Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Genesi 24


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR Abrahamo, essendo vecchio ed attempato, ed avendolo il Signore benedetto in ogni cosa,1 Ητο δε ο Αβρααμ γερων προβεβηκως την ηλικιαν? και ο Κυριος ευλογησε τον Αβρααμ κατα παντα.
2 disse ad un suo servitore, ch’era il più vecchio di casa sua, il quale avea il governo di tutte le cose sue: Deh! metti la tua mano sotto la mia coscia;2 Και ειπεν ο Αβρααμ προς τον δουλον αυτου τον πρεσβυτερον της οικιας αυτου, τον επιστατην παντων των υπαρχοντων αυτου, Βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου?
3 ed io ti farò giurar per lo Signore Iddio del cielo, ed Iddio della terra, che tu non prenderai al mio figliuolo moglie delle figliuole de’ Cananei, fra’ quali io dimoro.3 και θελω σε ορκισει εις Κυριον τον Θεον του ουρανου και τον Θεον της γης, οτι δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, μεταξυ των οποιων εγω κατοικω?
4 Ma che tu andrai al mio paese, ed al mio parentado, e di esso prenderai moglie al mio figliuolo Isacco.4 αλλ' εις τον τοπον μου, και εις την συγγενειαν μου θελεις υπαγει, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου τον Ισαακ.
5 E quel servitore gli disse: Forse non aggradirà a quella donna di venir dietro a me in questo paese; mi converrà egli del tutto rimenare il tuo figliuolo nel paese onde tu sei uscito?5 Ειπε δε προς αυτον ο δουλος, Ισως δεν θεληση η γυνη να μοι ακολουθηση εις την γην ταυτην? πρεπει να φερω τον υιον σου εις την γην εκ της οποιας εξηλθες;
6 Ed Abrahamo gli disse: Guardati che tu non rimeni là il mio figliuolo.6 Και ειπε προς αυτον ο Αβρααμ, Προσεχε, μη φερης τον υιον μου εκει?
7 Il Signore Iddio del cielo, il qual mi ha preso di casa di mio padre, e del mio natio paese, e mi ha parlato, e mi ha giurato, dicendo: Io darò alla tua progenie questo paese; esso manderà l’Angelo suo davanti a te, e tu prenderai di là moglie al mio figliuolo.7 Κυριος ο Θεος του ουρανου, οστις με ελαβεν εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης της γεννησεως μου, και οστις ελαλησε προς εμε και οστις ωμοσεν εις εμε λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην, αυτος θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου? και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκειθεν?
8 E se non aggrada alla donna di venir dietro a te, tu sarai sciolto di questo giuramento che io ti fo fare; sol non rimenar là il mio figliuolo.8 εαν δε η γυνη δεν θελη να σε ακολουθηση, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκου μου τουτου? μονον τον υιον μου να μη φερης εκει.
9 E il servitore pose la sua mano sotto la coscia di Abrahamo, suo signore, e gli giurò intorno a quest’affare9 Και εβαλεν ο δουλος την χειρα αυτου υπο τον μηρον του Αβρααμ του κυριου αυτου, και ωρκισθη εις αυτον περι του πραγματος τουτου.
10 E il servitore prese dieci cammelli, di quei del suo signore, e si partì, portando seco di ogni sorta di beni del suo signore; e, messosi in viaggio, andò in Mesopotamia, alla città di Nahor.10 Και ελαβεν ο δουλος δεκα καμηλους εκ των καμηλων του κυριου αυτου και ανεχωρησε, φερων μεθ' εαυτου απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου? και σηκωθεις, υπηγεν εις την Μεσοποταμιαν, εις την πολιν του Ναχωρ.
11 E, fatti posare in su le ginocchia i cammelli fuor della città, presso ad un pozzo d’acqua, in su la sera, al tempo ch’escono fuori quelle che vanno ad attigner l’acqua, disse:11 Και εγονατισε τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος, προς το εσπερας, οτε εξερχονται αι γυναικες δια να αντλησωσιν υδωρ.
