SCRUTATIO

Sabato, 21 giugno 2025 - San Luigi Gonzaga ( Letture di oggi)

Isaías 51


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Prestadme oído, seguidores de lo justo, los que buscáis a Yahveh. Reparad en la peña de donde fuisteis tallados, y en la cavidad de pozo de donde fuisteis excavados.1 Ακουσατε μου, σεις οι ακολουθουντες την δικαιοσυνην, οι ζητουντες τον Κυριον? εμβλεψατε εις τον βραχον, εκ του οποιου ελατομηθητε, και εις το στομιον του λακκου, εκ του οποιου ανωρυχθητε.
2 Reparad en Abraham vuestro padre, y en Sara, que os dio a luz; pues uno solo era cuando le llamé, pero le bendije y le multipliqué.2 Εμβλεψατε εις τον Αβρααμ τον πατερα σας και εις την Σαρραν, ητις σας εγεννησε? διοτι εκαλεσα αυτον οντα ενα και ευλογησα αυτον και επληθυνα αυτον.
3 Cuando haya consolado Yahveh a Sión, haya consolado todas sus ruinas y haya trocado el desierto en Edén y la estepa en Paraíso de Yahveh, recocijo y alegría se encontrarán en ella, alabanza y son de canciones.3 Ο Κυριος λοιπον θελει παρηγορησει την Σιων? αυτος θελει παρηγορησει παντας τους ηρημωμενους τοπους αυτης? και θελει καμει την ερημον αυτης ως την Εδεμ και την ερημιαν αυτης ως παραδεισον του Κυριου? ευφροσυνη και αγαλλιασις θελει ευρισκεσθαι εν αυτη, δοξολογια και φωνη αινεσεως.
4 Préstame atención, pueblo mío, mi nación, escúchame; que una instrucción saldrá de mí, y juicio mío para luz de las naciones. Inminente,4 Ακουσον μου, λαε μου? και δος ακροασιν εις εμε, εθνος μου? διοτι νομος θελει εξελθει παρ' εμου και θελω στησει την κρισιν μου δια φως των λαων.
5 cercana está mi justicia, saldrá mi liberación, y mis brazos juzgarán a los pueblos. Las islas esperan en mí y cuentan con mi brazo.5 Η δικαιοσυνη μου πλησιαζει? η σωτηρια μου εξηλθε και οι βραχιονες μου θελουσι κρινει τους λαους? αι νησοι θελουσι προσμενει εμε και θελουσιν ελπιζει επι τον βραχιονα μου.
6 Alzad a los cielos vuestros ojos y contemplad la tierra abajo, pues los cielos como humareda se disiparán, la tierra como un vestido se gastará y sus moradores como el mosquito morirán. Pero mi salvación por siempre será, y mi justicia se mantendrá intacta.6 Υψωσατε τους οφθαλμους σας εις τους ουρανους και βλεψατε εις την γην κατω? διοτι οι ουρανοι θελουσι διαλυθη ως καπνος και η γη θελει παλαιωθη ως ιματιον και οι κατοικουντες εν αυτη θελουσιν αποθανει εξισου? αλλ' η σωτηρια μου θελει εισθαι εις τον αιωνα και η δικαιοσυνη μου δεν θελει εκλειψει.
7 Prestadme oído, sabedores de lo justo, pueblo consciente de mi ley. No temáis las injurias de los hombres, y de sus ultrajes no os asustéis;7 Ακουσατε μου, σεις οι γνωριζοντες δικαιοσυνην? λαε, εν τη καρδια του οποιου ειναι ο νομος μου? μη φοβεισθε τον ονειδισμον των ανθρωπων μηδε ταραττεσθε εις τας υβρεις αυτων.
8 pues como un vestido se los comerá la polilla, y como lana los comerá la tiña. Pero mi justicia por siempre será, y mi salvación por generaciones de generaciones.8 Διοτι ως ιματιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωληξ και ως μαλλιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωρος? αλλ' η δικαιοσυνη μου θελει μενει εις τον αιωνα και η σωτηρια μου εις γενεας γενεων.
9 ¡Despierta, despierta, revístete de poderío, oh brazo de Yahveh! ¡Despierta como en los días de antaño, en las generaciones pasadas! ¿No eres tú el que partió a Ráhab, el que atravesó al Dragón?9 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, ενδυθητι δυναμιν, βραχιων Κυριου? εξεγερθητι ως εν ταις αρχαιαις ημεραις, εν ταις παλαιαις γενεαις. Δεν εισαι συ, ο παταξας την Ρααβ και τραυματισας τον δρακοντα;
10 ¿No eres tú el que secó la Mar, las aguas del gran Océano, el que trocó las honduras del mar en camino para que pasasen los rescatados?10 Δεν εισαι συ, ο ξηρανας την θαλασσαν, τα υδατα της μεγαλης αβυσσου; ο ποιησας τα βαθη της θαλασσης οδον διαβασεως των λελυτρωμενων;
