Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 31


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ηκουσεν δε ιακωβ τα ρηματα των υιων λαβαν λεγοντων ειληφεν ιακωβ παντα τα του πατρος ημων και εκ των του πατρος ημων πεποιηκεν πασαν την δοξαν ταυτην1 Lábán azonban meghallotta fiai beszédét, akik azt mondták: »Elvett Jákob mindent, ami az apánké volt, az apánk vagyonából lett gazdag.«.
2 και ειδεν ιακωβ το προσωπον του λαβαν και ιδου ουκ ην προς αυτον ως εχθες και τριτην ημεραν2 Jákob azt is észrevette Lábán arcán, hogy nem olyan már hozzá, mint előző nap és azelőtt.
3 ειπεν δε κυριος προς ιακωβ αποστρεφου εις την γην του πατρος σου και εις την γενεαν σου και εσομαι μετα σου3 Az Úr ekkor azt mondta Jákobnak: »Térj vissza atyáid földjére, a nemzetségedhez, és én veled leszek!«
4 αποστειλας δε ιακωβ εκαλεσεν ραχηλ και λειαν εις το πεδιον ου τα ποιμνια4 Ekkor elküldött Jákob, és kihívatta Ráchelt és Leát a mezőre, ahol nyájait legeltette.
5 και ειπεν αυταις ορω εγω το προσωπον του πατρος υμων οτι ουκ εστιν προς εμου ως εχθες και τριτην ημεραν ο δε θεος του πατρος μου ην μετ' εμου5 Így szólt hozzájuk: »Látom atyátok arcán, hogy nem olyan már hozzám, mint tegnap és tegnapelőtt. Pedig atyám Istene velem volt,
6 και αυται δε οιδατε οτι εν παση τη ισχυι μου δεδουλευκα τω πατρι υμων6 és ti magatok is tudjátok, hogy minden erőmmel szolgáltam atyátoknak.
7 ο δε πατηρ υμων παρεκρουσατο με και ηλλαξεν τον μισθον μου των δεκα αμνων και ουκ εδωκεν αυτω ο θεος κακοποιησαι με7 Atyátok azonban megcsalt engem, és tízszer változtatta meg a bérem, Isten mégsem engedte meg neki, hogy árthasson nekem.
8 εαν ουτως ειπη τα ποικιλα εσται σου μισθος και τεξεται παντα τα προβατα ποικιλα εαν δε ειπη τα λευκα εσται σου μισθος και τεξεται παντα τα προβατα λευκα8 Amikor azt mondta: ‘A pettyesek legyenek a béred’ – minden juh pettyes bárányt ellett, ha viszont azt mondta: ‘Ami csíkos, azt kapod bérül’ – minden nyájban csíkosak születtek.
9 και αφειλατο ο θεος παντα τα κτηνη του πατρος υμων και εδωκεν μοι αυτα9 Elvette ugyanis Isten atyátok jószágát, és ideadta nekem.
10 και εγενετο ηνικα ενεκισσων τα προβατα και ειδον τοις οφθαλμοις αυτα εν τω υπνω και ιδου οι τραγοι και οι κριοι αναβαινοντες ησαν επι τα προβατα και τας αιγας διαλευκοι και ποικιλοι και σποδοειδεις ραντοι10 Amikor ugyanis a juhok foganásának ideje elérkezett, felemeltem szememet, és azt láttam álmomban, hogy a hímek, amelyek a nőstényekkel párosodnak, tarkák, foltosak és különféle színűek.
11 και ειπεν μοι ο αγγελος του θεου καθ' υπνον ιακωβ εγω δε ειπα τι εστιν11 Isten angyala aztán azt mondta nekem álmomban: ‘Jákob!’ Én azt feleltem: Itt vagyok!