12 O Signore Iddio di Abrahamo mio signore, dammi, ti prego, ch’io scontri oggi buono incontro; ed usa benignità inverso Abrahamo mio signore.12 Και ειπε, Κυριε Θεε του κυριου μου Αβρααμ, δος μοι, δεομαι, καλον συναντημα σημερον, και καμε ελεος εις τον κυριον μου Αβρααμ?
13 Ecco, io mi fermerò presso alla fonte d’acqua, e le figliuole della gente della città usciranno per attigner dell’acqua.13 ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος? αι δε θυγατερες των κατοικων της πολεως εξερχονται δια να αντλησωσιν υδωρ?
14 Avvenga adunque, che la fanciulla, la quale, dicendole io: Deh! abbassa la tua secchia, acciocchè io bea; mi dirà: Bevi, ed anche darò a bere a’ tuoi cammelli; essa sia quella che tu hai preparata ad Isacco, tuo servitore; ed in ciò conoscerò che tu avrai usata benignità verso il mio signore.14 και η κορη προς την οποιαν ειπω, Επικλινον, παρακαλω, την υδριαν σου δια να πιω, και αυτη ειπη, Πιε και θελω ποτισει και τας καμηλους σου, αυτη ας ηναι εκεινη, την οποιαν ητοιμασας εις τον δουλον σου τον Ισαακ? και εκ τουτου θελω γνωρισει οτι εκαμες ελεος εις τον κυριον μου.
15 Ed avvenne che, avanti ch’egli avesse finito di parlare, ecco Rebecca, figliuola di Betuel, figliuol di Milca, moglie di Nahor, fratello di Abrahamo, usciva fuori, avendo la sua secchia in su la spalla.15 Και πριν αυτος παυση λαλων, ιδου, εξηρχετο η Ρεβεκκα, ητις εγεννηθη εις τον Βαθουηλ, υιον της Μελχας, γυναικος του Ναχωρ, αδελφου του Αβρααμ, εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης.
16 E la fanciulla era di molto bello aspetto, vergine, ed uomo alcuno non l’avea conosciuta. Ed ella scese alla fonte, ed empiè la sua secchia, e se ne ritornava.16 Η δε κορη ητο ωραια την οψιν σφοδρα, παρθενος, και ανηρ δεν ειχε γνωρισει αυτην? αφου λοιπον κατεβη εις την πηγην, εγεμισε την υδριαν αυτης και ανεβαινε.
17 E quel servitore le corse incontro, e le disse: Deh! dammi a bere un poco d’acqua della tua secchia.17 Δραμων δε ο δουλος εις συναντησιν αυτης ειπε, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου.
18 Ed ella disse: Bevi, signor mio. E prestamente, calatasi la secchia in mano, gli diè da bere.18 Η δε ειπε, Πιε, κυριε μου? και εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επι τον βραχιονα αυτης, και εποτισεν αυτον.
19 E, dopo avergli dato da bere a sufficienza, disse: Io ne attignerò eziandio per li tuoi cammelli, finchè abbiano bevuto a sufficienza.19 και αφου επαυσε ποτιζουσα αυτον ειπε, Και δια τας καμηλους σου θελω αντλησει, εωσου πιωσι πασαι.
20 E prestamente votò la sua secchia nell’abbeveratoio, e corse di nuovo al pozzo per attignere; e attinse per tutti i cammelli di esso.20 Και παρευθυς εξεκενωσε την υδριαν αυτης εις την ποτιστραν, και εδραμεν ετι εις το φρεαρ δια να αντληση, και ηντλησε δια πασας τας καμηλους αυτου.
21 E quell’uomo stupiva di lei, stando tacito a considerare se il Signore avea fatto prosperare il suo viaggio, o no.21 Ο δε ανθρωπος, θαυμαζων δι' αυτην, εσιωπα, δια να γνωριση αν κατευωδωσεν ο Κυριος την οδον αυτου η ουχι.
22 E quando i cammelli ebber finito di bere, quell’uomo prese un monile d’oro, di peso d’un mezzo siclo, e gliel mise disopra al naso; e un par di maniglie d’oro di peso di dieci sicli, e gliele mise in su le mani.22 Και αφου επαυσαν αι καμηλοι πινουσαι, ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα βαρους ημισεος σικλου, και δυο βραχιολια δια τας χειρας αυτης, βαρους δεκα σικλων χρυσιου?
