Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 13


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 SAULLE avea regnato un anno, quando queste cose avvennero; e poi, dopo aver regnato due anni sopra Israele,1 Ο Σαουλ ητο βασιλευς ενος ετους? αφου δε εβασιλευσε δυο ετη επι τον Ισραηλ,
2 scelse tremila uomini d’Israele; de’ quali duemila stettero con lui in Micmas, e nel monte di Betel, e mille con Gionatan, in Ghibea di Beniamino; e rimandò il rimanente del popolo, ciascuno alle sue stanze.2 εξελεξεν ο Σαουλ εις εαυτον τρεις χιλιαδας εκ του Ισραηλ? και ησαν μετα του Σαουλ δυο χιλιαδες εν Μιχμας και εν τω ορει Βαιθηλ, και χιλιοι ησαν μετα του Ιωναθαν εν Γαβαα του Βενιαμιν? το δε υπολοιπον του λαου εξαπεστειλεν εκαστον εις την σκηνην αυτου.
3 E Gionatan percosse la guernigione de’ Filistei ch’era nel colle; e i Filistei l’intesero. E Saulle fece sonar la tromba per tutto il paese, dicendo: Odano gli Ebrei.3 Και επαταξεν ο Ιωναθαν την φρουραν των Φιλισταιων την εν τω βουνω? και ηκουσαν οι Φιλισταιοι. Και εσαλπισεν ο Σαουλ δια της σαλπιγγος εν παση τη γη, λεγων, Ας ακουσωσιν οι Εβραιοι.
4 E tutto Israele udì dire: Saulle ha percossa la guernigione de’ Filistei, ed anche Israele è diventato abbominevole fra i Filistei. E il popolo fu adunato a grida in Ghilgal, per seguitare Saulle.4 Και πας ο Ισραηλ ηκουσε να λεγωσιν, Επαταξεν ο Σαουλ την φρουραν των Φιλισταιων, και μαλιστα ο Ισραηλ μισειται υπο των Φιλισταιων. Και συνηχθη ο λαος κατοπιν του Σαουλ εν Γαλγαλοις.
5 I Filistei si adunarono anch’essi per guerreggiare contro ad Israele, avendo trentamila carri, e seimila cavalieri, e della gente in moltitudine, come la rena che è in sul lito del mare. E salirono, e si accamparono in Micmas, verso l’Oriente di Bet-aven.5 Οι δε Φιλισταιοι συνηθροισθησαν δια να πολεμησωσι μετα του Ισραηλ, τριακοντα χιλιαδες αμαξων και εξ χιλιαδες ιππεων και λαος ως η αμμος η επι του χειλους της θαλασσης κατα το πληθος? και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Μιχμας, προς ανατολας της Βαιθ-αυεν.
6 Ora gl’Israeliti, veggendosi distretti, perciocchè il popolo era oppressato, si nascosero nelle spelonche, e per li greppi de’ monti, e nelle rupi, e nelle rocche, e nelle grotte.6 Οτε οι ανδρες του Ισραηλ ειδον οτι ησαν εν αμηχανια, διοτι ο λαος εμικροψυχει, τοτε εκρυπτετο ο λαος εις τα σπηλαια και εις τα πυκνοφυτα και εις τους βραχους και εις τα οχυρα μερη και εις τους λακκους.
7 E gli altri Ebrei passarono di là dal Giordano al paese di Gad e di Galaad. E Saulle non si moveva di Ghilgal, e tutto il popolo che lo seguitava era impaurito7 Και τινες εκ των Εβραιων διεβησαν τον Ιορδανην προς την γην Γαδ και Γαλααδ. Ο δε Σαουλ αυτος ητο ακομη εν Γαλγαλοις? και πας ο λαος τρεμων κατοπιν αυτου.
8 Ed egli aspettò sette giorni, secondo il termine posto da Samuele; e Samuele non veniva in Ghilgal; laonde il popolo si dispergeva d’appresso a Saulle.8 Και περιεμεινεν επτα ημερας, κατα τον διωρισμενον καιρον υπο του Σαμουηλ? αλλ' ο Σαμουηλ δεν ηρχετο εις Γαλγαλα? και ο λαος διεσκορπιζετο απο πλησιον αυτου.
9 Allora Saulle disse: Adducetemi l’olocausto, e i sacrificii da render grazie. Ed egli offerse l’olocausto.9 Και ειπεν ο Σαουλ, Φερετε εδω προς εμε το ολοκαυτωμα, και τας ειρηνικας προσφορας. Και προσεφερε το ολοκαυτωμα.
10 E, come egli forniva d’offerir l’olocausto, ecco, Samuele arrivò; e Saulle gli uscì incontro, per salutarlo.10 Και ως ετελειωσε προσφερων το ολοκαυτωμα, ιδου, ηλθεν ο Σαμουηλ? και εξηλθεν ο Σαουλ εις συναντησιν αυτου, δια να χαιρετηση αυτον.
