Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 17


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Achitofel disse ad Assalonne: « Mi sceglierò dodici mila uomini e andrò a inseguir David questa notte,1 Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα?
2 e così, assalendolo mentre è stanco e scoraggiato, lo batterò, e quando sarà fuggita tutta la gente che è con lui, percuoterò il re desolato,2 και θελω επελθει κατ' αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον? και πας ο λαος ο μετ' αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον?
3 e ricondurrò tutto il popolo, come si farebbe tornare un uomo solo; tu infatti non cerchi che un uomo solo, e tutto il popolo sarà in pace ».3 και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε? διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον? πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.
4 Tal discorso piacque ad Assalonne e a tutti gli anziani d'Israele.4 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
5 Ma Assalonne disse: « Chiamate Cusai Arachita, e sentiamo anche il suo parere ».5 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.
6 Essendogli venuto dinanzi Cusai, Assalonne gli disse: « Achitòfel ha dato questo consiglio: dobbiamo seguirlo o no? E tu qual consiglio daresti? »6 Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον? πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.
7 Cusai rispose ad Assalonne: « Il consiglio d'Achitofel questa volta non è buono ».7 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.
8 E seguitò a dire: « Tu sai che tuo padre e gli uomini che son con lui son fortissimi, ed esasperati, come un'orsa infuriata a cui siano stati rapiti nella boscaglia i figli; e di più tuo padre è un uomo di battaglia, e non starà fermo colla sua gente.8 Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου?
9 Forse egli ora sta nascosto nelle caverne, o in altro luogo da lui scelto; e se anche uno dei tuoi cade da principio, chiunque l'avrà udito andrà a dire: E' toccata una sconfitta al popolo che seguiva Assalonne.9 ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω? και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ?
10 Allora i più forti, anche quelli che hanno un cuor di leone, rimarranno scoraggiati dalla paura, perchè tutto il popolo d'Israele sa che tuo padre è forte e che son valorosi tutti quelli che son con lui.10 τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη? διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος? και οι μετ' αυτου, ανδρες δυναμεως?
11 Ecco dunque quello che mi sembra un buon consiglio. Quando sarà radunato intorno a te tutto il popolo d'Israele, da Dan fino a Bersabee, innumerevole come l'arena del mare, e tu in mezzo a loro,11 δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης?
12 ci getteremo sopra di lui dovunque si trovi: lo ricopriremo come la rugiada suol coprire la terra, e di tutti gli uomini che son con lui non ne lasceremo scappare neppur uno.12 ουτω θελομεν επελθει κατ' αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην? ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ' αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις?
13 Se poi entrasse in qualche città, tutto Israele cingerà di funi quella città e la trascinerà nel torrente in modo da non ritrovarne neanche una pietruzza ».13 εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.
14 Assalonne e tutti gli uomini d'Israele dissero: « Il consiglio di Cusai Arachita è migliore di quello di Achitofel ». Così, per volontà del Signore, fu reso vano l'utile consiglio d'Achitofel, perchè il Signore voleva far cadere la sciagura sopra Assalonne.14 Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.
15 Poi Cusai andò a dire a Sadoc e ad Abiatar sacerdoti: « Achitòfel ha dato ad Assalonne ed ai seniori d'Israele tale e tale consiglio ed io ho dato quest'altro.15 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω?
16 Or dunque spedite subito chi lo faccia sapere a David e gli dica: Non ti fermare questa notte nelle pianure del deserto, ma passa senza ritardo di là, affinchè il re non resti schiacciato con tutta la sua gente ».16 τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ' αυτου.
17 Or Gionata e Achimaas, che stavano presso la fontana di Rogel, appena giunse una serva ad avvertirli, partirono per recare l'avviso al re David. Essi non dovevano esser veduti, nè entrare in città,17 Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν-ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν? και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα? οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.
18 ma li vide un certo giovinetto che ne avvisò Assalonne. Allora essi, entrati di corsa in casa di un certo uomo di Bahurim, il quale aveva nel suo cortile un pozzo, vi si calaron dentro.18 Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ? πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.
19 La donna di casa prese una coperta e la distese sulla bocca del pozzo, come per seccare l'orzo pesto, in modo che restassero nascosti.19 Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ' αυτο κοπανισμενον σιτον? ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.
20 Or quando i servi di Assalonne giunsero in quella casa e dissero alla donna: « Dov'è Achimaas e Gionata? » la donna rispose: « Son passati in fretta dopo aver bevuto un po' d'acqua ». Così quelli che li cercavano, non avendoli trovati, se ne tornarono a Gerusalemme.20 Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το ρυακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
21 Quando se ne furono andati, Achimaas e Gionata uscirono dal pozzo e andarono a portar l'avviso al re David e dissero: « Movetevi e passate subito il fiume, perchè Achitò­fel ha dato tal consiglio contro di voi ».21 Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ? διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.
22 David e tutta la gente che era con lui si mossero e passarono il Giordano prima che si facesse giorno: non ci fu nessuno che non passasse il fiume.22 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην? μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.
23 Quando Achitòfel vide che non era stato eseguito il suo consiglio, sellò il suo asino e se ne andò a casa sua nella sua città, poi, dopo aver messo in ordine la sua casa, s'impiccò, e fu sepolto nel sepolcro di suo padre.23 Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου? και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.
24 David andò al Campo, e Assalonne passò il Giordano con tutti gli uomini d'Israele.24 Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ? ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ' αυτου.
25 Assalonne mise a capo dell'esercito, al posto di Gioab, Amasa, il quale era figlio di un uomo di Iezrael chiamato Ietra e che era entrato da Abigail figlia di Naas, sorella di quella Sarvia che fu madre di Gioab.25 Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.
26 Israele con Assalonne pose il campo nella terra di Galaad.26 Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.
27 Or quando David giunse al Campo, Sobi, figlio di Naas, di Rabbat dei figli d'Ammon, Machir, figlio di Ammihel di Lodabar, e Berzellai, Galaadita di Rogeim,27 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο-δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,
28 gli offrirono dei letti, dei tappeti, dei vasi di terra, del grano, dell'orzo, della farina, del grano arrostito, delle fave, delle lenticchie, dei ceci tostati,28 εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,
29 del miele, del burro, delle pecore, dei vitelli grassi; li diedero a David e alla gente che era con lui perchè ne mangiassero, temendo che il popolo si stancasse per la fame e per la sete nel deserto.29 και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ' αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.