12 και ειπεν αναβλεψον τοις οφθαλμοις σου και ιδε τους τραγους και τους κριους αναβαινοντας επι τα προβατα και τας αιγας διαλευκους και ποικιλους και σποδοειδεις ραντους εωρακα γαρ οσα σοι λαβαν ποιει12 Ő azt mondta: ‘Emeld fel szemedet, és lásd, hogy a hímek, amelyek a nőstényekkel párosodnak, mind tarkák, foltosak és pettyesek. Láttam ugyanis mindent, amit Lábán veled cselekedett.
13 εγω ειμι ο θεος ο οφθεις σοι εν τοπω θεου ου ηλειψας μοι εκει στηλην και ηυξω μοι εκει ευχην νυν ουν αναστηθι και εξελθε εκ της γης ταυτης και απελθε εις την γην της γενεσεως σου και εσομαι μετα σου13 Én vagyok annak a Bételnek az Istene, ahol felkented a követ, és esküt tettél nekem. Most tehát kelj fel, menj ki erről a földről, és térj vissza szülőföldedre!’«
14 και αποκριθεισα ραχηλ και λεια ειπαν αυτω μη εστιν ημιν ετι μερις η κληρονομια εν τω οικω του πατρος ημων14 Erre Ráchel és Lea azt felelték: »Van-e még valami részünk atyánk házának javaiban, és örökségében?
15 ουχ ως αι αλλοτριαι λελογισμεθα αυτω πεπρακεν γαρ ημας και κατεφαγεν καταβρωσει το αργυριον ημων15 Nem tekintett minket idegeneknek, eladott, és elfogyasztotta vételárunkat?
16 παντα τον πλουτον και την δοξαν ην αφειλατο ο θεος του πατρος ημων ημιν εσται και τοις τεκνοις ημων νυν ουν οσα ειρηκεν σοι ο θεος ποιει16 Isten azonban elvette atyánk örökségét, és ideadta nekünk és fiainknak. Tedd meg tehát mindazt, amit Isten parancsolt neked!«
17 αναστας δε ιακωβ ελαβεν τας γυναικας αυτου και τα παιδια αυτου επι τας καμηλους17 Felkelt erre Jákob, tevékre tette gyermekeit és feleségeit, és elindult.
18 και απηγαγεν παντα τα υπαρχοντα αυτου και πασαν την αποσκευην αυτου ην περιεποιησατο εν τη μεσοποταμια και παντα τα αυτου απελθειν προς ισαακ τον πατερα αυτου εις γην χανααν18 Elvitte minden vagyonát is, a nyájait is, és mindenét, amit Paddan-Arámban szerzett, és apjához, Izsákhoz igyekezett, Kánaán földjére.
19 λαβαν δε ωχετο κειραι τα προβατα αυτου εκλεψεν δε ραχηλ τα ειδωλα του πατρος αυτης19 Abban az időben Lábán elment juhokat nyírni. Ezalatt Ráchel ellopta apja bálványait,
20 εκρυψεν δε ιακωβ λαβαν τον συρον του μη αναγγειλαι αυτω οτι αποδιδρασκει20 Jákob pedig eltitkolta apósa előtt, hogy szökni akar.
21 και απεδρα αυτος και παντα τα αυτου και διεβη τον ποταμον και ωρμησεν εις το ορος γαλααδ21 Miután Jákob, és mindene, amije volt, elmenekült, átkelt a folyóvízen, és Gileád hegye felé tartott,
22 ανηγγελη δε λαβαν τω συρω τη τριτη ημερα οτι απεδρα ιακωβ22 harmadnapra hírül vitték Lábánnak, hogy Jákob megszökött.
23 και παραλαβων παντας τους αδελφους αυτου μεθ' εαυτου εδιωξεν οπισω αυτου οδον ημερων επτα και κατελαβεν αυτον εν τω ορει τω γαλααδ23 Erre az maga mellé vette testvéreit, hét napig üldözte őt, és Gileád hegyén utol is érte.