11 Los redimidos de Yahveh volverán, entrarán en Sión entre aclamaciones, y habrá alegría eterna sobre sus cabezas. ¡Regocijo y alegría les acompañarán! ¡Adios, el penar y suspiros!11 Και οι λελυτρωμενοι του Κυριου θελουσιν επιστρεψει και ελθει εν αλαλαγμω εις Σιων? και ευφροσυνη αιωνιος θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτων? αγαλλιασιν και ευφροσυνην θελουσιν απολαυσει? η λυπη και ο στεναγμος θελουσι φυγει.
12 Yo, yo soy tu consolador. ¿Quién eres tú, que tienes miedo del mortal y del hijo del hombre, al heno equiparado?12 Εγω, εγω ειμαι ο παρηγορων υμας. Συ τις εισαι και φοβεισαι απο ανθρωπου θνητου και απο υιου ανθρωπου, οστις θελει γεινει ως χορτος?
13 Olvidas a Yahveh, tu hacedor, el que extendió los cielos y cimentó la tierra; y te estás depavorido todo a lo largo del día ante la furia del opresor, en cuanto se aplica a destruir. Pues ¿dónde está esa furia del opresor?13 και ελησμονησας Κυριον τον Ποιητην σου, τον εκτειναντα τους ουρανους και θεμελιωσαντα την γην? και εφοβεισο παντοτε καθ' ημεραν την οργην του καταθλιβοντος σε, ως εαν ητο ετοιμος να καταστρεψη; και που ειναι τωρα η οργη του καταθλιβοντος;
14 Pronto saldrá libre el que está en la cárcel, no morirá en la hoya, no le faltará el pan.14 Ο ηχμαλωτισμενος σπευδει να λυθη και να μη αποθανη εν τω λακκω μηδε να στερηθη τον αρτον αυτου?
15 Yo soy Yahveh tu Dios, que agito el mar y hago bramar sus olas; Yahveh Sebaot es mi nombre.15 διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο ταραττων την θαλασσαν και ηχουσι τα κυματα αυτης? Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου.
16 Yo he puesto mis palabras en tu boca y te he escondido a la sombra de mi mano, cuando extendía los cielos y cimentaba la tierra, diciendo a Sión: «Mi pueblo eres tú».16 Και εθεσα τους λογους μου εις το στομα σου και σε εσκεπασα με την σκιαν της χειρος μου, δια να στερεωσω τους ουρανους και να θεμελιωσω την γην? και δια να ειπω προς την Σιων, Λαος μου εισαι.
17 ¡Despierta, despierta! ¡Levántate, Jerusalén! Tú, que has bebido de mano de Yahveh la copa de su ira. El cáliz del vértigo has bebido hasta vaciarlo.17 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, αναστηθι, Ιερουσαλημ, ητις επιες εκ της χειρος του Κυριου το ποτηριον του θυμου αυτου? επιες, εξεκενωσας και αυτην την τρυγιαν του ποτηριου της ζαλης.
18 No hay quien la guíe de entre todos los hijos que ha dado a luz, no hay quien la tome de la mano de entre todos los hijos que ha criado.18 Εκ παντων των υιων, τους οποιους εγεννησε, δεν υπαρχει ο οδηγων αυτην? ουδε ειναι εκ παντων των υιων, τους οποιους εξεθρεψεν, ο πιανων αυτην εκ της χειρος.
19 Estas dos cosas te han acaecido - ¿quién te conduele? - saqueo y quebranto, hambre y espada - ¿quién te consuela? -19 Τα δυο ταυτα ηλθον επι σε? τις θελει σε συλλυπηθη; ερημωσις και καταστροφη και πεινα και μαχαιρα? δια τινος να σε παρηγορησω;
20 Tus hijos desfallecen, yacen, en la esquina de todas las calles como antílope en la red, llenos de la ira de Yahveh, de la amenaza de tu Dios.20 Οι υιοι σου απενεκρωθησαν? κοιτονται απ' ακρου πασων των οδων, ως αγριος ταυρος εν δικτυοις? ειναι πληρεις του θυμου του Κυριου, της επιτιμησεως του Θεου σου.
21 Por eso, escucha esto, pobrecilla, ebria, pero no de vino.21 Οθεν, ακουε τωρα τουτο, τεθλιμμενη και μεθυουσα, πλην ουχι εξ οινου?
22 Así dice tu Señor Yahveh, tu Dios, defensor de tu pueblo. Mira que yo te quito de la mano la copa del vértigo, el cáliz de mi ira; ya no tendrás que seguir bebiéndolo.22 ουτω λεγει ο Κυριος σου, ο Κυριος και ο Θεος σου, ο δικολογων υπερ του λαου αυτου? Ιδου, ελαβον εκ των χειρων σου το ποτηριον της ζαλης, την τρυγιαν του ποτηριου του θυμου μου? δεν θελεις πλεον πιει αυτο του λοιπου?
23 Yo lo pondré en la mano de los que te afligían, de los que a ti misma te decían: «Póstrate para que pasemos», y tú pusiste tu espalda como suelo y como calle de los que pasaban.23 και θελω βαλει αυτο εις την χειρα των καταθλιβοντων σε, οιτινες ειπον προς την ψυχην σου, Κυψον, δια να περασωμεν? και συ εβαλες το σωμα σου ως γην και ως οδον εις τους διαβαινοντας.