Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 9


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και επορευθη αβιμελεχ υιος ιεροβααλ εις σικιμα προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ελαλησεν προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου της μητρος αυτου λεγων1 Ekkor Abimelek, Jerobaál fia elment Szíchembe, anyja testvéreihez, és szólt hozzájuk s anyja apai házának egész nemzetségéhez, ezeket mondva:
2 λαλησατε δη εν ωσιν των ανδρων σικιμων ποιον βελτιον εστιν το αρχειν υμων εβδομηκοντα ανδρας παντας υιους ιεροβααλ η κυριευειν υμων ανδρα ενα και μνησθητε οτι σαρξ υμων και οστουν υμων εγω ειμι2 »Szóljatok Szíchem valamennyi emberéhez: ‘Mi jobb nektek, az-e, hogy hetven ember, Jerobaál valamennyi fia uralkodjon rajtatok, vagy az, hogy egy ember uralkodjon rajtatok? Vegyétek tekintetbe azt is, hogy én csontotok és húsotok vagyok.’« –
3 και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εν τοις ωσιν παντων των ανδρων σικιμων παντας τους λογους τουτους και εκλινεν καρδια αυτων οπισω αβιμελεχ οτι ειπαν αδελφος ημων εστιν3 Anyja testvérei el is mondták róla mindezeket a dolgokat Szíchem valamennyi emberének, s Abimelek felé hajlították azoknak a szívét, mert azt mondták: »Testvérünk ő nekünk!«
4 και εδωκαν αυτω εβδομηκοντα αργυριου εκ του οικου βααλ διαθηκης και εμισθωσατο εν αυτοις αβιμελεχ ανδρας κενους και θαμβουμενους και επορευθησαν οπισω αυτου4 Anyja testvérei el is mondták róla mindezeket a dolgokat Szíchem valamennyi emberének, s Abimelek felé hajlították azoknak a szívét, mert azt mondták: »Testvérünk ő nekünk!«
5 και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις εφραθα και απεκτεινεν τους αδελφους αυτου υιους ιεροβααλ εβδομηκοντα ανδρας επι λιθον ενα και απελειφθη ιωαθαμ υιος ιεροβααλ ο νεωτερος οτι εκρυβη5 Aztán elment Efrába, apja házába, s megölte testvéreit, Jerobaál fiait, a hetven férfit, egy kövön; csak Jótám, Jerobaál legkisebbik fia maradt meg, mert az elrejtőzött.
6 και συνηχθησαν παντες οι ανδρες σικιμων και πας ο οικος μααλλων και επορευθησαν και εβασιλευσαν τον αβιμελεχ εις βασιλεα προς τη βαλανω της στασεως εν σικιμοις6 Erre összegyűlt Szíchem minden embere és Milló városának valamennyi családja, és elmentek, s királlyá tették Abimeleket az alatt a tölgyfa alatt, amely Szíchemnél állott.
7 και ανηγγειλαν τω ιωαθαμ και επορευθη και εστη επι της κορυφης του ορους γαριζιν και επηρεν την φωνην αυτου και εκαλεσεν και ειπεν αυτοις ακουσατε μου ανδρες σικιμων και ακουσαι υμων ο θεος7 Amikor ezt hírül vitték Jótámnak, ő elment, s megállt a Garizim hegyének tetején és harsány hangon kiáltva így szólt: »Hallgassatok meg, Szíchem emberei, hogy Isten meghallgasson titeket!
8 πορευομενα επορευθησαν τα ξυλα του χρισαι εαυτοις βασιλεα και ειπον τη ελαια βασιλευσον εφ' ημων8 Elmentek a fák, hogy királyt kenjenek föl maguknak. Azt mondták azért az olajfának: ‘Uralkodj rajtunk!’
9 και ειπεν αυτοις η ελαια αφεισα την πιοτητα μου ην εν εμοι εδοξασεν ο θεος και ανθρωποι πορευθω αρχειν των ξυλων9 Az így felelt: ‘Elhagyhatnám-e zsiradékomat, amelyet istenek, emberek élveznek, s elmehetnék-e, hogy a fák között ide-oda mozogjak?’
10 και ειπαν τα ξυλα τη συκη δευρο βασιλευσον εφ' ημων10 Azt mondták erre a fák a fügefának: ‘Gyere, s vedd át közöttünk az uralkodást!’
11 και ειπεν αυτοις η συκη αφεισα την γλυκυτητα μου και το γενημα μου το αγαθον πορευθω αρχειν επι ξυλων11 Az ezt felelte nekik: ‘Elhagyhatnám-e édességemet és pompás gyümölcseimet, s elmehetnék-e, hogy a többi fa között ide-oda mozogjak?’
