e servirono loro; e temettero i Siri di dare adiutorio ai figliuoli di Ammon.