Salmi 17
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA RICCIOTTI | LXX |
---|---|
1 - Al corifeo. [Salmo] del servo del Signore, David, il quale rivolse al Signore le parole di questo cantico, il giorno in cui il Signore lo liberò dalle mani di tutti i suoi nemici e dalla mano di Saul. E disse: | 1 εις το τελος τω παιδι κυριου τω δαυιδ α ελαλησεν τω κυριω τους λογους της ωδης ταυτης εν ημερα η ερρυσατο αυτον κυριος εκ χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ χειρος σαουλ |
2 Io t'amo, o Signore, mia forza! | 2 και ειπεν αγαπησω σε κυριε η ισχυς μου |
3 Il Signore è il mio sostegno, il mio rifugio e il mio liberatore. Il mio Dio è l'aiuto mio in cui spero, il mio protettore e il corno della mia salvezza e il mio difensore. | 3 κυριος στερεωμα μου και καταφυγη μου και ρυστης μου ο θεος μου βοηθος μου και ελπιω επ' αυτον υπερασπιστης μου και κερας σωτηριας μου αντιλημπτωρ μου |
4 Lodo e invoco il Signore, e da' miei nemici son salvo. | 4 αινων επικαλεσομαι κυριον και εκ των εχθρων μου σωθησομαι |
5 Mi circondarono ambasce di morte e i torrenti dell'iniquità mi costernarono: | 5 περιεσχον με ωδινες θανατου και χειμαρροι ανομιας εξεταραξαν με |
6 le ambasce degli Inferi mi circondarono, mi sorpresero lacci di morte. | 6 ωδινες αδου περιεκυκλωσαν με προεφθασαν με παγιδες θανατου |
7 Nella tribolazione mia invocai il Signore, e verso il mio Dio gridai. Ed egli ascoltò dal suo santo tempio la mia voce, e il mio grido al suo cospetto penetrò negli orecchi di lui. | 7 και εν τω θλιβεσθαι με επεκαλεσαμην τον κυριον και προς τον θεον μου εκεκραξα ηκουσεν εκ ναου αγιου αυτου φωνης μου και η κραυγη μου ενωπιον αυτου εισελευσεται εις τα ωτα αυτου |
8 S'agitò e tremò la terra, le fondamenta delle montagne furon scosse e traballaron dinanzi al suo sdegno. | 8 και εσαλευθη και εντρομος εγενηθη η γη και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν οτι ωργισθη αυτοις ο θεος |
9 Si levò fumo dalle sue nari, e fuoco divampò dalla sua bocca: carboni accesi [schizzaron] fuori da lui. | 9 ανεβη καπνος εν οργη αυτου και πυρ απο προσωπου αυτου κατεφλογισεν ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου |
10 Chinò i cieli e discese, e caligine era sotto i suoi piedi. | 10 και εκλινεν ουρανον και κατεβη και γνοφος υπο τους ποδας αυτου |
11 E montò sui cherubi e volò, volò sulle ali dei vènti. | 11 και επεβη επι χερουβιν και επετασθη επετασθη επι πτερυγων ανεμων |
12 E dispose le tenebre a suo nascondiglio: fu sua tenda intorno a luil'acqua tenebrosa nelle nuvole dell'aria. | 12 και εθετο σκοτος αποκρυφην αυτου κυκλω αυτου η σκηνη αυτου σκοτεινον υδωρ εν νεφελαις αερων |
13 Per il fulgore, al suo cospetto, si dissiparon le nubi, grandine [piovve] e carboni di fuoco. | 13 απο της τηλαυγησεως ενωπιον αυτου αι νεφελαι διηλθον χαλαζα και ανθρακες πυρος |
14 E tonò dal cielo il Signore e l'Altissimo fe' risonar la sua voce:grandine [piovve] e carboni di fuoco. | 14 και εβροντησεν εξ ουρανου κυριος και ο υψιστος εδωκεν φωνην αυτου |
15 E scagliò le sue frecce e li disperse, moltiplicò le folgori e li sgominò. | 15 και εξαπεστειλεν βελη και εσκορπισεν αυτους και αστραπας επληθυνεν και συνεταραξεν αυτους |
