Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 11


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ο βασιλευς δαυιδ πρεσβυτερος προβεβηκως ημεραις και περιεβαλλον αυτον ιματιοις και ουκ εθερμαινετο1 Amikor Dávid király megöregedett és nagyon koros lett, bár ruhákkal takargatták, nem tudott felmelegedni.
2 και ειπον οι παιδες αυτου ζητησατωσαν τω κυριω ημων τω βασιλει παρθενον νεανιδα και παραστησεται τω βασιλει και εσται αυτον θαλπουσα και κοιμηθησεται μετ' αυτου και θερμανθησεται ο κυριος ημων ο βασιλευς2 A szolgái ezért azt mondták neki: »Hadd keressünk urunknak, a királynak egy szűz leányzót, hogy a királynak szolgáljon, ápolja őt, a keblén aludjon, és melengesse urunkat, a királyt!«
3 και εζητησαν νεανιδα καλην εκ παντος οριου ισραηλ και ευρον την αβισακ την σωμανιτιν και ηνεγκαν αυτην προς τον βασιλεα3 Kerestek tehát egy szép leányzót Izrael minden határában, így találtak rá a sunemi Abiságra, és elvitték a királyhoz.
4 και η νεανις καλη εως σφοδρα και ην θαλπουσα τον βασιλεα και ελειτουργει αυτω και ο βασιλευς ουκ εγνω αυτην4 A lány igen szép volt. A királlyal aludt, és szolgált neki, de a király nem ismerte meg.
5 και αδωνιας υιος αγγιθ επηρετο λεγων εγω βασιλευσω και εποιησεν εαυτω αρματα και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας παρατρεχειν εμπροσθεν αυτου5 Adoniás, Haggit fia azonban felfuvalkodott, és azt mondta: »Én leszek a király!« Szerzett is magának szekereket és lovasokat, és ötven embert küldöncnek.
6 και ουκ απεκωλυσεν αυτον ο πατηρ αυτου ουδεποτε λεγων δια τι συ εποιησας και γε αυτος ωραιος τη οψει σφοδρα και αυτον ετεκεν οπισω αβεσσαλωμ6 Apja sohasem fedte meg őt, és nem kérdezte: »Miért tetted ezt vagy azt?« Ráadásul szép is volt, és a születés rendjében ő következett Absalom után.
7 και εγενοντο οι λογοι αυτου μετα ιωαβ του υιου σαρουιας και μετα αβιαθαρ του ιερεως και εβοηθουν οπισω αδωνιου7 Tárgyalásokba bocsátkozott tehát Joábbal, Száruja fiával és Abjatár pappal. Ők támogatták is Adoniás pártját.
8 και σαδωκ ο ιερευς και βαναιας υιος ιωδαε και ναθαν ο προφητης και σεμει και ρηι και οι δυνατοι του δαυιδ ουκ ησαν οπισω αδωνιου8 Szádok pap azonban, valamint Benája, Jojáda fia, Nátán próféta, Szemei, Rei és Dávid hadseregének vitézei nem tartottak Adoniással.
9 και εθυσιασεν αδωνιας προβατα και μοσχους και αρνας μετα λιθου του ζωελεθ ος ην εχομενα της πηγης ρωγηλ και εκαλεσεν παντας τους αδελφους αυτου και παντας τους αδρους ιουδα παιδας του βασιλεως9 Amikor tehát Adoniás a Rógel forrás közelében levő Zóhelet kőnél kosokat, marhákat és mindenféle hízott állatokat vágatott le áldozatul, az áldozati lakomára meghívta valamennyi testvérét, a király fiait, és Júda valamennyi emberét, a király szolgáit.
10 και τον ναθαν τον προφητην και βαναιαν και τους δυνατους και τον σαλωμων αδελφον αυτου ουκ εκαλεσεν10 Nátán prófétát azonban, valamint Benáját, a vitézeket és Salamont, az öccsét nem hívta meg.