12 και ειπαν τα ξυλα τη αμπελω δευρο βασιλευσον εφ' ημων12 Azt mondták erre a fák a szőlőtőnek: ‘Gyere, s uralkodj rajtunk!’
13 και ειπεν αυτοις η αμπελος αφεισα τον οινον μου την ευφροσυνην την παρα του θεου των ανθρωπων πορευθω αρχειν ξυλων13 Az ezt felelte nekik: ‘Elhagyhatnám-e boromat, amely Istent és embert felvidít, hogy a többi fa között ide-oda mozogjak?’
14 και ειπαν τα ξυλα προς την ραμνον δευρο συ βασιλευσον εφ' ημων14 Azt mondták erre a fák mindnyájan a galagonyának: ‘Gyere és uralkodj rajtunk!’
15 και ειπεν η ραμνος προς τα ξυλα ει εν αληθεια υμεις χριετε με εις βασιλεα εφ' υμων δευτε πεποιθατε εν τη σκεπη μου και ει μη εξελθοι πυρ εκ της ραμνου και καταφαγοι τας κεδρους του λιβανου15 Az ezt felelte nekik: ‘Ha csakugyan királyotokká tesztek, gyertek, s pihenjetek meg árnyékomban; de ha ezt nem akarjátok, jöjjön ki tűz a galagonyából, s eméssze meg a Libanon cédrusait.’
16 και νυν ει εν αληθεια και εν τελειοτητι εποιησατε και εβασιλευσατε τον αβιμελεχ και ει καλως εποιησατε μετα ιεροβααλ και μετα του οικου αυτου και ει κατα το ανταποδομα της χειρος αυτου εποιησατε αυτω16 Nos tehát, ha becsülettel s bűn nélkül tettétek királyotokká Abimeleket, s ha jól cselekedtetek Jerobaállal s házával, s megháláltátok jótéteményeit – ő hadakozott értetek,
17 ως επολεμησεν ο πατηρ μου υπερ υμων και ερριψεν την ψυχην αυτου εξ εναντιας και εξειλατο υμας εκ χειρος μαδιαμ17 s veszélynek tette ki életét, hogy megszabadítson titeket a mádiániták kezéből,
18 και υμεις επανεστητε επι τον οικον του πατρος μου σημερον και απεκτεινατε τους υιους αυτου εβδομηκοντα ανδρας επι λιθον ενα και εβασιλευσατε τον αβιμελεχ υιον της παιδισκης αυτου επι τους ανδρας σικιμων οτι αδελφος υμων εστιν18 ti pedig most felkeltetek apám háza ellen, s megöltétek fiait, a hetven férfit egy kövön és Abimeleket, az ő rabszolganőjének a fiát tettétek Szíchem lakóinak királyává azért, mert a testvéretek –,
19 και ει εν αληθεια και τελειοτητι εποιησατε μετα ιεροβααλ και του οικου αυτου τη ημερα ταυτη ευλογηθειητε υμεις και ευφρανθειητε εν αβιμελεχ και ευφρανθειη και αυτος εν υμιν19 tehát ha becsülettel s vétek nélkül jártatok el Jerobaállal s házával, akkor örüljetek ma Abimeleknek, s ő is örüljön nektek;
20 και ει μη εξελθοι πυρ εξ αβιμελεχ και καταφαγοι τους ανδρας σικιμων και τον οικον μααλλων και ει μη εξελθοι πυρ απο ανδρων σικιμων και εκ του οικου μααλλων και καταφαγοι τον αβιμελεχ20 ha azonban gonoszul: jöjjön ki tűz belőle, s eméssze meg Szíchem lakóit s Milló városát, s jöjjön ki tűz Szíchem embereiből s Milló városából, s eméssze meg Abimeleket.«
21 και απεδρα ιωαθαμ και επορευθη εν οδω και εφυγεν εις ραρα και κατωκησεν εκει απο προσωπου αβιμελεχ του αδελφου αυτου21 Ezt mondta, aztán elfutott, és elment Beerbe. Ott telepedett meg, mert félt fivérétől, Abimelektől.
22 και ηρξεν αβιμελεχ επι ισραηλ τρια ετη22 Így uralkodott Abimelek Izraelen három esztendeig.
