Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο μετα το αποθανειν σαουλ και δαυιδ ανεστρεψεν τυπτων τον αμαληκ και εκαθισεν δαυιδ εν σεκελακ ημερας δυο1 Miután Saul meghalt, Dávid pedig az amalekiták megverése után visszatért, és már két napot Szikelegben töltött, történt, hogy
2 και εγενηθη τη ημερα τη τριτη και ιδου ανηρ ηλθεν εκ της παρεμβολης εκ του λαου σαουλ και τα ιματια αυτου διερρωγοτα και γη επι της κεφαλης αυτου και εγενετο εν τω εισελθειν αυτον προς δαυιδ και επεσεν επι την γην και προσεκυνησεν αυτω2 a harmadik napon megszaggatott ruhában és porral behintett fővel megjelent egy ember, aki Saul táborából jött. Amikor Dávidhoz ért, meghajtotta magát, és arcra borult.
3 και ειπεν αυτω δαυιδ ποθεν συ παραγινη και ειπεν προς αυτον εκ της παρεμβολης ισραηλ εγω διασεσωσμαι3 Dávid megkérdezte tőle: »Honnan jössz?« Az ember azt felelte: »Izrael táborából menekültem.«
4 και ειπεν αυτω δαυιδ τις ο λογος ουτος απαγγειλον μοι και ειπεν οτι εφυγεν ο λαος εκ του πολεμου και πεπτωκασι πολλοι εκ του λαου και απεθανον και απεθανεν και σαουλ και ιωναθαν ο υιος αυτου απεθανεν4 Dávid tovább kérdezte: »Mi történt hát? Mondd el nekem!« Az ember azt válaszolta: »Megfutamodott a nép a harcban, és sokan elestek és meghaltak a népből, sőt maga Saul és Jonatán, a fia is meghalt!«
5 και ειπεν δαυιδ τω παιδαριω τω απαγγελλοντι αυτω πως οιδας οτι τεθνηκεν σαουλ και ιωναθαν ο υιος αυτου5 Dávid erre ismét megkérdezte az ifjút, aki ezt a hírt hozta neki: »Honnan tudod, hogy meghalt Saul és Jonatán, a fia?«
6 και ειπεν το παιδαριον το απαγγελλον αυτω περιπτωματι περιεπεσον εν τω ορει τω γελβουε και ιδου σαουλ επεστηρικτο επι το δορυ αυτου και ιδου τα αρματα και οι ιππαρχαι συνηψαν αυτω6 Az ifjú, aki a hírt hozta neki, azt felelte: »Gilboa hegyére tévedtem, amikor Saul a dárdájára támaszkodva állt, s a harci szekerek és a lovasok már közeledtek hozzá.
7 και επεβλεψεν επι τα οπισω αυτου και ειδεν με και εκαλεσεν με και ειπα ιδου εγω7 Ekkor hátrafordult, meglátott és odahívott. Amikor azt feleltem neki: Itt vagyok,
8 και ειπεν μοι τις ει συ και ειπα αμαληκιτης εγω ειμι8 megkérdezte tőlem: ‘Ki vagy te?’ Azt mondtam neki: Amalekita vagyok.
9 και ειπεν προς με στηθι δη επανω μου και θανατωσον με οτι κατεσχεν με σκοτος δεινον οτι πασα η ψυχη μου εν εμοι9 Erre ő így szólt hozzám: ‘Állj fölém, és ölj meg, mert nagyon szenvedek, de életerőm még teljesen bennem van.’
10 και επεστην επ' αυτον και εθανατωσα αυτον οτι ηδειν οτι ου ζησεται μετα το πεσειν αυτον και ελαβον το βασιλειον το επι την κεφαλην αυτου και τον χλιδωνα τον επι του βραχιονος αυτου και ενηνοχα αυτα τω κυριω μου ωδε10 Föléje is álltam és megöltem, mert tudtam, hogy nem éli túl a bukását. Aztán levettem a koronát a fejéről, az aranykarikát a karjáról, és elhoztam ide, hozzád, uramhoz.«
11 και εκρατησεν δαυιδ των ιματιων αυτου και διερρηξεν αυτα και παντες οι ανδρες οι μετ' αυτου διερρηξαν τα ιματια αυτων11 Erre Dávid, és mindazok az emberek, akik vele voltak, megragadták és megszaggatták ruháikat.
12 και εκοψαντο και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως δειλης επι σαουλ και επι ιωναθαν τον υιον αυτου και επι τον λαον ιουδα και επι τον οικον ισραηλ οτι επληγησαν εν ρομφαια12 Napestig jajveszékeltek, sírtak és böjtöltek Saul és a fia, Jonatán, valamint az Úr népe és Izrael háza miatt, hogy a kard által elestek.