16 E apparvero le scaturigini delle acque, e si svelaron le fondamenta della terra, per il tuo sbuffare, o Signore, per il soffio veemente dell'ira tua! | 16 και ωφθησαν αι πηγαι των υδατων και ανεκαλυφθη τα θεμελια της οικουμενης απο επιτιμησεως σου κυριε απο εμπνευσεως πνευματος οργης σου |
17 Stese dall'alto [la sua mano] e mi prese, e mi trasse su dalle molte acque. | 17 εξαπεστειλεν εξ υψους και ελαβεν με προσελαβετο με εξ υδατων πολλων |
18 Mi liberò dai miei nemici potentissimi, e da coloro che m'odiavano, ch'eran più forti di me. | 18 ρυσεται με εξ εχθρων μου δυνατων και εκ των μισουντων με οτι εστερεωθησαν υπερ εμε |
19 M'avevan sorpreso nel giorno della mia sciagura; ma il Signore fu il mio protettore. | 19 προεφθασαν με εν ημερα κακωσεως μου και εγενετο κυριος αντιστηριγμα μου |
20 E mi trasse fuori al largo: mi salvò perché mi voleva bene. | 20 και εξηγαγεν με εις πλατυσμον ρυσεται με οτι ηθελησεν με ρυσεται με εξ εχθρων μου δυνατων και εκ των μισουντων με |
21 E ha reso a me secondo la sua giustizia, e secondo la purità delle mie mani m'ha retribuito. | 21 και ανταποδωσει μοι κυριος κατα την δικαιοσυνην μου και κατα την καθαριοτητα των χειρων μου ανταποδωσει μοι |
22 Perchè ho custodito le vie del Signore, nè empiamente ho agito [allontanandomi] dal mio Dio. | 22 οτι εφυλαξα τας οδους κυριου και ουκ ησεβησα απο του θεου μου |
23 Giacchè tutte le sue leggi mi stavan davanti, e i suoi precetti non rigettavo da me. | 23 οτι παντα τα κριματα αυτου ενωπιον μου και τα δικαιωματα αυτου ουκ απεστησα απ' εμου |
24 E senza macchia son stato verso di lui, e mi son guardato dall'iniquità. | 24 και εσομαι αμωμος μετ' αυτου και φυλαξομαι απο της ανομιας μου |
25 E ha reso a me il Signore secondo la mia giustiziae secondo la purità delle mie mani dinanzi ai suoi occhi. | 25 και ανταποδωσει μοι κυριος κατα την δικαιοσυνην μου και κατα την καθαριοτητα των χειρων μου ενωπιον των οφθαλμων αυτου |
26 Con l'uomo pio, pio tu sei, e con il retto, retto ti dimostri. | 26 μετα οσιου οσιωθηση και μετα ανδρος αθωου αθωος εση |
27 E con il puro sei puro, e col perverso fai da perverso. | 27 και μετα εκλεκτου εκλεκτος εση και μετα στρεβλου διαστρεψεις |
28 Perché la gente umile tu salvi, e gli occhi de' superbi tu abbatti. | 28 οτι συ λαον ταπεινον σωσεις και οφθαλμους υπερηφανων ταπεινωσεις |
29 Tu invero dai lume alla mia lampada, o Signore: tu, mio Dio, illumini le mie tenebre! | 29 οτι συ φωτιεις λυχνον μου κυριε ο θεος μου φωτιεις το σκοτος μου |
30 Per te son tratto fuor dal cimento, e con l'aiuto del mio Dio dò la scalata alle mura! | 30 οτι εν σοι ρυσθησομαι απο πειρατηριου και εν τω θεω μου υπερβησομαι τειχος |
31 La via del mio Dio è senza macchia, le parole del Signore son saggiate [e depurate] al fuoco: egli è il protettore di quanti sperano in lui. | 31 ο θεος μου αμωμος η οδος αυτου τα λογια κυριου πεπυρωμενα υπερασπιστης εστιν παντων των ελπιζοντων επ' αυτον |
32 Poichè chi è Dio fuori del Signore? o dov' è una Rupe fuori del nostro Dio? | 32 οτι τις θεος πλην του κυριου και τις θεος πλην του θεου ημων |
33 [Quel] Dio che mi cinse di forza, e rese perfetta la mia via: | 33 ο θεος ο περιζωννυων με δυναμιν και εθετο αμωμον την οδον μου |
34 che pareggiò i miei piedi a quelli delle cerve, e sulle alture mi stabilì [al sicuro]; | 34 ο καταρτιζομενος τους ποδας μου ως ελαφου και επι τα υψηλα ιστων με |