23 και εξαπεστειλεν ο θεος πνευμα πονηρον ανα μεσον αβιμελεχ και ανα μεσον των ανδρων σικιμων και ηθετησαν οι ανδρες σικιμων εν τω οικω αβιμελεχ23 Akkor az Úr gonosz lelket küldött Abimelek és Szíchem lakói közé, s azok elkezdték őt utálni,
24 του επαγαγειν την αδικιαν των εβδομηκοντα υιων ιεροβααλ και το αιμα αυτων επιθειναι επι αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον αποκτειναντα αυτους και επι τους ανδρας σικιμων τους κατισχυσαντας τας χειρας αυτου ωστε αποκτειναι τους αδελφους αυτου24 és Jerobaál hetven fia megölésének vétkét és vére ontását Abimelekre, a testvérükre meg a szíchemiek többi főemberére, az ő segítőtársaira hárítani.
25 και εθεντο αυτω οι ανδρες σικιμων ενεδρα επι τας κεφαλας των ορεων και ανηρπαζον παντας τους διαπορευομενους επ' αυτους εν τη οδω και απηγγελη τω αβιμελεχ25 Azért csapdát állítottak neki a hegyek tetején, s amíg odajöttére várakoztak, kirabolták és kifosztották az arra menőket. Ezt hírül vitték Abimeleknek.
26 και ηλθεν γααλ υιος αβεδ και οι αδελφοι αυτου εις σικιμα και επεποιθησαν εν αυτω οι ανδρες σικιμων26 Ugyanakkor odaérkezett Gaál, Obed fia a testvéreivel együtt, s átment Szíchembe. Ennek eljövetelére nekibátorodtak Szíchem lakói,
27 και ηλθον εις αγρον και ετρυγησαν τους αμπελωνας αυτων και κατεπατουν και εποιησαν χορους και εισηλθον εις οικον θεου αυτων και εφαγον και επιον και κατηρωντο τον αβιμελεχ27 s kimentek a mezőkre, leszüretelték a szőlőket, kipréselték a fürtöket, éneklő karokba oszlottak, s bementek istenük templomába, s ott lakoma s pohár között szidalmazták Abimeleket.
28 και ειπεν γααλ υιος αβεδ τι εστιν αβιμελεχ και τις εστιν ο υιος συχεμ οτι δουλευσομεν αυτω ουχ ουτος υιος ιεροβααλ και ζεβουλ επισκοπος αυτου δουλος αυτου συν τοις ανδρασιν εμμωρ πατρος συχεμ και τι οτι δουλευσομεν αυτω ημεις28 Gaál, Obed fia azt kiáltotta: »Kicsoda Abimelek és micsoda Szíchem, hogy szolgáljunk neki? Nemde Jerobaál fia és Zebult, a szolgáját, nevezte ki helytartónak Emor, Szíchem atyjának emberei fölé? Miért szolgáljunk tehát neki?
29 και τις δωη τον λαον τουτον εν χειρι μου και μεταστησω τον αβιμελεχ και ερω τω αβιμελεχ πληθυνον την δυναμιν σου και εξελθε29 Csak adná valaki kezem alá e népet, hogy eltávolíthatnám Abimeleket. Erre megüzenték Abimeleknek: Gyűjts hatalmas sereget és jöjj.«
30 και ηκουσεν ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους γααλ υιου αβεδ και εθυμωθη οργη30 Amikor ugyanis Zebul, a város kapitánya Gaálnak, Obed fiának beszédeit meghallotta, igen megharagudott,
31 και απεστειλεν αγγελους προς αβιμελεχ μετα δωρων λεγων ιδου γααλ υιος αβεδ και οι αδελφοι αυτου παραγεγονασιν εις σικιμα και οιδε πολιορκουσιν την πολιν επι σε31 s titkon követeket küldött Abimelekhez ezzel az üzenettel: »Íme, Gaál, Obed fia Szíchembe jött a testvéreivel és harcra tüzeli ellened a várost.
32 και νυν αναστηθι νυκτος συ και ο λαος ο μετα σου και ενεδρευσον εν τω αγρω32 Éppen azért kerekedj fel az éjszaka a veled levő néppel együtt, és állj lesben a mezőn,
33 και εσται το πρωι αμα τω ανατειλαι τον ηλιον και ορθρισεις και εκτενεις επι την πολιν και ιδου αυτος και ο λαος ο μετ' αυτου εκπορευονται προς σε και ποιησεις αυτω καθαπερ εαν ευρη η χειρ σου33 kora reggel, napkeltekor pedig ronts a városra, s amikor ő kivonul ellened népével, tegyél vele azt, amit csak bírsz.«
34 και ανεστη αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ' αυτου νυκτος και ενηδρευσαν επι σικιμα τεσσαρας αρχας34 Erre Abimelek éjjel egész seregével együtt felkerekedett és Szíchem mellett négy helyen csapatokat helyezett lesbe.