11 και ειπεν ναθαν προς βηρσαβεε μητερα σαλωμων λεγων ουκ ηκουσας οτι εβασιλευσεν αδωνιας υιος αγγιθ και ο κυριος ημων δαυιδ ουκ εγνω11 Azt mondta erre Nátán Batsebának, Salamon anyjának: »Hallottad-e, hogy Adoniás, Haggit fia, királlyá tette magát urunknak, Dávidnak tudta nélkül?
12 και νυν δευρο συμβουλευσω σοι δη συμβουλιαν και εξελου την ψυχην σου και την ψυχην του υιου σου σαλωμων12 Most tehát jöjj, vedd tanácsomat, hogy megmenthesd a magad és fiad, Salamon életét.
13 δευρο εισελθε προς τον βασιλεα δαυιδ και ερεις προς αυτον λεγουσα ουχι συ κυριε μου βασιλευ ωμοσας τη δουλη σου λεγων οτι σαλωμων ο υιος σου βασιλευσει μετ' εμε και αυτος καθιειται επι του θρονου μου και τι οτι εβασιλευσεν αδωνιας13 Eredj, menj be Dávid királyhoz, és kérdezd meg tőle: Ugye, te, uram, király, megesküdtél nekem, szolgálódnak, ezekkel a szavakkal: ‘Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül majd királyi székembe?’ Miért lett tehát Adoniás a király?
14 και ιδου ετι λαλουσης σου εκει μετα του βασιλεως και εγω εισελευσομαι οπισω σου και πληρωσω τους λογους σου14 S amíg te ott a királlyal beszélsz, én majd utánad megyek, és kiegészítem beszédedet.«
15 και εισηλθεν βηρσαβεε προς τον βασιλεα εις το ταμιειον και ο βασιλευς πρεσβυτης σφοδρα και αβισακ η σωμανιτις ην λειτουργουσα τω βασιλει15 Bement tehát Batseba a királyhoz, a hálóterembe; a király igen öreg volt, és a sunemi Abiság szolgált neki.
16 και εκυψεν βηρσαβεε και προσεκυνησεν τω βασιλει και ειπεν ο βασιλευς τι εστιν σοι16 Batseba meghajtotta magát, és leborult a király előtt. A király megkérdezte tőle: »Mit kívánsz?«
17 η δε ειπεν κυριε μου βασιλευ συ ωμοσας εν κυριω τω θεω σου τη δουλη σου λεγων οτι σαλωμων ο υιος σου βασιλευσει μετ' εμε και αυτος καθησεται επι του θρονου μου17 Ő így felelt: »Uram, te megesküdtél az Úrra, a te Istenedre szolgálódnak: ‘Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül királyi székembe.’
18 και νυν ιδου αδωνιας εβασιλευσεν και συ κυριε μου βασιλευ ουκ εγνως18 S mégis, íme, most Adoniás lett a király, anélkül, hogy te, uram, király, tudnád!
19 και εθυσιασεν μοσχους και αρνας και προβατα εις πληθος και εκαλεσεν παντας τους υιους του βασιλεως και αβιαθαρ τον ιερεα και ιωαβ τον αρχοντα της δυναμεως και τον σαλωμων τον δουλον σου ουκ εκαλεσεν19 Temérdek marhát, mindenféle hízott állatot és kost vágatott le áldozatul. Meghívta a király valamennyi fiát, Abjatár papot is, meg Joábot, a hadsereg vezérét is, de Salamont, a te szolgádat nem hívta meg.
20 και συ κυριε μου βασιλευ οι οφθαλμοι παντος ισραηλ προς σε απαγγειλαι αυτοις τις καθησεται επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον20 Most tehát, uram, király, rád tekint egész Izrael szeme, hogy kijelentsd nekik, ki üljön királyi székedbe utánad, uram király.
21 και εσται ως αν κοιμηθη ο κυριος μου ο βασιλευς μετα των πατερων αυτου και εσομαι εγω και ο υιος μου σαλωμων αμαρτωλοι21 Különben az fog történni, hogy amikor majd uram, a király aludni tér atyáihoz, én és fiam, Salamon mint bűnösök fogunk itt állni.«
22 και ιδου ετι αυτης λαλουσης μετα του βασιλεως και ναθαν ο προφητης ηλθεν22 Még beszélt a királlyal, amikor megérkezett Nátán próféta.