35 che addestrò le mie mani alla battaglia, e fece le mie braccia quasi arco di bronzo! | 35 διδασκων χειρας μου εις πολεμον και εθου τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου |
36 E mi desti la protezione di tua salvezza, e la tua destra mi sostenne, e la tua guida mi diresse del continuoe la stessa tua guida m'istruirà [in avvenire]. | 36 και εδωκας μοι υπερασπισμον σωτηριας μου και η δεξια σου αντελαβετο μου και η παιδεια σου ανωρθωσεν με εις τελος και η παιδεια σου αυτη με διδαξει |
37 Larghi rendesti i miei passi sotto di me, e non vacillarono i miei piedi. | 37 επλατυνας τα διαβηματα μου υποκατω μου και ουκ ησθενησαν τα ιχνη μου |
38 Inseguii i miei nemici e li raggiunsie non tornai indietro sino a che non fosser distrutti. | 38 καταδιωξω τους εχθρους μου και καταλημψομαι αυτους και ουκ αποστραφησομαι εως αν εκλιπωσιν |
39 Li abbattei e non posson risorgere, caddero sotto i miei piedi. | 39 εκθλιψω αυτους και ου μη δυνωνται στηναι πεσουνται υπο τους ποδας μου |
40 Mi cingesti di forza per la battaglia, e abbattesti sotto di me i miei aggressori. | 40 και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον συνεποδισας παντας τους επανιστανομενους επ' εμε υποκατω μου |
41 E i miei nemici facesti che mi volgesser la schienae i miei avversari sbaragliasti. | 41 και τους εχθρους μου εδωκας μοι νωτον και τους μισουντας με εξωλεθρευσας |
42 Gridarono, ma non c'era chi li salvasse, [gridarono] al Signore, e non li esaudì. | 42 εκεκραξαν και ουκ ην ο σωζων προς κυριον και ουκ εισηκουσεν αυτων |
43 Ed io li stritolai come polvere in faccia al vento, come fango delle strade li spazzai via. | 43 και λεπτυνω αυτους ως χουν κατα προσωπον ανεμου ως πηλον πλατειων λεανω αυτους |
44 Mi liberasti da discordie di popolo, mi hai posto a capo di nazioni. | 44 ρυση με εξ αντιλογιων λαου καταστησεις με εις κεφαλην εθνων λαος ον ουκ εγνων εδουλευσεν μοι |
45 Tal popolo, ch' io non conoscevo [neppure], [ora] mi serve, con attento orecchio m'obbedisce. | 45 εις ακοην ωτιου υπηκουσεν μοι υιοι αλλοτριοι εψευσαντο μοι |
46 Gli stranieri mi adulano, gli stranieri sono [abbattuti, quasi] invecchiati, e zoppicando s'allontanan dalle loro vie. | 46 υιοι αλλοτριοι επαλαιωθησαν και εχωλαναν απο των τριβων αυτων |
47 Vive il Signore. Benedetto è il mio Dio! e sia esaltato il Dio della mia salvezza! | 47 ζη κυριος και ευλογητος ο θεος μου και υψωθητω ο θεος της σωτηριας μου |
48 Tu, o Dio, che mi procacci le vendette, e sottometti i popoli sotto di me, che mi salvi dai miei feroci nemici! | 48 ο θεος ο διδους εκδικησεις εμοι και υποταξας λαους υπ' εμε |
49 Da' miei assalitori tu mi metti al sicurodall'uomo malvagio [e violento] tu mi liberi. | 49 ο ρυστης μου εξ εχθρων μου οργιλων απο των επανιστανομενων επ' εμε υψωσεις με απο ανδρος αδικου ρυση με |
50 Perciò ti loderò tra le nazioni, o Signore, e inneggerò al tuo nome, | 50 δια τουτο εξομολογησομαι σοι εν εθνεσιν κυριε και τω ονοματι σου ψαλω |
51 che ha concesso salvezza magnifica al suo re, e favore ha largito al suo Unto, a David e alla sua progenie in eterno. | 51 μεγαλυνων τας σωτηριας του βασιλεως αυτου και ποιων ελεος τω χριστω αυτου τω δαυιδ και τω σπερματι αυτου εως αιωνος |