Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 21


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και κυριος επεσκεψατο την σαρραν καθα ειπεν και εποιησεν κυριος τη σαρρα καθα ελαλησεν1 Az Úr azután meglátogatta Sárát, amint megígérte, és teljesítette Sárának, amit mondott.
2 και συλλαβουσα ετεκεν σαρρα τω αβρααμ υιον εις το γηρας εις τον καιρον καθα ελαλησεν αυτω κυριος2 Fogant ugyanis és fiút szült Ábrahámnak vénségében, abban az időben, amelyet Isten előre megmondott neki.
3 και εκαλεσεν αβρααμ το ονομα του υιου αυτου του γενομενου αυτω ον ετεκεν αυτω σαρρα ισαακ3 Erre Ábrahám elnevezte fiát, akit Sára szült neki, Izsáknak,
4 περιετεμεν δε αβρααμ τον ισαακ τη ογδοη ημερα καθα ενετειλατο αυτω ο θεος4 s körülmetélte a nyolcadik napon, amint Isten megparancsolta neki.
5 αβρααμ δε ην εκατον ετων ηνικα εγενετο αυτω ισαακ ο υιος αυτου5 Ábrahám százesztendős volt, amikor megszületett a fia, Izsák.
6 ειπεν δε σαρρα γελωτα μοι εποιησεν κυριος ος γαρ αν ακουση συγχαρειται μοι6 Sára pedig azt mondta: »Isten nevetést szerzett nekem, s aki csak meghallja, együtt nevet velem!«
7 και ειπεν τις αναγγελει τω αβρααμ οτι θηλαζει παιδιον σαρρα οτι ετεκον υιον εν τω γηρει μου7 Azután azt mondta: »Ki mondta volna Ábrahámnak, hogy Sára még fiút fog szoptatni, hisz vénségében szültem neki!«
8 και ηυξηθη το παιδιον και απεγαλακτισθη και εποιησεν αβρααμ δοχην μεγαλην η ημερα απεγαλακτισθη ισαακ ο υιος αυτου8 Amikor aztán megnőtt a gyermek, elválasztották, és elválasztása napján Ábrahám nagy lakomát rendezett.
9 ιδουσα δε σαρρα τον υιον αγαρ της αιγυπτιας ος εγενετο τω αβρααμ παιζοντα μετα ισαακ του υιου αυτης9 Amikor azonban Sára látta, hogy az egyiptomi Hágár fia ingerkedik Izsákkal, az ő fiával, azt mondta Ábrahámnak:
10 και ειπεν τω αβρααμ εκβαλε την παιδισκην ταυτην και τον υιον αυτης ου γαρ κληρονομησει ο υιος της παιδισκης ταυτης μετα του υιου μου ισαακ10 »Dobd ki ezt a szolgálót és a fiát, mert nem fog örökölni ennek a szolgálónak a fia az én fiammal, Izsákkal!«
11 σκληρον δε εφανη το ρημα σφοδρα εναντιον αβρααμ περι του υιου αυτου11 Nehezére esett ez a dolog Ábrahámnak a fia miatt.
12 ειπεν δε ο θεος τω αβρααμ μη σκληρον εστω το ρημα εναντιον σου περι του παιδιου και περι της παιδισκης παντα οσα εαν ειπη σοι σαρρα ακουε της φωνης αυτης οτι εν ισαακ κληθησεται σοι σπερμα12 De Isten azt mondta neki: »Ne essen nehezedre gyermeked és szolgálód dolga: mindabban, amit Sára mond neked, hallgass a szavára, mert Izsák utódait fogják utódodnak nevezni.
13 και τον υιον δε της παιδισκης ταυτης εις εθνος μεγα ποιησω αυτον οτι σπερμα σον εστιν13 Azért a szolgáló fiát is nagy nemzetté teszem, hiszen a te magzatod!«
14 ανεστη δε αβρααμ το πρωι και ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν αγαρ και επεθηκεν επι τον ωμον και το παιδιον και απεστειλεν αυτην απελθουσα δε επλανατο την ερημον κατα το φρεαρ του ορκου14 Kora reggel felkelt tehát Ábrahám, fogott egy kenyeret és egy tömlő vizet, rátette Hágár vállára, odaadta a gyermeket, és elbocsátotta. Az elment, és összevissza bolyongott Beerseba pusztájában.
15 εξελιπεν δε το υδωρ εκ του ασκου και ερριψεν το παιδιον υποκατω μιας ελατης15 Amikor aztán elfogyott a víz a tömlőből, odatette a gyermeket az egyik ott lévő fa alá.
16 απελθουσα δε εκαθητο απεναντι αυτου μακροθεν ωσει τοξου βολην ειπεν γαρ ου μη ιδω τον θανατον του παιδιου μου και εκαθισεν απεναντι αυτου αναβοησαν δε το παιδιον εκλαυσεν16 Aztán elment, és vele szemben leült egy nyíllövésnyi távolságban. Azt mondta ugyanis: »Ne lássam meghalni a gyermeket!« Leült tehát átellenben, és hangos sírásra fakadt.
17 εισηκουσεν δε ο θεος της φωνης του παιδιου εκ του τοπου ου ην και εκαλεσεν αγγελος του θεου την αγαρ εκ του ουρανου και ειπεν αυτη τι εστιν αγαρ μη φοβου επακηκοεν γαρ ο θεος της φωνης του παιδιου σου εκ του τοπου ου εστιν17 Isten azonban meghallotta a gyermek hangját, és Isten angyala szólította Hágárt a mennyből: »Mi van veled, Hágár? Ne félj, mert meghallotta Isten a gyermek hangját arról a helyről, ahol van.