24 ηλθεν δε ο θεος προς λαβαν τον συρον καθ' υπνον την νυκτα και ειπεν αυτω φυλαξαι σεαυτον μηποτε λαλησης μετα ιακωβ πονηρα24 Isten azonban eljött az arám Lábánhoz éjszaka álmában, és ezt mondta neki: »Vigyázz, ne szólj Jákobnak se jót, se rosszat!«
25 και κατελαβεν λαβαν τον ιακωβ ιακωβ δε επηξεν την σκηνην αυτου εν τω ορει λαβαν δε εστησεν τους αδελφους αυτου εν τω ορει γαλααδ25 Addigra Jákob a hegyen felütötte már a sátrát. Amikor Lábán a testvéreivel utolérte, ugyancsak Gileád hegyén ütötte fel sátrát.
26 ειπεν δε λαβαν τω ιακωβ τι εποιησας ινα τι κρυφη απεδρας και εκλοποφορησας με και απηγαγες τας θυγατερας μου ως αιχμαλωτιδας μαχαιρα26 Majd azt mondta Jákobnak: »Miért tetted ezt, miért csaptál be engem, hogy titokban hurcoltad el lányaimat, mint karddal szerzett rabokat?
27 και ει ανηγγειλας μοι εξαπεστειλα αν σε μετ' ευφροσυνης και μετα μουσικων τυμπανων και κιθαρας27 Miért titokban szöktél meg és csaptál be engem? Miért nem mondtad meg nekem, és elkísérhettelek volna örömmel és énekkel, dobokkal és lantokkal?
28 ουκ ηξιωθην καταφιλησαι τα παιδια μου και τας θυγατερας μου νυν δε αφρονως επραξας28 Nem engedted, hogy megcsókoljam fiaimat és lányaimat! Balgán cselekedtél! Most ugyan
29 και νυν ισχυει η χειρ μου κακοποιησαι σε ο δε θεος του πατρος σου εχθες ειπεν προς με λεγων φυλαξαι σεαυτον μηποτε λαλησης μετα ιακωβ πονηρα29 megtehetné a kezem, hogy rosszal fizessek neked, de atyátok Istene tegnap azt mondta nekem: ‘Vigyázz, ne szólj Jákobnak se jót, se rosszat!’
30 νυν ουν πεπορευσαι επιθυμια γαρ επεθυμησας απελθειν εις τον οικον του πατρος σου ινα τι εκλεψας τους θεους μου30 Ám legyen, el akartál menni a tieidhez, s vágyakoztál atyád házába. De az isteneimet miért loptad el?«
31 αποκριθεις δε ιακωβ ειπεν τω λαβαν ειπα γαρ μηποτε αφελης τας θυγατερας σου απ' εμου και παντα τα εμα31 Jákob így felelt: »Tudtod nélkül azért jöttem el, mert féltem, hogy erőszakkal elveszed tőlem lányaidat.
32 επιγνωθι τι εστιν των σων παρ' εμοι και λαβε και ουκ επεγνω παρ' αυτω ουθεν και ειπεν αυτω ιακωβ παρ' ω εαν ευρης τους θεους σου ου ζησεται εναντιον των αδελφων ημων ουκ ηδει δε ιακωβ οτι ραχηλ η γυνη αυτου εκλεψεν αυτους32 Akinél megtalálod az isteneidet, az ne maradjon életben! Testvéreink előtt keresd meg, amit nálam a te holmidból találsz, s vidd el!« Ezt mondta, mert nem tudta, hogy Ráchel ellopta a bálványokat.