13 και ειπεν δαυιδ τω παιδαριω τω απαγγελλοντι αυτω ποθεν ει συ και ειπεν υιος ανδρος παροικου αμαληκιτου εγω ειμι13 Dávid ezután megkérdezte az ifjútól, aki a hírt hozta neki: »Honnan való vagy?« Az ezt felelte: »Egy jövevény amalekita embernek vagyok a fia.«
14 και ειπεν αυτω δαυιδ πως ουκ εφοβηθης επενεγκειν χειρα σου διαφθειραι τον χριστον κυριου14 Dávid erre így szólt: »Hát nem féltél kinyújtani kezedet, hogy megöld az Úr felkentjét?«
15 και εκαλεσεν δαυιδ εν των παιδαριων αυτου και ειπεν προσελθων απαντησον αυτω και επαταξεν αυτον και απεθανεν15 Azzal Dávid odahívta egyik legényét, és azt mondta: »Gyere, támadj rá!« Az halálra is sújtotta.
16 και ειπεν δαυιδ προς αυτον το αιμα σου επι την κεφαλην σου οτι το στομα σου απεκριθη κατα σου λεγων οτι εγω εθανατωσα τον χριστον κυριου16 Azután így szólt Dávid: »A te fejedet terhelje a véred, hiszen saját szád vallott ellened, amikor azt mondtad: ‘Én öltem meg az Úr felkentjét.’«
17 και εθρηνησεν δαυιδ τον θρηνον τουτον επι σαουλ και επι ιωναθαν τον υιον αυτου17 Akkor Dávid rázendített Saul és Jonatán, a fia miatt erre a gyászdalra,
18 και ειπεν του διδαξαι τους υιους ιουδα ιδου γεγραπται επι βιβλιου του ευθους18 és meghagyta, hogy tanítsák meg Júda fiait erre az Íjászdalra, amint meg van írva az Igazak könyvében. Így szólt: »Emlékezzél meg Izrael azokról, akik meghaltak halmaidon sebükben.
19 στηλωσον ισραηλ υπερ των τεθνηκοτων επι τα υψη σου τραυματιων πως επεσαν δυνατοι19 Izrael, megölték a dicsőket hegyeiden! Miként estek el a hősök!
20 μη αναγγειλητε εν γεθ και μη ευαγγελισησθε εν ταις εξοδοις ασκαλωνος μηποτε ευφρανθωσιν θυγατερες αλλοφυλων μηποτε αγαλλιασωνται θυγατερες των απεριτμητων20 Ne hirdessétek Gátban, ne hirdessétek Askalon utcáin, hogy ne örüljenek a filiszteusok lányai, ne ujjongjanak a körülmetéletlenek lányai.
21 ορη τα εν γελβουε μη καταβη δροσος και μη υετος εφ' υμας και αγροι απαρχων οτι εκει προσωχθισθη θυρεος δυνατων θυρεος σαουλ ουκ εχρισθη εν ελαιω21 Gilboa hegyei! Se harmat, se eső ne hulljon rátok, ne hozzanak rajtatok zsengéket a földek, mert ott érte gyalázat a hősök pajzsát, Saul pajzsát, mintha fel sem kenték volna olajjal.
22 αφ' αιματος τραυματιων απο στεατος δυνατων τοξον ιωναθαν ουκ απεστραφη κενον εις τα οπισω και ρομφαια σαουλ ουκ ανεκαμψεν κενη22 Megöltek vére nélkül, hősök zsírja nélkül, Jonatán íja sohasem tért vissza, Saul kardja sem jött vissza eredménytelenül.
23 σαουλ και ιωναθαν οι ηγαπημενοι και ωραιοι ου διακεχωρισμενοι ευπρεπεις εν τη ζωη αυτων και εν τω θανατω αυτων ου διεχωρισθησαν υπερ αετους κουφοι και υπερ λεοντας εκραταιωθησαν23 Saul és Jonatán, akik életükben úgy szerették, becsülték egymást, holtukban sem váltak el egymástól. Sasoknál gyorsabbak, oroszlánoknál vitézebbek voltak!
24 θυγατερες ισραηλ επι σαουλ κλαυσατε τον ενδιδυσκοντα υμας κοκκινα μετα κοσμου υμων τον αναφεροντα κοσμον χρυσουν επι τα ενδυματα υμων24 Izrael lányai, sirassátok Sault, aki bíborral titeket gyönyörűn ruházott és ruhátokra arany ékszereket rakott.
25 πως επεσαν δυνατοι εν μεσω του πολεμου ιωναθαν επι τα υψη σου τραυματιας25 Mint estek el a hősök a harcban! Jonatánt megölték halmaidon!
26 αλγω επι σοι αδελφε μου ιωναθαν ωραιωθης μοι σφοδρα εθαυμαστωθη η αγαπησις σου εμοι υπερ αγαπησιν γυναικων26 Fájlallak, testvérem, Jonatán, oly kedves voltál nekem, szeretetem nagyobb volt irántad, mint szerelmem feleségeim iránt. Mint az anya szereti egyetlen fiát, úgy szerettelek én téged.
27 πως επεσαν δυνατοι και απωλοντο σκευη πολεμικα27 Mint estek el a hősök, és vesztek el a harci fegyverek!«