23 και ανηγγελη τω βασιλει ιδου ναθαν ο προφητης και εισηλθεν κατα προσωπον του βασιλεως και προσεκυνησεν τω βασιλει κατα προσωπον αυτου επι την γην23 Jelentették a királynak: »Itt van Nátán próféta.« Nátán bement a király elé, a földig hajtotta arcát előtte,
24 και ειπεν ναθαν κυριε μου βασιλευ συ ειπας αδωνιας βασιλευσει οπισω μου και αυτος καθησεται επι του θρονου μου24 és megkérdezte: »Uram, király, te mondtad-e: ‘Adoniás legyen a király utánam, ő üljön trónomra?’
25 οτι κατεβη σημερον και εθυσιασεν μοσχους και αρνας και προβατα εις πληθος και εκαλεσεν παντας τους υιους του βασιλεως και τους αρχοντας της δυναμεως και αβιαθαρ τον ιερεα και ιδου εισιν εσθιοντες και πινοντες ενωπιον αυτου και ειπαν ζητω ο βασιλευς αδωνιας25 Ő ugyanis ma lement, temérdek marhát, hízott állatot és kost vágatott le áldozatul, és meghívta a király valamennyi fiát, a hadsereg vezéreit, és Abjatár papot. Azok esznek és isznak előtte, és azt mondják: ‘Éljen Adoniás király!’
26 και εμε αυτον τον δουλον σου και σαδωκ τον ιερεα και βαναιαν υιον ιωδαε και σαλωμων τον δουλον σου ουκ εκαλεσεν26 Engem, szolgádat, valamint Szádok papot, Benáját, Jojáda fiát, és Salamont, a szolgádat, nem hívta meg.
27 ει δια του κυριου μου του βασιλεως γεγονεν το ρημα τουτο και ουκ εγνωρισας τω δουλω σου τις καθησεται επι τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον27 Vajon uramtól, a királytól származik-e ez a dolog, és csak nekem, szolgádnak, nem adtad tudtomra, hogy ki üljön uramnak, a királynak trónjára utána?«
28 και απεκριθη δαυιδ και ειπεν καλεσατε μοι την βηρσαβεε και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εστη ενωπιον αυτου28 Dávid király erre azt felelte: »Hívjátok hozzám Batsebát!« Amikor Batseba bement a király elé és megállt előtte,
29 και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπεν ζη κυριος ος ελυτρωσατο την ψυχην μου εκ πασης θλιψεως29 a király megesküdött, és azt mondta: »Az Úr életére mondom, aki megszabadította életemet minden szorongatásból,
30 οτι καθως ωμοσα σοι εν κυριω τω θεω ισραηλ λεγων οτι σαλωμων ο υιος σου βασιλευσει μετ' εμε και αυτος καθησεται επι του θρονου μου αντ' εμου οτι ουτως ποιησω τη ημερα ταυτη30 hogy amint megesküdtem neked az Úrra, Izrael Istenére, ezekkel a szavakkal: Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül királyi székembe helyettem! – úgy fogok cselekedni ezen a mai napon!«
31 και εκυψεν βηρσαβεε επι προσωπον επι την γην και προσεκυνησεν τω βασιλει και ειπεν ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς δαυιδ εις τον αιωνα31 Batseba erre a földig hajtotta az arcát, leborult a király előtt, és így szólt: »Éljen az én uram, Dávid, mindörökké!«
32 και ειπεν ο βασιλευς δαυιδ καλεσατε μοι σαδωκ τον ιερεα και ναθαν τον προφητην και βαναιαν υιον ιωδαε και εισηλθον ενωπιον του βασιλεως32 Dávid király azt mondta: »Hívjátok hozzám Szádok papot, Nátán prófétát, és Benáját, Jojáda fiát!« Amikor azok bementek a király elé,
33 και ειπεν ο βασιλευς αυτοις λαβετε τους δουλους του κυριου υμων μεθ' υμων και επιβιβασατε τον υιον μου σαλωμων επι την ημιονον την εμην και καταγαγετε αυτον εις τον γιων33 azt mondta nekik: »Vegyétek magatok mellé uratok szolgáit, ültessétek Salamont, a fiamat, öszvéremre, és vigyétek el a Gíhonhoz!