23 E le disse: Di chi sei tu figliuola? deh! dichiaramelo. Evvi in casa di tuo padre luogo per albergarci?23 και ειπε, Τινος θυγατηρ εισαι συ; ειπε μοι, παρακαλω? ειναι εν τη οικια του πατρος σου τοπος δι' ημας προς καταλυμα;
24 Ed ella rispose: Io son figliuola di Betuel, figliuolo di Milca; il quale ella partorì a Nahor.24 Η δε ειπε προς αυτον? ειμαι θυγατηρ Βαθουηλ του υιου της Μελχας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Ναχωρ.
25 Gli disse ancora: E’ vi è strame e pastura assai appo noi, ed anche luogo da albergarvi.25 ειπεν ετι προς αυτον, Ειναι εις ημας και αχυρα και τροφη πολλη και τοπος προς καταλυμα.
26 E quell’uomo s’inchinò, e adorò il Signore.26 Τοτε εκλινεν ο ανθρωπος και προσεκυνησε τον Κυριον?
27 E disse: Benedetto sia il Signore Iddio di Abrahamo mio signore, il qual non ha dismessa la sua benignità e lealtà inverso il mio signore; e quant’è a me, il Signore mi ha condotto per la diritta via in casa de’ fratelli del mio signore.27 και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, οστις δεν εγκατελιπε το ελεος αυτου και την αληθειαν αυτου απο του κυριου μου? ο Κυριος με κατευωδωσεν εις τον οικον των αδελφων του κυριου μου.
28 E la fanciulla corse, e rapportò quelle cose in casa di sua madre28 Δραμουσα δε η κορη ανηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης τα πραγματα ταυτα.
29 Or Rebecca avea un fratello, il cui nome era Labano; costui corse fuori a quell’uomo, alla fonte.29 Ειχε δε η Ρεβεκκα αδελφον ονομαζομενον Λαβαν? και εδραμεν ο Λαβαν προς τον ανθρωπον εξω εις την πηγην.
30 Come adunque egli ebbe veduto quel monile, e quelle maniglie nelle mani della sua sorella; e come ebbe intese le parole di Rebecca sua sorella, che dicea: Quell’uomo mi ha così parlato; egli se ne venne a quell’uomo; ed ecco, egli se ne stava presso de’ cammelli, appresso alla fonte.30 Και ως ειδε τα ενωτια και τα βραχιολια εις τας χειρας της αδελφης αυτου, και ως ηκουσε τους λογους Ρεβεκκας της αδελφης αυτου, λεγουσης, Ουτως ελαλησε προς εμε ο ανθρωπος, ηλθε προς τον ανθρωπον? και ιδου, ιστατο πλησιον των καμηλων επι της πηγης.
31 Ed egli gli disse: Entra, benedetto dal Signore; perchè te ne stai fuori? io ho pure apparecchiata la casa, e il luogo per i cammelli.31 Και ειπεν, Εισελθε, ευλογημενε του Κυριου? δια τι ιστασαι εξω; επειδη εγω ητοιμασα την οικιαν και τοπον δια τας καμηλους.
32 E quell’uomo entrò dentro la casa, e Labano scaricò i cammelli, e diede loro dello strame e della pastura; parimente recò dell’acqua per lavare i piedi a quell’uomo, ed a quelli che erano con lui.32 Και εισηλθεν ο ανθρωπος εις την οικιαν, και εκεινος εξεφορτωσε τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και τροφην εις τας καμηλους και υδωρ δια νιψιμον των ποδων αυτου και των ποδων των ανθρωπων των μετ' αυτου.
33 Poi gli fu posto avanti da mangiare; ma egli disse: Io non mangerò, finchè io non abbia detto ciò che ho da dire. Ed esso gli disse: Parla.33 Και παρετεθη εμπροσθεν αυτου φαγητον? αυτος ομως ειπε, Δεν θελω φαγει, εωσου λαλησω τον λογον μου. Ο δε ειπε, Λαλησον.