18 αναστηθι λαβε το παιδιον και κρατησον τη χειρι σου αυτο εις γαρ εθνος μεγα ποιησω αυτον18 Kelj fel, vedd fel a gyermeket, fogd őt erősen a kezeddel, mert nagy nemzetté teszem őt!«
19 και ανεωξεν ο θεος τους οφθαλμους αυτης και ειδεν φρεαρ υδατος ζωντος και επορευθη και επλησεν τον ασκον υδατος και εποτισεν το παιδιον19 Isten azután megnyitotta az asszony szemét, mire az meglátott egy kutat. Odament, megtöltötte a tömlőt, és inni adott a gyermeknek.
20 και ην ο θεος μετα του παιδιου και ηυξηθη και κατωκησεν εν τη ερημω εγενετο δε τοξοτης20 Isten ettől kezdve vele volt, s az felnövekedett, a pusztában maradt, és íjász lett belőle.
21 και κατωκησεν εν τη ερημω τη φαραν και ελαβεν αυτω η μητηρ γυναικα εκ γης αιγυπτου21 Párán pusztájában telepedett le, anyja pedig feleséget szerzett neki Egyiptom földjéről.
22 εγενετο δε εν τω καιρω εκεινω και ειπεν αβιμελεχ και οχοζαθ ο νυμφαγωγος αυτου και φικολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου προς αβρααμ λεγων ο θεος μετα σου εν πασιν οις εαν ποιης22 Ebben az időben történt, hogy Abimelek és Píkol, a hadvezére azt mondta Ábrahámnak: »Veled van Isten mindenben, amit teszel.
23 νυν ουν ομοσον μοι τον θεον μη αδικησειν με μηδε το σπερμα μου μηδε το ονομα μου αλλα κατα την δικαιοσυνην ην εποιησα μετα σου ποιησεις μετ' εμου και τη γη η συ παρωκησας εν αυτη23 Esküdj meg hát nekem Istenre, hogy nem ártasz sem nekem, sem az utódaimnak, sem a nemzetségemnek, hanem amilyen jó szívvel voltam én hozzád, te is olyannal leszel énhozzám, s ehhez az országhoz, amelyben jövevényként tartózkodtál.«
24 και ειπεν αβρααμ εγω ομουμαι24 Azt mondta erre Ábrahám: »Megesküszöm!«
25 και ηλεγξεν αβρααμ τον αβιμελεχ περι των φρεατων του υδατος ων αφειλαντο οι παιδες του αβιμελεχ25 Ábrahám azonban szemrehányást tett Abimeleknek amiatt a kút miatt, amelyet Abimelek szolgái erőszakosan elvettek tőle.
26 και ειπεν αυτω αβιμελεχ ουκ εγνων τις εποιησεν το πραγμα τουτο ουδε συ μοι απηγγειλας ουδε εγω ηκουσα αλλ' η σημερον26 De Abimelek azt felelte: »Nem tudom, ki tette ezt. Te nem jelentetted nekem, én pedig nem hallottam róla, csak ma.«
27 και ελαβεν αβρααμ προβατα και μοσχους και εδωκεν τω αβιμελεχ και διεθεντο αμφοτεροι διαθηκην27 Erre Ábrahám juhokat és marhákat vett, odaadta azokat Abimeleknek, és szövetséget kötöttek egymással.
28 και εστησεν αβρααμ επτα αμναδας προβατων μονας28 Hét bárányt azonban külön állított Ábrahám a nyájból.
29 και ειπεν αβιμελεχ τω αβρααμ τι εισιν αι επτα αμναδες των προβατων τουτων ας εστησας μονας29 Abimelek megkérdezte tőle: »Mire való az a hét bárány, amelyet külön állítottál?«
30 και ειπεν αβρααμ οτι τας επτα αμναδας ταυτας λημψη παρ' εμου ινα ωσιν μοι εις μαρτυριον οτι εγω ωρυξα το φρεαρ τουτο30 Erre ő azt felelte: »Fogadd el kezemből ezt a hét bárányt: szolgáljanak tanúul nekem, hogy én ástam e kutat.«
31 δια τουτο επωνομασεν το ονομα του τοπου εκεινου φρεαρ ορκισμου οτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι31 Azért nevezték el azt a helyet Beersebának, mert ott esküdtek meg ők ketten.
32 και διεθεντο διαθηκην εν τω φρεατι του ορκου ανεστη δε αβιμελεχ και οχοζαθ ο νυμφαγωγος αυτου και φικολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου και επεστρεψαν εις την γην των φυλιστιιμ32 Szövetséget kötöttek tehát Beersebában.
33 και εφυτευσεν αβρααμ αρουραν επι τω φρεατι του ορκου και επεκαλεσατο εκει το ονομα κυριου θεος αιωνιος33 Aztán felkelt Abimelek és Píkol, a hadvezére, és visszatértek a filiszteusok földjére. Ábrahám pedig ligetet ültetett Beersebában, és ott segítségül hívta az Úr, az Örökkévaló Isten nevét.
34 παρωκησεν δε αβρααμ εν τη γη των φυλιστιιμ ημερας πολλας34 Még sok napon át lakott a filiszteusok földjén.