Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Cantico 8


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 Oh fossi tu pur come un mio fratello, Che ha poppato le mammelle di mia madre! Trovandoti io fuori, ti bacerei, E pur non ne sarei sprezzata.1 Ειθε να ησο ως αδελφος μου, θηλασας τους μαστους της μητρος μου. Ευρισκουσα σε εξω ηθελον σε φιλησει, και δεν ηθελον με καταφρονησει.
2 Io ti menerei, e ti condurrei in casa di mia madre; Tu mi ammaestreresti, Ed io ti darei a bere del vino aromatico, Del mosto del mio melagrano.2 Ηθελον σε συρει και σε εισαξει εις τον οικον της μητρος μου, δια να με διδαξης? ηθελον σε ποτισει οινον αρωματικον και χυμον του ροιδιου μου.
3 Sia la sua man sinistra sotto al mio capo, Ed abbraccimi la sua destra.3 Η αριστερα αυτου ηθελεν εισθαι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου ηθελε με εναγκαλισθη.
4 Io vi scongiuro, figliuole di Gerusalemme, Che non destiate l’amor mio e non le rompiate il sonno, Finchè non le piaccia4 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
5 CHI è costei, che sale dal deserto, Che si appoggia vezzosamente sopra il suo amico? Io ti ho svegliato sotto un melo, Dove tua madre ti ha partorito, Là dove quella che ti ha partorito si è sgravidata di te.5 Τις αυτη η αναβαινουσα απο της ερημου, επιστηριζομενη επι τον αγαπητον αυτης; Εγω σε εξυπνησα υπο την μηλεαν? εκει σε εκοιλοπονησεν η μητηρ σου? εκει σε εγεννησεν η τεκουσα σε.
6 Mettimi come un suggello in sul tuo cuore, Come un suggello in sul tuo braccio; Perciocchè l’amore è forte come la morte, La gelosia è dura come l’inferno. Le sue brace son brace di fuoco, Son fiamma dell’Eterno.6 Θεσον με, ως σφραγιδα, επι την καρδιαν σου, ως σφραγιδα επι τον βραχιονα σου? διοτι η αγαπη ειναι ισχυρα ως ο θανατος? η ζηλοτυπια σκληρα ως ο αδης? αι φλογες αυτης φλογες πυρος, αναφλεξις ορμητικωτατη.
7 Molte acque non potrebbero spegnere quest’amore, Nè fiumi inondarlo; Se alcuno desse tutta la sostanza di casa sua per quest’amore, Non se ne farebbe stima alcuna7 Υδατα πολλα δεν δυνανται να σβεσωσι την αγαπην, ουδε ποταμοι δυνανται να πνιξωσιν αυτην? εαν τις δωση παντα τα υπαρχοντα του οικου αυτου δια την αγαπην, παντελως θελουσι καταφρονησει αυτα.
8 Noi abbiamo una piccola sorella, La quale non ha ancora mammelle; Che faremo noi alla nostra sorella, Quando si terrà ragionamento di lei?8 Ημεις εχομεν αδελφην μικραν, και μαστους δεν εχει? τι θελομεν καμει εις την αδελφην ημων την ημεραν καθ' ην γεινη λογος περι αυτης;
9 Se ella è un muro, Noi vi edificheremo sopra un palazzo d’argento; E se è un uscio, Noi la rinforzeremo di tavole di cedro.9 Εαν ηναι τειχος, θελομεν οικοδομησει επ' αυτην παλατιον αργυρουν? και εαν ηναι θυρα, θελομεν περιασφαλισει αυτην με σανιδας κεδρινας.
10 Io sono un muro, Ed i miei seni son come torri; Allora sono stata nel suo cospetto come quella che ha trovata pace.10 Εγω ειμαι τειχος, και οι μαστοι μου ως πυργοι? τοτε ημην εις τους οφθαλμους αυτου ως ευρισκουσα ειρηνην.
11 Salomone avea una vigna in Baal-hamon, Ed egli la diede a de’ guardiani, Con patti che ciascun di loro gli portasse mille sicli d’argento Per lo frutto di essa.11 Ο Σολομων ειχεν αμπελωνα εν Βααλ-χαμων? εδωκε τον αμπελωνα εις φυλακας? εκαστος επρεπε να φερη δια τον καρπον αυτου χιλια αργυρια.
12 La mia vigna, che è mia, è davanti a me. Sieno i mille sicli tuoi, o Salomone; Ed abbianne i guardiani del frutto di essa dugento12 Ο αμπελων εμου ειναι εμπροσθεν μου? τα χιλια ας ηναι δια σε, Σολομων, και διακοσια δια τους φυλαττοντας τον καρπον αυτου.
13 O tu, che dimori ne’ giardini, I compagni attendono alla tua voce; Fammela udire.13 Ω συ η καθημενη εν τοις κηποις, οι συντροφοι προσεχουσιν εις την φωνην σου? καμε με να ακουσω αυτην.
14 Riduciti prestamente, o amico mio, A guisa di cavriuolo, o di cerbiatto, Sopra i monti degli aromati14 Φευγε, αγαπητε μου, και γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη των αρωματων.