1 Scendi, siediti nella polvere, o vergine, figlia di Babilonia! Siediti sulla terra, senza trono, figlia dei Caldei! Perché non sarai più chiamata tenera e delicata. | 1 Καταβα και καθησον επι του χωματος, παρθενε θυγατηρ της Βαβυλωνος? καθησον κατα γης? θρονος πλεον δεν ειναι, θυγατηρ των Χαλδαιων? διοτι δεν θελεις πλεον ονομασθη απαλη και τρυφερα. |
2 Prendi la mola e macina la farina! Rimuovi il tuo velo, scopri lo strascico, denuda le gambe, attraversa i fiumi! | 2 Πιασον τον χειρομυλον και αλεθε αλευρον? εκκαλυψον τους πλοκαμους σου, γυμνωσον τους ποδας, εκκαλυψον τας κνημας, περασον τους ποταμους. |
3 La tua nudità sarà scoperta, e apparirà il tuo obbrobrio. Farò vendetta e nessuno intercederà. | 3 Η γυμνωσις σου θελει εκκαλυφθη? ναι, η αισχυνη σου θελει φανη? εκδικησιν θελω λαβει και δεν θελω φεισθη ανθρωπον. |
4 Il nostro redentore, il cui nome è Signore degli eserciti, il Santo d'Israele, dice: | 4 Του Λυτρωτου ημων το ονομα ειναι, Ο Κυριος των δυναμεων, ο Αγιος του Ισραηλ. |
5 "Siedi silenziosa ed entra nelle tenebre, figlia dei Caldei, perché non sarai più chiamata signora dei regni!". | 5 Καθησον σιωπωσα και εισελθε εις το σκοτος, θυγατηρ των Χαλδαιων? διοτι δεν θελεις πλεον ονομαζεσθαι, Η κυρια των βασιλειων. |
6 Mi sono adirato contro il mio popolo, ho profanato la mia eredità; li ho consegnati in tuo potere, ma tu non hai dimostrato loro pietà. Sugli anziani facesti pesare il tuo giogo enormemente. | 6 Ωργισθην κατα του λαου μου, εμιανα την κληρονομιαν μου και παρεδωκα αυτους εις την χειρα σου? πλην συ δεν εδειξας εις αυτους ελεος? σφοδρα εβαρυνας τον ζυγον σου επι τον γεροντα. |
7 Tu pensavi: "Sarò per sempre, sarò sovrana in perpetuo". Non hai considerato queste cose, non hai meditato sul loro seguito. | 7 Και ειπας, εις τον αιωνα θελω εισθαι κυρια? ωστε δεν εβαλες ταυτα εν τη καρδια σου ουδε ενεθυμηθης τα εσχατα αυτων. |
8 Ed ora ascolta questo, o voluttuosa, che riposi sicura, che pensi in cuor tuo: "Io e nessun altro! Non rimarrò vedova, non conoscerò la mancanza di figli!". | 8 Τωρα λοιπον ακουσον τουτο, η παραδεδομενη εις τας τρυφας, η κατοικουσα αμεριμνως, η λεγουσα εν τη καρδια σου, Εγω ειμαι και εκτος εμου ουδεμια αλλη? δεν θελω καθησει χηρα και δεν θελω γνωρισει ατεκνωσιν. |
9 Queste due cose piomberanno su di te, istantaneamente, in un sol giorno: mancanza di figli e vedovanza verranno a te in piena misura, malgrado l'abbondanza dei tuoi sortilegi e la potenza dei tuoi numerosi scongiuri. | 9 Τα δυο ταυτα θελουσι βεβαιως ελθει επι σε εξαιφνης εν μια ημερα, ατεκνωσις και χηρεια? θελουσιν ελθει επι σε καθ' ολοκληριαν δια το πληθος των μαγειων σου, δια την μεγαλην αφθονιαν των γοητευματων σου? |
10 Confidavi nella tua malizia e dicevi: "Nessuno mi vede". La tua sapienza e la tua scienza ti hanno fuorviato. Eppure tu pensavi nel tuo cuore: "Io e nessun altro". | 10 διοτι εθαρρευθης επι την πονηριαν σου και ειπας, δεν με βλεπει ουδεις. Η σοφια σου και η επιστημη σου σε απεπλανησαν? και ειπας εν τη καρδια σου, Εγω ειμαι και εκτος εμου ουδεμια αλλη. |
11 Ti sopraggiungerà la disgrazia che tu non potrai scongiurare; cadrà su di te la rovina che non potrai evitare; verrà su di te all'istante la catastrofe, che non hai previsto. | 11 Δια τουτο θελει ελθει κακον επι σε, χωρις να εξευρης ποθεν γενναται? και συμφορα θελει πεσει κατα σου, χωρις να δυνασαι να αποστρεψης αυτην? και ολεθρος θελει ελθει, αιφνιδιως επι σε, χωρις να εξευρης. |
12 Rimani con i tuoi incantesimi e con la moltitudine dei tuoi sortilegi, per i quali ti sei affaticata sin dalla giovinezza: forse te ne potrai giovare, forse ti renderai terribile! | 12 Στηθι τωρα με τας γοητειας σου και με το πληθος των μαγειων σου, εις τας οποιας ηγωνισθης εκ νεοτητος σου? αν δυνασαι να ωφεληθης, αν δυνασαι να υπερισχυσης. |
13 Ti sei stancata per i tuoi molti consiglieri: si presentino, e ti salvino quelli che misurano il cielo, che contemplano le stelle e pronosticano ogni mese ciò che ti accadrà. | 13 Απεκαμες εν τω πληθει των βουλων σου. Ας σηκωθωσι τωρα οι ουρανοσκοποι, οι αστρολογοι, οι μηνολογοι προγνωστικοι, και ας σε σωσωσιν εκ των επερχομενων επι σε. |
14 Ecco, sono diventati come paglia; il fuoco li ha bruciati! Non salveranno le loro persone dal potere della fiamma. Ma non sono braci per cuocere il pane né focolare per sedervisi davanti. | 14 Ιδου, θελουσιν εισθαι ως αχυρον? πυρ θελει κατακαυσει αυτους? δεν θελουσι δυνηθη να σωσωσιν εαυτους απο της δυναμεως της φλογος? δεν θελει μεινει ανθραξ δια να θερμανθη τις ουδε πυρ δια να καθηση εμπροσθεν αυτου. |
15 Così sono stati per te i tuoi incantatori, con i quali ti sei affaticata sin dalla giovinezza. Ognuno erra per conto suo, non c'è nessuno che ti salvi! | 15 Τοιουτοι θελουσιν εισθαι εις σε εκεινοι, μετα των οποιων εκ νεοτητος σου εκοπιασας, οι εμποροι σου? θελουσι φυγει περιπλανωμενοι εκαστος εις το μερος αυτου? ουδεις θελει σε σωσει. |