34 Ed egli disse: Io son servitore di Abrahamo.34 Και ειπεν, Εγω ειμαι δουλος του Αβρααμ.
35 Ora, il Signore ha grandemente benedetto il mio signore, ed egli è divenuto grande; e il Signore gli ha dato pecore, e buoi, ed oro, ed argento, e servi, e serve, e cammelli, ed asini.35 Και ο Κυριος ευλογησε τον κυριον μου σφοδρα, και εγεινε μεγας? και εδωκεν εις αυτον προβατα και βοας και αργυριον και χρυσιον και δουλους και δουλας και καμηλους και ονους.
36 E Sara, moglie del mio signore, dopo esser divenuta vecchia gli ha partorito un figliuolo, al quale egli ha dato tutto ciò ch’egli ha.36 Και εγεννησε Σαρρα, η γυνη του κυριου μου, υιον εις τον κυριον μου, αφου εγηρασε? και εδωκεν εις αυτον παντα οσα εχει.
37 E il mio signore mi ha fatto giurare, dicendo: Non prender moglie al mio figliuolo delle figliuole de’ Cananei, nel cui paese io dimoro.37 Και με ωρκισεν ο κυριος μου, λεγων, Δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, εις την γην των οποιων εγω κατοικω?
38 Anzi, va’ alla casa di mio padre, ed alla mia nazione, e prendi moglie al mio figliuolo.38 αλλ' εις τον οικον του πατρος μου θελεις υπαγει και εις την συγγενειαν μου, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου.
39 Ed io ho detto al mio signore: Forse quella donna non vorrà venirmi dietro.39 Και ειπον προς τον κυριον μου, Ισως δεν θεληση η γυνη να με ακολουθηση.
40 Ed egli mi ha detto: Il Signore, nel cui cospetto io son camminato, manderà il suo Angelo teco, e prospererà il tuo viaggio, e tu prenderai moglie al mio figliuolo, della mia nazione, e della casa di mio padre.40 Ο δε ειπε προς εμε, Ο Κυριος, εμπροσθεν του οποιου περιεπατησα, θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου μετα σου και θελει κατευοδωσει την οδον σου? και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ της συγγενειας μου και εκ του οικου του πατρος μου?
41 Allora sarai sciolto del giuramento che io ti fo fare; quando sarai andato alla mia nazione, se essi non te l’avranno voluta dare, allora sarai sciolto del giuramento che io ti fo fare.41 τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου? οταν υπαγης προς την συγγενειαν μου και δεν δωσωσιν εις σε, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου.
42 Essendo adunque oggi giunto alla fonte, io dissi: Signore Iddio di Abrahamo mio signore, se pur ti piace prosperare il viaggio che io ho impreso;42 Και ελθων σημερον εις την πηγην, ειπον, Κυριε ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, κατευοδωσον, δεομαι, την οδον μου, εις την οποιαν εγω υπαγω?
43 ecco, io mi fermerò presso a questa fontana di acqua; avvenga adunque, che la vergine che uscirà per attignere, la quale, dicendole io: Deh! dammi da bere un poco d’acqua della tua secchia;43 ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος? και η κορη ητις εξερχεται δια να αντληση και προς την οποιαν ειπω, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου,
44 mi dirà: Bevi pure; ed anche attignerò per i tuoi cammelli; essa sia la moglie che il Signore ha preparata al figliuolo del mio signore.44 και αυτη με ειπη, Και συ πιε, και δια τας καμηλους σου ακομη θελω αντλησει, αυτη ας ηναι η γυνη, την οποιαν ητοιμασεν ο Κυριος δια τον υιον του κυριου μου.
45 Avanti che io avessi finito di parlare fra me stesso, ecco, Rebecca uscì fuori, avendo la sua secchia in su la spalla; e scese alla fontana, ed attinse. Ed io le dissi: Deh! dammi da bere.45 Και πριν παυσω λαλων εν τη καρδια μου, ιδου, η Ρεβεκκα εξηρχετο εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης? και κατεβη εις την πηγην και ηντλησεν? ειπον δε προς αυτην, Ποτισον με, παρακαλω.