35 και εγενετο πρωι και εξηλθεν γααλ υιος αβεδ και εστη προς τη θυρα της πυλης της πολεως και ανεστη αβιμελεχ και ο λαος ο μετ' αυτου εκ των ενεδρων35 Amikor aztán Gaál, Obed fia kijött és megállt a város kapujának bejárójában, Abimelek s az egész vele levő sereg felkelt a leshelyről.
36 και ειδεν γααλ υιος αβεδ τον λαον και ειπεν προς ζεβουλ ιδου λαος καταβαινων απο των κορυφων των ορεων και ειπεν προς αυτον ζεβουλ την σκιαν των ορεων συ ορας ως ανδρας36 Amikor Gaál a népet meglátta, azt mondta Zebulnak: »Íme, valami sereg ereszkedik le a hegyekről!« Az így felelt neki: »A hegyek árnyékát nézed te emberi fejeknek, az téveszt meg téged!«
37 και προσεθετο ετι γααλ του λαλησαι και ειπεν ιδου λαος καταβαινων κατα θαλασσαν απο του εχομενα του ομφαλου της γης και αρχη μια παραγινεται απο οδου δρυος αποβλεποντων37 Ám Gaál ismét szólt: »Íme, valami nép ereszkedik alá a táj köldökéről, s egy csapat jön azon az úton, amely a tölgyfára néz.«
38 και ειπεν προς αυτον ζεβουλ που εστιν νυν το στομα σου το λεγον τις εστιν αβιμελεχ οτι δουλευσομεν αυτω ουκ ιδου ουτος εστιν ο λαος ον εξουδενωσας εξελθε νυν και πολεμει προς αυτον38 Azt mondta ekkor neki Zebul: »Hol van most a szád, amellyel azt mondtad: ‘Kicsoda Abimelek, hogy szolgáljunk neki?’ Nemde ez az a nép, amelyet becsméreltél? Eredj ki, s kelj harcra vele!«
39 και εξηλθεν γααλ απο προσωπου των ανδρων σικιμων και επολεμησεν εν αβιμελεχ39 Ki is vonult Gaál, a szíchemiek népének láttára, s harcra kelt Abimelekkel,
40 και κατεδιωξεν αυτον αβιμελεχ και εφυγεν απο προσωπου αυτου και επεσον τραυματιαι πολλοι εως θυρων της πολεως40 de megfutamodott, s az üldözőbe vette és bekergette a városba, miközben a város kapujáig igen sokan elestek Gaál részéről.
41 και εκαθισεν αβιμελεχ εν αριμα και εξεβαλεν ζεβουλ τον γααλ και τους αδελφους αυτου του μη οικειν εν σικιμοις41 Aztán Abimelek Rúmában helyezkedett el, Zebul pedig kiűzte Gaált s társait a városból, s nem tűrte, hogy ott tartózkodjanak.
42 και εγενηθη τη επαυριον και εξηλθεν ο λαος εις το πεδιον και απηγγελη τω αβιμελεχ42 Másnap aztán kiment a nép a mezőre. Amikor ezt hírül vitték Abimeleknek,
43 και παρελαβεν τον λαον και διειλεν αυτον τρεις αρχας και ενηδρευσεν εν αυτω και ειδεν και ιδου λαος εξηλθεν εκ της πολεως και επανεστη αυτοις και επαταξεν αυτους43 ő vette seregét, három csapatra osztotta és lesben állt a mezőn. Amint aztán meglátta, hogy a nép kijött a városból, felkelt és rájuk rontott;
44 και αβιμελεχ και αι αρχαι αι μετ' αυτου εξεταθησαν και εστησαν παρα την πυλην της πολεως και αι δυο αρχαι εξεχυθησαν επι παντας τους εν τω αγρω και επαταξεν αυτους44 a maga csapatával ostrom alá vette és körülfogta a várost, a másik két csapat pedig a mezőn kószáló ellenség után nyomult.
45 και αβιμελεχ επολεμει εν τη πολει ολην την ημεραν εκεινην και κατελαβοντο την πολιν και τον λαον τον εν αυτη ανειλεν και την πολιν καθειλεν και εσπειρεν αυτην αλας45 Abimelek egész nap ostromolta a várost, végül pedig bevette, lakosait leölte, magát a várost pedig lerombolta, és sót hintett rá.
46 και ηκουσαν παντες οι ανδρες πυργου σικιμων και εισηλθον εις το οχυρωμα οικου του βααλ διαθηκης46 Amikor ezt a szíchemiek tornyának lakói meghallották, bementek Berít istenük templomába, oda, ahol a szövetséget kötötték vele, amiről a hely a nevét is kapta; ez ugyanis igen meg volt erősítve.