33 εισελθων δε λαβαν ηρευνησεν εις τον οικον λειας και ουχ ευρεν και εξελθων εκ του οικου λειας ηρευνησεν τον οικον ιακωβ και εν τω οικω των δυο παιδισκων και ουχ ευρεν εισηλθεν δε και εις τον οικον ραχηλ33 Bement tehát Lábán Jákobnak, Leának és mindkét szolgálónak a sátrába, de semmit sem talált. Amikor Lea kijött a sátrából, és bement Ráchel sátrába,
34 ραχηλ δε ελαβεν τα ειδωλα και ενεβαλεν αυτα εις τα σαγματα της καμηλου και επεκαθισεν αυτοις34 az gyorsan elrejtette a bálványokat a tevenyereg aljába, és ráült. Amikor Lábán átkutatta az egész sátort, és semmit sem talált,
35 και ειπεν τω πατρι αυτης μη βαρεως φερε κυριε ου δυναμαι αναστηναι ενωπιον σου οτι το κατ' εθισμον των γυναικων μοι εστιν ηρευνησεν δε λαβαν εν ολω τω οικω και ουχ ευρεν τα ειδωλα35 ő azt mondta neki: »Ne haragudj, uram, hogy fel nem kelhetek előtted, de éppen most jött rám az, ami az asszonyokra jönni szokott!« Kutatta tehát, de nem találta a bálványokat.
36 ωργισθη δε ιακωβ και εμαχεσατο τω λαβαν αποκριθεις δε ιακωβ ειπεν τω λαβαν τι το αδικημα μου και τι το αμαρτημα μου οτι κατεδιωξας οπισω μου36 Felháborodott erre Jákob és így perlekedett: »Milyen vétkemért, s milyen bűnömért rohantál így utánam,
37 και οτι ηρευνησας παντα τα σκευη μου τι ευρες απο παντων των σκευων του οικου σου θες ωδε εναντιον των αδελφων μου και των αδελφων σου και ελεγξατωσαν ανα μεσον των δυο ημων37 és hánytad fel minden holmimat? Találtál valamit is a házad egész vagyonából? Tedd ide testvéreim és testvéreid elé, hadd szolgáltassanak igazságot közöttem és közötted!
38 ταυτα μοι εικοσι ετη εγω ειμι μετα σου τα προβατα σου και αι αιγες σου ουκ ητεκνωθησαν κριους των προβατων σου ου κατεφαγον38 Ezért voltam nálad húsz esztendeig? Juhaid és kecskéid meddők nem voltak, nyájad kosait meg nem ettem.
39 θηριαλωτον ουκ ανενηνοχα σοι εγω απετιννυον παρ' εμαυτου κλεμματα ημερας και κλεμματα νυκτος39 Amit a vad szétszaggatott, nem mutattam be neked? Magam térítettem meg minden kárt, sőt, ami nappal és éjjel lopás által veszett el, azt is rajtam követelted.
40 εγινομην της ημερας συγκαιομενος τω καυματι και παγετω της νυκτος και αφιστατο ο υπνος απο των οφθαλμων μου40 Nappal a hőség emésztett, éjjel meg a hideg, és elkerülte szememet az álom.
41 ταυτα μοι εικοσι ετη εγω ειμι εν τη οικια σου εδουλευσα σοι δεκα τεσσαρα ετη αντι των δυο θυγατερων σου και εξ ετη εν τοις προβατοις σου και παρελογισω τον μισθον μου δεκα αμνασιν41 Így szolgáltam a házadban húsz esztendeig: tizennégy évig a lányaidért, hatig meg a nyájaidért, és tízszer változtattad meg a bérem!
42 ει μη ο θεος του πατρος μου αβρααμ και ο φοβος ισαακ ην μοι νυν αν κενον με εξαπεστειλας την ταπεινωσιν μου και τον κοπον των χειρων μου ειδεν ο θεος και ηλεγξεν σε εχθες42 Ha atyámnak Istene, Ábrahámnak Istene és Izsák Félelme nem lett volna velem, most talán üres kézzel bocsátanál el! De Isten rátekintett nyomorúságomra és kezem fáradalmára, s tegnap megfeddett téged!«
43 αποκριθεις δε λαβαν ειπεν τω ιακωβ αι θυγατερες θυγατερες μου και οι υιοι υιοι μου και τα κτηνη κτηνη μου και παντα οσα συ ορας εμα εστιν και των θυγατερων μου τι ποιησω ταυταις σημερον η τοις τεκνοις αυτων οις ετεκον43 Lábán erre azt felelte neki: »A lányok lányaim, a fiúk fiaim, a nyájak a nyájaim, és minden, amit itt látsz, az enyém; a lányaim ellen mit tehetnék, és az ő fiaik ellen, akiket szültek?