34 και χρισατω αυτον εκει σαδωκ ο ιερευς και ναθαν ο προφητης εις βασιλεα επι ισραηλ και σαλπισατε κερατινη και ερειτε ζητω ο βασιλευς σαλωμων34 Ott kenje fel őt Szádok pap és Nátán próféta Izrael királyává! Fúvassátok meg a harsonát, és mondjátok: ‘Éljen Salamon király!’
35 και καθησεται επι του θρονου μου και αυτος βασιλευσει αντ' εμου και εγω ενετειλαμην του ειναι εις ηγουμενον επι ισραηλ και ιουδα35 Aztán vonuljatok fel ide, ő jöjjön, üljön királyi székembe, és legyen a király helyettem, mert őt rendelem Izrael és Júda fejedelmévé!«
36 και απεκριθη βαναιας υιος ιωδαε τω βασιλει και ειπεν γενοιτο ουτως πιστωσαι κυριος ο θεος του κυριου μου του βασιλεως36 Így felelt erre Benája, Jojáda fia, a királynak: »Ámen! Így szóljon az Úr uramnak, a királynak Istene is!
37 καθως ην κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως ουτως ειη μετα σαλωμων και μεγαλυναι τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως δαυιδ37 Miként urammal, a királlyal volt az Úr, úgy legyen Salamonnal is! Tegye királyi székét még dicsőbbé, mint uramnak, Dávid királynak székét!«
38 και κατεβη σαδωκ ο ιερευς και ναθαν ο προφητης και βαναιας υιος ιωδαε και ο χερεθθι και ο φελεθθι και επεκαθισαν τον σαλωμων επι την ημιονον του βασιλεως δαυιδ και απηγαγον αυτον εις τον γιων38 Lementek tehát Szádok pap, Nátán próféta, Benája, Jojáda fia, a keretiek és a feletiek, felültették Salamont Dávid király öszvérére, és elvitték a Gíhonhoz.
39 και ελαβεν σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισεν τον σαλωμων και εσαλπισεν τη κερατινη και ειπεν πας ο λαος ζητω ο βασιλευς σαλωμων39 Aztán Szádok pap elővette a sátor olajos szaruját, és felkente Salamont, majd megfúvatták a harsonát, az egész nép pedig azt kiáltotta: »Éljen Salamon király!«
40 και ανεβη πας ο λαος οπισω αυτου και εχορευον εν χοροις και ευφραινομενοι ευφροσυνην μεγαλην και ερραγη η γη εν τη φωνη αυτων40 Aztán az egész sokaság felvonult a városba. Közben a nép fújta a fuvolát, s olyan örömmel ujjongott, hogy a föld csak úgy zengett kiáltásuktól.
41 και ηκουσεν αδωνιας και παντες οι κλητοι αυτου και αυτοι συνετελεσαν φαγειν και ηκουσεν ιωαβ την φωνην της κερατινης και ειπεν τις η φωνη της πολεως ηχουσης41 Meghallotta ezt Adoniás, és mindazok, akiket meghívott – éppen akkor, amikor a lakoma véget ért. Erre Joáb, amint meghallotta a harsona szavát, így szólt: »Mit jelenthet a zajongó város lármája?«
42 ετι αυτου λαλουντος και ιδου ιωναθαν υιος αβιαθαρ του ιερεως ηλθεν και ειπεν αδωνιας εισελθε οτι ανηρ δυναμεως ει συ και αγαθα ευαγγελισαι42 Még szólt, amikor megérkezett Jonatán, Abjatár pap fia. Adoniás így szólt hozzá: »Jöjj csak ide, hiszen te derék ember vagy, nyilván jó hírt hozol!«
43 και απεκριθη ιωναθαν και ειπεν και μαλα ο κυριος ημων ο βασιλευς δαυιδ εβασιλευσεν τον σαλωμων43 Jonatán azt felelte Adoniásnak: »Éppenséggel nem. Urunk, Dávid király ugyanis királlyá tette Salamont:
44 και απεστειλεν ο βασιλευς μετ' αυτου τον σαδωκ τον ιερεα και ναθαν τον προφητην και βαναιαν υιον ιωδαε και τον χερεθθι και τον φελεθθι και επεκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως44 elküldte vele Szádok papot, Nátán prófétát, Benáját, Jojáda fiát, meg a keretieket és feletieket. Felültették a király öszvérére,
45 και εχρισαν αυτον σαδωκ ο ιερευς και ναθαν ο προφητης εις βασιλεα εν τω γιων και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι και ηχησεν η πολις αυτη η φωνη ην ηκουσατε45 Szádok pap és Nátán próféta pedig a Gíhonnál királlyá kenték. Onnan akkora ujjongással vonultak fel Jeruzsálembe, hogy csak úgy zengett bele a város! Ez az a zaj, amelyet hallottatok.