47 και απηγγελη τω αβιμελεχ οτι συνηχθησαν παντες οι ανδρες του πυργου σικιμων47 Amint Abimelek meghallotta, hogy a szíchemiek tornyának emberei mind odagyűltek,
48 και ανεβη αβιμελεχ εις ορος σελμων αυτος και πας ο λαος ο μετ' αυτου και ελαβεν αβιμελεχ αξινην εν τη χειρι αυτου και εκοψεν φορτιον ξυλων και ελαβεν αυτο και επεθηκεν επι τους ωμους αυτου και ειπεν προς τον λαον τον μετ' αυτου τι ειδετε με ποιουντα ταχεως ποιησατε ως και εγω48 felment egész népével együtt a Szelmon hegyére, fejszét ragadott, levágott egy faágat, a vállára tette, elvitte és azt mondta társainak: »Amit láttok, hogy én cselekszem, cselekedjétek gyorsan ti is!«
49 και εκοψαν και αυτοι εκαστος φορτιον και ηραν και επορευθησαν οπισω αβιμελεχ και επεθηκαν επι το οχυρωμα και ενεπρησαν επ' αυτους το οχυρωμα εν πυρι και απεθανον παντες οι ανδρες πυργου σικιμων ωσει χιλιοι ανδρες και γυναικες49 Erre azok is gyorsan egy-egy faágat vágtak és követték a vezért, majd körülrakták és felgyújtották a várat, és így az történt, hogy a füst és a tűz megölt mintegy ezer embert, minden férfit és asszonyt, aki Szíchem tornyának lakója volt.
50 και επορευθη αβιμελεχ εις θεβες και περιεκαθισεν επ' αυτην και προκατελαβετο αυτην50 Aztán elindult onnan Abimelek és Tebesz városához ment, s azt körülvette és megszállta hadával.
51 και πυργος ην οχυρος εν μεσω της πολεως και εφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι ηγουμενοι της πολεως και απεκλεισαν εφ' εαυτους και ανεβησαν επι το δωμα του πυργου51 A város közepén azonban egy magas torony volt, s abba menekült minden férfi és asszony s a város minden főembere; jó erősen bezárták az ajtót, s a torony tetejére, a bástyákra álltak.
52 και ηλθεν αβιμελεχ εως του πυργου και εξεπολεμησαν αυτον και ηγγισεν αβιμελεχ εως της θυρας του πυργου εμπρησαι αυτον εν πυρι52 Ezért Abimelek a toronyhoz vonult és erős ostrom alá vette. Megközelítette az ajtót, s arra törekedett, hogy tüzet tegyen alá.
53 και ερριψεν γυνη μια κλασμα μυλου επι την κεφαλην αβιμελεχ και συνεθλασεν το κρανιον αυτου53 Ekkor, íme, fölülről egy asszony lehajított egy malomkődarabot, s eltalálta Abimelek fejét és bezúzta koponyáját.
54 και εβοησεν το ταχος προς το παιδαριον τον αιροντα τα σκευη αυτου και ειπεν αυτω σπασαι την μαχαιραν σου και θανατωσον με μηποτε ειπωσιν γυνη απεκτεινεν αυτον και εξεκεντησεν αυτον το παιδαριον αυτου και απεθανεν αβιμελεχ54 Erre ő gyorsan odahívta fegyverhordozóját, s azt mondta neki: »Rántsd ki kardodat, s ölj meg, hogy azt ne találják mondani, hogy asszony ölt meg engem.« Az teljesítette a parancsot, s megölte.
55 και ειδεν ανηρ ισραηλ οτι απεθανεν αβιμελεχ και απηλθον ανηρ εις τον τοπον αυτου55 Miután meghalt, mindazok, akik vele voltak Izraelből, visszatértek lakóhelyükre.
56 και απεστρεψεν ο θεος την κακιαν αβιμελεχ ην εποιησεν τω πατρι αυτου αποκτειναι τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου56 Így torolta meg Isten azt a gonoszságot, amelyet Abimelek az apja ellen elkövetett, amikor megölte hetven testvérét;
57 και πασαν κακιαν ανδρων σικιμων επεστρεψεν ο θεος εις την κεφαλην αυτων και επηλθεν επ' αυτους η καταρα ιωαθαμ του υιου ιεροβααλ57 a szíchemieknek is megfizetett azért, amit tettek, s így teljesedett rajtuk Jótámnak, Jerobaál fiának átka.