46 Ed ella, calatasi prestamente la sua secchia d’addosso, mi disse: Bevi; ed anche darò da bere a’ tuoi cammelli. Ed io bevvi, ed ella diede ancora da bere a’ cammelli.46 Η δε εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επανωθεν αυτης και ειπε, Πιε, και θελω ποτισει και τας καμηλους σου? επιον λοιπον και εποτισε και τας καμηλους.
47 Ed io la domandai, e le dissi: Di chi sei tu figliuola? Ed ella mi disse: Io son figliuola di Betuel, figliuolo di Nahor, il quale Milca gli partorì. Allora io le posi quel monile disopra al naso, e quelle maniglie in su le mani.47 Και ηρωτησα αυτην και ειπον, Τινος θυγατηρ εισαι; η δε ειπε, Θυγατηρ του Βαθουηλ, υιου του Ναχωρ, τον οποιον εγεννησεν εις αυτον η Μελχα? και περιεθεσα τα ενωτια εις το προσωπον αυτης και τα βραχιολια επι τας χειρας αυτης.
48 E m’inchinai, e adorai il Signore, e benedissi il Signore Iddio d’Abrahamo mio signore, il quale mi avea, per la vera via, condotto a prendere al figliuolo del mio signore la figliuola del fratello di esso.48 Και κλινας προσεκυνησα τον Κυριον? και ευλογησα Κυριον τον Θεον του κυριον μου Αβρααμ, οστις με κατευωδωσεν εις την αληθινην οδον, δια να λαβω την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου εις τον υιον αυτου.
49 Ora dunque, se voi volete usar benignità e lealtà verso il mio signore, significatemelo; se no, fatemelo assapere, ed io mi rivolgerò a destra o a sinistra.49 Τωρα λοιπον, εαν θελητε να καμητε ελεος και αληθειαν προς τον κυριον μου, ειπατε μοι, ει δε μη, ειπατε μοι, δια να στραφω δεξια η αριστερα.
50 E Labano e Betuel risposero, e dissero: Questa cosa è proceduta dal Signore; noi non possiamo dirti nè mal nè bene.50 Και αποκριθεντες ο Λαβαν και ο Βαθουηλ, ειπον, Παρα Κυριου εξηλθε το πραγμα? ημεις δεν δυναμεθα να σοι ειπωμεν κακον η καλον?
51 Ecco Rebecca al tuo comando; prendila, e vattene; e sia moglie del figliuol del tuo signore, siccome il Signore ne ha parlato.51 ιδου, η Ρεβεκκα εμπροσθεν σου? λαβε αυτην και υπαγε? και ας ηναι γυνη του υιου του κυριου σου, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
52 E quando il servitore di Abrahamo ebbe udite le lor parole, s’inchinò a terra, e adorò il Signore.52 Και οτε ηκουσεν ο δουλος του Αβρααμ τους λογους αυτων, προσεκυνησεν εως εδαφους τον Κυριον.
53 Poi quel servitore trasse fuori vasellamenti d’argento e d’oro, e vestimenti; e li diede a Rebecca; ed al fratello, ed alla madre di essa donò cose preziose53 Και εκβαλων ο δουλος σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και ενδυματα, εδωκεν εις την Ρεβεκκαν? εδωκεν ετι δωρα εις τον αδελφον αυτης και εις την μητερα αυτης.
54 E poi mangiarono e bevvero, egli, e gli uomini ch’erano con lui, ed albergarono quivi quella notte; e la mattina seguente, essendosi levati, egli disse: Rimandatemi al mio signore.54 Και εφαγον και επιον, αυτος και οι ανθρωποι οι μετ' αυτου, και διενυκτερευσαν? και αφου εσηκωθησαν το πρωι, ειπεν, Εξαποστειλατε με προς τον κυριον μου.
55 E il fratello e la madre di Rebecca dissero: Rimanga la fanciulla con noi alcuni giorni, almeno dieci; poi tu te ne andrai.55 Ειπον δε ο αδελφος αυτης και η μητηρ αυτης, Ας μεινη η κορη μεθ' ημων ημερας τινας, τουλαχιστον δεκα? μετα ταυτα θελει απελθει.