46 και εκαθισεν σαλωμων επι θρονον της βασιλειας46 Sőt Salamon már be is ült a királyi székbe,
47 και εισηλθον οι δουλοι του βασιλεως ευλογησαι τον κυριον ημων τον βασιλεα δαυιδ λεγοντες αγαθυναι ο θεος το ονομα σαλωμων του υιου σου υπερ το ονομα σου και μεγαλυναι τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι την κοιτην αυτου47 a király szolgái pedig bementek, és áldást kívántak urukra, Dávid királyra, ezekkel a szavakkal: ‘Tegye Isten Salamon nevét nagyobbá nevednél, és királyi székét dicsőbbé királyi székednél!’ Erre a király meghajtotta magát fekvőhelyén,
48 και γε ουτως ειπεν ο βασιλευς ευλογητος κυριος ο θεος ισραηλ ος εδωκεν σημερον εκ του σπερματος μου καθημενον επι του θρονου μου και οι οφθαλμοι μου βλεπουσιν48 és így szólt: ‘Áldott legyen az Úr, Izrael Istene, aki ma a szemem láttára királyi székembe ültette utódomat.’«
49 και εξεστησαν και εξανεστησαν παντες οι κλητοι του αδωνιου και απηλθον ανηρ εις την οδον αυτου49 Megrettentek erre és felkeltek mindazok, akiket Adoniás meghívott. Mindegyikük elment a maga útjára,
50 και αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου σαλωμων και ανεστη και απηλθεν και επελαβετο των κερατων του θυσιαστηριου50 Adoniás pedig Salamontól való félelmében felkelt, elment, és megragadta az oltár szarvát.
51 και ανηγγελη τω σαλωμων λεγοντες ιδου αδωνιας εφοβηθη τον βασιλεα σαλωμων και κατεχει των κερατων του θυσιαστηριου λεγων ομοσατω μοι σημερον ο βασιλευς σαλωμων ει ου θανατωσει τον δουλον αυτου εν ρομφαια51 Jelentették erre Salamonnak: »Íme, Adoniás, Salamon királytól való félelmében megfogta az oltár szarvát, és azt mondja: ‘Esküdjék meg nekem ma Salamon király, hogy nem öleti meg szolgáját karddal!’«
52 και ειπεν σαλωμων εαν γενηται εις υιον δυναμεως ει πεσειται των τριχων αυτου επι την γην και εαν κακια ευρεθη εν αυτω θανατωθησεται52 Salamon erre így szólt: »Ha jó ember lesz, egy hajaszála sem hullik a földre; de ha gonoszságon kapják, meghal.«
53 και απεστειλεν ο βασιλευς σαλωμων και κατηνεγκεν αυτον απανωθεν του θυσιαστηριου και εισηλθεν και προσεκυνησεν τω βασιλει σαλωμων και ειπεν αυτω σαλωμων δευρο εις τον οικον σου53 Aztán elküldött érte Salamon király, és elhozatta az oltártól. Adoniás bement, leborult Salamon király előtt, Salamon pedig azt mondta neki: »Menj haza!«