11 Ma Samuele gli disse: Che hai fatto? E Saulle gli rispose: Perciocchè io vedeva che il popolo si dispergeva d’appresso a me, e che tu non venivi al termine posto de’ giorni, e che i Filistei erano adunati in Micmas, io dissi:11 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Τι εκαμες; Και απεκριθη ο Σαουλ, Επειδη ειδον οτι ο λαος διεσκορπιζετο απ' εμου, και συ δεν ηλθες την διωρισμενην ημεραν, οι δε Φιλισταιοι συνηθροιζοντο εις Μιχμας,
12 I Filistei verranno ora contro a me in Ghilgal, ed io non ho supplicato al Signore; laonde, dopo essermi rattenuto quant’ho potuto, io ho offerto l’olocausto.12 δια τουτο ειπα, Τωρα θελουσι καταβη οι Φιλισταιοι εναντιον μου εις Γαλγαλα, και εγω δεν εκαμα δεησιν προς τον Κυριον? ετολμησα λοιπον, και προσεφερα το ολοκαυτωμα.
13 Allora Samuele disse a Saulle: Tu hai follemente fatto, non avendo osservato il comandamento del Signore Iddio tuo, il quale egli ti avea dato; perciocchè il Signore avrebbe ora stabilito il tuo regno sopra Israele, in perpetuo.13 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Συ επραξας αφρονως? δεν εφυλαξας το προσταγμα Κυριου του Θεου σου, το οποιον προσεταξεν εις σε? διοτι τωρα ο Κυριος ηθελε στερεωσει την βασιλειαν σου επι τον Ισραηλ εως του αιωνος?
14 Ma ora il tuo regno non sarà stabile; il Signore s’è cercato un uomo secondo il cuor suo, il quale egli ha ordinato per conduttore sopra il suo popolo; poichè tu non hai osservato quello che il Signore ti avea comandato14 αλλα τωρα η βασιλεια σου δεν θελει στηριχθη? ο Κυριος εζητησεν εις εαυτον ανθρωπον κατα την καρδιαν αυτου, και διωρισεν ο Κυριος αυτον να ηναι αρχων επι τον λαον αυτου, επειδη δεν εφυλαξας εκεινο το οποιον προσεταξεν εις σε ο Κυριος.
15 Poi Samuele si levò, e salì da Ghilgal in Ghibea di Beniamino. E Saulle fece la rassegna della gente che si ritrovava con lui, ch’era d’intorno a seicent’uomini.15 Και εσηκωθη ο Σαμουηλ και ανεβη απο Γαλγαλων εις Γαβαα του Βενιαμιν. Ο δε Σαουλ ηριθμησε τον λαον τον ευρεθεντα μετ' αυτου, περιπου εξακοσιους ανδρας.
16 Or Saulle, e Gionatan suo figliuolo, e il popolo che si ritrovava con loro, se ne stavano in Ghibea di Beniamino; e i Filistei erano accampati in Micmas.16 Και ο Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου και ο λαος ο ευρεθεις μετ' αυτων, εκαθηντο εν Γαβαα του Βενιαμιν? οι δε Φιλισταιοι ησαν εστρατοπεδευμενοι εν Μιχμας.
17 E del campo de’ Filistei uscì della gente in tre schiere, da fare il guasto; l’una delle quali si voltò al cammino di Ofra, traendo verso il paese di Saulle;17 Και εξηλθον λεηλαται εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων εις τρια σωματα? το εν σωμα εστραφη εις την οδον Οφρα, προς την γην Σωγαλ?
18 l’altra si voltò alla via di Bet-horon; e la terza si voltò alla via del confine del paese che riguarda su la valle di Seboim, verso il deserto.18 και το αλλο σωμα εστραφη εις την οδον Βαιθ-ωρων? και το αλλο σωμα εστραφη εις την οδον του οριου, το οποιον βλεπει προς την κοιλαδα Σεβωειμ, κατα την ερημον.
19 Or non si trovava alcun fabbro in tutto il paese d’Israele; perciocchè i Filistei aveano detto: Provvediamo che gli Ebrei non facciano spade nè lance.19 Και σιδηρουργος δεν ευρισκετο εν παση τη γη Ισραηλ? διοτι οι Φιλισταιοι ειπον, Μηποτε οι Εβραιοι κατασκευασωσι ρομφαιας η λογχας?
20 E tutto Israele scendeva a’ Filistei, per aguzzare, chi il suo vomero, chi la sua zappa, chi la sua scure, chi la sua vanga.20 αλλα κατεβαινον παντες οι Ισραηλιται προς τους Φιλισταιους, δια να ακονωσιν εκαστος το υνιον αυτου και την δικελλαν αυτου και την αξινην αυτου, και την σκαπανην αυτου,
21 E si servivano di lime per le vanghe, e per le zappe, e per li tridenti, e per le scuri, e per acconciare fino ad un pungolo.21 οσακις ηθελον αμβλυνθη αι σκαπαναι και αι δικελλαι και τα τρικρανα και αι αξιναι αυτων? και δια να οξυνωσι τα βουκεντρα αυτων.
22 Laonde, al giorno della battaglia, avvenne che non si trovò nè spada, nè lancia, nelle mani d’alcuno del popolo ch’era con Saulle e con Gionatan; sol se ne trovò a Saulle, e a Gionatan, suo figliuolo.22 Δια τουτο εν τη ημερα της μαχης, δεν ευρισκετο ουτε μαχαιρα ουτε λογχη εις την χειρα τινος εκ του λαου του οντος μετα του Σαουλ και Ιωναθαν? εις τον Σαουλ ομως και εις τον Ιωναθαν τον υιον αυτου ευρεθησαν.
23 Poi la guernigione de’ Filistei uscì fuori verso il passo di Micmas23 Η δε φρουρα των Φιλισταιων εξηλθε προς το περασμα Μιχμας.