Salmos 55
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOS | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Del maestro de coro. Para instrumentos de cuerda. Poema de David. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον, επι Νεγινωθ? Μασχιλ του Δαβιδ.>> Δος ακροασιν, Θεε, εις την προσευχην μου, και μη αποσυρθης απο της δεησεως μου. |
2 Dios mío, escucha mi oración, no seas insensible a mi súplica; | 2 Προσεξον εις εμε και εισακουσον μου? λυπουμαι εν τη μελετη μου και ταραττομαι, |
3 atiéndeme y respóndeme. La congoja me llena de inquietud; | 3 απο της φωνης του εχθρου, απο της καταθλιψεως του ασεβους? διοτι ριπτουσιν επ' εμε ανομιαν και μετ' οργης με μισουσιν. |
4 estoy turbado por los gritos el enemigo, por la opresión de los malvados: porque acumulan infamias contra mí y me hostigan con furor. | 4 Η καρδια μου καταθλιβεται εντος μου, και φοβος θανατου επεσεν επ' εμε. |
5 Mi corazón se estremece dentro de mi pecho, me asaltan los horrores de la muerte, | 5 Φοβος και τρομος ηλθεν επ' εμε, και φρικη με εκαλυψε. |
6 me invaden el temor y el temblor, y el pánico se apodera de mí. | 6 Και ειπα, Τις να μοι εδιδε πτερυγας ως περιστερας? ηθελον πεταξει και αναπαυθη. |
7 ¡Quién me diera alas de paloma para volar y descansar! | 7 Ιδου, ηθελον απομακρυνθη φευγων, ηθελον διατριβει εν τη ερημω. Διαψαλμα. |
8 Entonces huiría muy lejos, habitaría en el desierto. | 8 Ηθελον ταχυνει την φυγην μου απο της ορμης του ανεμου, απο της θυελλης. |
9 Me apuraría a encontrar un refugio contra el viento arrasador y la borrasca. | 9 Καταποντισον αυτους, Κυριε? διαιρεσον τας γλωσσας αυτων? διοτι ειδον καταδυναστειαν και εριδα εν τη πολει. |
10 Confunde sus lenguas, Señor, divídelas, porque no veo más que violencia y discordia en la ciudad, | 10 Ημεραν και νυκτα περικυκλουσιν αυτην περι τα τειχη αυτης? και ανομια και υβρις ειναι εν τω μεσω αυτης? |
11 rondando día y noche por sus muros. Dentro de ella hay maldad y opresión, | 11 πονηρια εν τω μεσω αυτης? και απατη και δολος δεν λειπουσιν απο των πλατειων αυτης. |
12 en su interior hay ruindad; la crueldad y el engaño no se apartan de sus plazas. | 12 Επειδη δεν με ωνειδισεν εχθρος, το οποιον ηθελον υποφερει? δεν ηγερθη επ' εμε ο μισων με? τοτε ηθελον κρυφθη απ' αυτου? |
13 Si fuera mi enemigo el que me agravia, podría soportarlo; si mi adversario se alzara contra mí, me ocultaría de él. | 13 Αλλα συ, ανθρωπε ομοψυχε, οδηγε μου και γνωστε μου? |
14 ¡Pero eres tú, un hombre de mi condición, mi amigo y confidente, | 14 οιτινες συνωμιλουμεν μετα γλυκυτητος, συνεπορευομεθα εις τον οικον του Θεου. |
15 con quien vivía en dulce intimidad: juntos íbamos entre la multitud a la Casa de Dios! | 15 Ας ελθη θανατος επ' αυτους? ας καταβωσι ζωντες εις τον αδην? διοτι μεταξυ αυτων, εν ταις κατοικιαις αυτων, ειναι κακιαι. |
16 Que la muerte los sorprenda, que bajen vivos al Abismo, porque dentro de sus moradas sólo existe la maldad. | 16 Εγω προς τον Θεον θελω κραζει, και ο Κυριος θελει με σωσει. |
17 Yo, en cambio, invoco a mi Dios, y el Señor me salvará. | 17 Εσπερας και πρωι και μεσημβριαν θελω παρακαλει και φωναζει? και θελει ακουσει της φωνης μου. |
18 De tarde, de mañana, al mediodía, gimo y me lamento, pero él escuchará mi clamor. | 18 Θελει λυτρωσει εν ειρηνη την ψυχην μου απο της μαχης της κατ' εμου? διοτι πολλοι ειναι εναντιον μου. |
19 El puso a salvo mi vida; se acercó cuando eran muy numerosos los que estaban contra mí. | 19 Ο Θεος, ο υπαρχων προ των αιωνων, θελει εισακουσει και θελει ταπεινωσει αυτους? Διαψαλμα? διοτι δεν μεταβαλλουσι τροπον ουδε φοβουνται τον Θεον. |
20 Dios, que reina desde siempre, los oyó y los humilló. Porque ellos no se corrigen ni temen a Dios; | 20 Εκαστος εκτεινει τας χειρας αυτου επι τους ειρηνευοντας μετ' αυτου? αθετει την συνθηκην αυτου. |
21 alzan las manos contra sus aliados y violan los pactos. | 21 Το στομα αυτου ειναι απαλωτερον βουτυρου, αλλ' εν τη καρδια αυτου ειναι πολεμος? τα λογια αυτου ειναι μαλακωτερα ελαιου, πλην ειναι ξιφη γυμνα. |
22 Su boca es más blanda que la manteca, pero su corazón desea la guerra; sus palabras son más suaves que el aceite, pero hieren como espadas. | 22 Επιρριψον επι τον Κυριον το φορτιον σου, και αυτος θελει σε ανακουφισει? δεν θελει ποτε συγχωρησει να σαλευθη ο δικαιος. |
23 Confía tu suerte al Señor, y él te sostendrá: nunca permitirá que el justo perezca. | 23 Αλλα συ, Θεε, θελεις καταβιβασει αυτους εις φρεαρ απωλειας? ανδρες αιματων και δολιοτητος δεν θελουσι φθασει εις το ημισυ των ημερων αυτων? αλλ' εγω θελω ελπιζει επι σε. |
24 Y tú, Dios mío, los precipitarás en la fosa más profunda. Los hombres sanguinarios y traidores no llegarán ni a la mitad de sus días. Yo, en cambio, confío en ti, Señor. |