56 Ed egli disse loro: Non mi ritardate, poichè il Signore ha fatto prosperare il mio viaggio: datemi commiato, acciocchè io me ne vada al mio signore.56 Και ειπε προς αυτους, Μη με κρατειτε, διοτι ο Κυριος κατευωδωσε την οδον μου? εξαποστειλατε με να υπαγω προς τον κυριον μου.
57 Ed essi dissero: Chiamiamo la fanciulla, e domandiamone lei stessa.57 Οι δε ειπον, Ας καλεσωμεν την κορην και ας ερωτησωμεν την γνωμην αυτης.
58 Chiamarono adunque Rebecca, e le dissero: Vuoi tu andar con quest’uomo? Ed ella rispose: Sì, io vi andrò.58 Και εκαλεσαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Υπαγεις μετα του ανθρωπου τουτου; Η δε ειπεν, Υπαγω.
59 Così mandarono Rebecca, lor sorella, e la sua balia, col servitore di Abrahamo, e con la sua gente.59 Και εξαπεστειλαν την Ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και την τροφον αυτης, και τον δουλον του Αβρααμ και τους ανθρωπους αυτου
60 E benedissero Rebecca, e le dissero: Tu sei nostra sorella: moltiplica in mille migliaia; e possegga la tua progenie la porta de’ suoi nemici.60 Και ευλογησαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Αδελφη ημων εισαι, ειθε να γεινης εις χιλιαδας μυριαδων, και το σπερμα σου να εξουσιαση τας πυλας των εχθρων αυτου
61 E Rebecca si levò, insieme con le sue serventi, e montarono sopra i cammelli, e andarono dietro a quell’uomo. E quel servitore prese Rebecca, e se ne andò61 Και εσηκωθη η Ρεβεκκα και αι θεραπαιναι αυτης, και εκαθισαν επι τας καμηλους, και υπηγον κατοπιν του ανθρωπου? και ελαβεν ο δουλος την Ρεβεκκαν και ανεχωρησεν.
62 Or Isacco se ne ritornava di verso il Pozzo del Vivente che mi vede; perciocchè egli abitava nella contrada del mezzodì.62 Ο δε Ισαακ επεστρεφεν απο του φρεατος Λαχαι-ροι? διοτι κατωκει εν τη γη της μεσημβριας.
63 Ed era uscito fuori per fare orazione alla campagna, in sul far della sera. E, alzati gli occhi, riguardò, ed ecco de’ cammelli che venivano.63 Και εξηλθεν ο Ισαακ να προσευχηθη εν τη πεδιαδι περι το εσπερας? και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ηρχοντο καμηλοι.
64 Rebecca alzò anch’essa gli occhi, e vide Isacco, e si gittò giù d’in sul cammello.64 και υψωσασα η Ρεβεκκα τους οφθαλμους αυτης ειδε τον Ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου.
65 Perciocchè avendo detto a quel servitore: Chi è quell’uomo che ci cammina incontro nel campo? egli le avea detto: Egli è il mio signore. E prese un velo, e se ne coprì.65 Διοτι ειχεν ειπει προς τον δουλον, Τις ειναι ο ανθρωπος εκεινος, ο ερχομενος δια της πεδιαδος εις συναντησιν ημων; Ο δε δουλος ειχεν ειπει, Ειναι ο κυριος μου. Και αυτη λαβουσα την καλυπτραν, εσκεπασθη.
66 E il servitore raccontò ad Isacco tutte le cose ch’egli avea fatte.66 Και διηγηθη ο δουλος προς τον Ισαακ παντα οσα ειχε πραξει.
67 E Isacco menò Rebecca nel padiglione di Sara, sua madre; e la prese, ed ella divenne sua moglie, ed egli l’amò. E Isacco si consolò dopo la morte di sua madre67 Ο δε Ισαακ εφερεν αυτην εις την σκηνην της μητρος αυτου Σαρρας? και ελαβε την Ρεβεκκαν, και εγεινεν αυτου γυνη, και ηγαπησεν αυτην? και παρηγορηθη ο Ισαακ περι της μητρος αυτου.