44 νυν ουν δευρο διαθωμεθα διαθηκην εγω και συ και εσται εις μαρτυριον ανα μεσον εμου και σου ειπεν δε αυτω ιδου ουθεις μεθ' ημων εστιν ιδε ο θεος μαρτυς ανα μεσον εμου και σου44 Gyere tehát, kössünk szövetséget, s szolgáljon az tanúul közöttem és közötted!«
45 λαβων δε ιακωβ λιθον εστησεν αυτον στηλην45 Jákob ekkor fogott egy követ, felállította emlékjelül,
46 ειπεν δε ιακωβ τοις αδελφοις αυτου συλλεγετε λιθους και συνελεξαν λιθους και εποιησαν βουνον και εφαγον και επιον εκει επι του βουνου και ειπεν αυτω λαβαν ο βουνος ουτος μαρτυρει ανα μεσον εμου και σου σημερον46 testvéreinek pedig azt mondta: »Hozzatok köveket!« Azok köveket hordtak össze, és egy dombot emeltek. Aztán ettek rajta.
47 και εκαλεσεν αυτον λαβαν βουνος της μαρτυριας ιακωβ δε εκαλεσεν αυτον βουνος μαρτυς47 Lábán elnevezte azt Jegár Szahadutának (azaz Tanú-dombnak), Jákob pedig Gileádnak (mindegyikük a maga nyelvjárása szerint).
48 ειπεν δε λαβαν τω ιακωβ ιδου ο βουνος ουτος και η στηλη αυτη ην εστησα ανα μεσον εμου και σου μαρτυρει ο βουνος ουτος και μαρτυρει η στηλη αυτη δια τουτο εκληθη το ονομα αυτου βουνος μαρτυρει48 Aztán Lábán így szólt: »Ez a domb legyen tanú ma közöttem és közötted« – ezért nevezték el azt Gileádnak (azaz Tanú-dombnak), –
49 και η ορασις ην ειπεν επιδοι ο θεος ανα μεσον εμου και σου οτι αποστησομεθα ετερος απο του ετερου49 és Micpának is (azaz Látásnak) is, mondván: »Lássa ezt az Úr, és ítéljen közöttünk, amikor majd elválunk egymástól,
50 ει ταπεινωσεις τας θυγατερας μου ει λημψη γυναικας επι ταις θυγατρασιν μου ορα ουθεις μεθ' ημων εστιν50 ha nyomorgatod lányaimat, és más feleségeket veszel melléjük. Mivel senki sincs velünk, íme, Isten a tanú közöttem és közötted!«
51 -51 Lábán azután azt mondta Jákobnak: »Íme, ez a domb meg ez az emlékkő, amelyet ideállítottam közém és közéd,
52 εαν τε γαρ εγω μη διαβω προς σε μηδε συ διαβης προς με τον βουνον τουτον και την στηλην ταυτην επι κακια52 legyen a tanú: ez a domb, mondom, meg ez az emlékkő szolgáljon tanúul, hogy sem én nem megyek túl rajta, feléd tartva, sem te nem jössz el mellette, gonoszat forralva ellenem!
53 ο θεος αβρααμ και ο θεος ναχωρ κρινει ανα μεσον ημων και ωμοσεν ιακωβ κατα του φοβου του πατρος αυτου ισαακ53 Ábrahám Istene és Náchor Istene ítéljen közöttünk!« Erre megesküdött Jákob atyjának, Izsáknak Félelmére,
54 και εθυσεν ιακωβ θυσιαν εν τω ορει και εκαλεσεν τους αδελφους αυτου και εφαγον και επιον και εκοιμηθησαν εν τω ορει54 s áldozati barmot vágott a hegyen, és meghívta testvéreit a lakomára. Miután ettek, ott aludtak a hegyen.