Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο μετα την τελευτην ιησου και επηρωτων οι υιοι ισραηλ εν κυριω λεγοντες τις αναβησεται ημιν προς τον χαναναιον αφηγουμενος του πολεμησαι εν αυτω1 Józsue halála után megkérdezték Izrael fiai az Urat: »Ki vonuljon fel közülünk elsőként a kánaániak ellen, hogy megkezdje a harcot?«
2 και ειπεν κυριος ιουδας αναβησεται ιδου δεδωκα την γην εν χειρι αυτου2 Az Úr azt felelte: »Júda menjen fel, íme, kezébe adtam a földet.«
3 και ειπεν ιουδας προς συμεων τον αδελφον αυτου αναβηθι μετ' εμου εν τω κληρω μου και πολεμησωμεν εν τω χαναναιω και πορευσομαι και γε εγω μετα σου εν τω κληρω σου και επορευθη μετ' αυτου συμεων3 Azt mondta erre Júda Simeonnak, a testvérének: »Jöjj fel velem sorsszabta földemre, és hadakozz a kánaániak ellen, hogy aztán én is elmenjek veled sors szabta földedre!« Simeon el is ment vele.
4 και ανεβη ιουδας και εδωκεν κυριος τον χαναναιον και τον φερεζαιον εν χειρι αυτου και επαταξεν αυτους εν βεζεκ δεκα χιλιαδας ανδρων4 Felvonult tehát Júda, és az Úr a kezükbe adta a kánaániakat és a perizitákat, úgyhogy Bezeknél megvertek tízezer embert.
5 και ευρον τον αδωνιβεζεκ εν βεζεκ και επολεμησαν εν αυτω και επαταξαν τον χαναναιον και τον φερεζαιον5 Meglepték ugyanis Bezeknél Adonibezeket, hadakoztak ellene, és megverték a kánaániakat és a perizitákat.
6 και εφυγεν αδωνιβεζεκ και κατεδιωξαν οπισω αυτου και ελαβον αυτον και απεκοψαν τα ακρα των χειρων αυτου και των ποδων αυτου6 Adonibezek megfutamodott, de üldözőbe vették és megfogták, és levágták a keze és lába ujjait.
7 και ειπεν αδωνιβεζεκ εβδομηκοντα βασιλεις τα ακρα των χειρων αυτων και των ποδων αυτων αποκεκομμενοι ησαν συλλεγοντες τα υποκατω της τραπεζης μου καθως ουν εποιησα ουτως ανταπεδωκεν μοι ο θεος και ηγαγον αυτον εις ιερουσαλημ και απεθανεν εκει7 Azt mondta ekkor Adonibezek: »Hetven király szedegette asztalom alatt az étkek hulladékait, akiknek levágattam kezük s lábuk ujjait. Ahogy én cselekedtem, úgy fizetett nekem Isten.« Aztán elvitték Jeruzsálembe, és ott meghalt.
8 και επολεμησαν οι υιοι ιουδα εν ιερουσαλημ και κατελαβοντο αυτην και επαταξαν αυτην εν στοματι ρομφαιας και την πολιν ενεπρησαν εν πυρι8 Júda fiai ugyanis hadakoztak Jeruzsálem ellen, bevették, lakóit kardélre hányták, és az egész várost felgyújtották.
9 και μετα ταυτα κατεβησαν οι υιοι ιουδα πολεμησαι εν τω χαναναιω τω κατοικουντι την ορεινην και τον νοτον και την πεδινην9 Aztán lementek, és azok ellen a kánaániak ellen hadakoztak, akik a Hegyvidéken, a Délvidéken és az Alföldön laktak.
10 και επορευθη ιουδας προς τον χαναναιον τον κατοικουντα εν χεβρων και εξηλθεν χεβρων εξ εναντιας το δε ονομα χεβρων ην εμπροσθεν καριαθαρβοκσεφερ και επαταξεν τον σεσι και τον αχιμαν και τον θολμι γεννηματα του ενακ10 Elment ugyanis Júda azok ellen a kánaániak ellen, akik Hebronban laktak – ennek neve régente Kirját-Arbe volt –, és megverte Sesájt, Áhimánt és Talmájt.
11 και επορευθησαν εκειθεν προς τους κατοικουντας δαβιρ και το ονομα δαβιρ ην εμπροσθεν πολις γραμματων11 Onnan aztán tovább ment és Debir lakói ellen vonult. Ennek régi neve Kirját-Széfer (azaz Írások-városa) volt.
12 και ειπεν χαλεβ ος αν παταξη την πολιν των γραμματων και προκαταλαβηται αυτην δωσω αυτω την ασχαν θυγατερα μου εις γυναικα12 Azt mondta ekkor Káleb: »Aki megveri és elpusztítja Kirját-Széfert, annak odaadom lányomat, Áxát feleségül.«
13 και προκατελαβετο αυτην γοθονιηλ υιος κενεζ αδελφος χαλεβ ο νεωτερος και εδωκεν αυτω την ασχαν θυγατερα αυτου εις γυναικα13 Amikor aztán Otoniel, Kenez fia, Káleb öccse bevette, neki adta Áxát, a lányát feleségül.
14 και εγενετο εν τω εισπορευεσθαι αυτην και επεσεισεν αυτην αιτησαι παρα του πατρος αυτης τον αγρον και εγογγυζεν επανω του υποζυγιου και εκραξεν απο του υποζυγιου εις γην νοτου εκδεδοσαι με και ειπεν αυτη χαλεβ τι εστιν σοι14 Az pedig, amikor hozzáment, rábeszélte a férjét, hogy kérjen az apjától szántóföldet. A férfi leszállt a szamaráról, mire Káleb megkérdezte tőle: »Mi lelt?«
15 και ειπεν αυτω ασχα δος μοι ευλογιαν οτι εις γην νοτου εκδεδοσαι με και δωσεις μοι λυτρωσιν υδατος και εδωκεν αυτη χαλεβ κατα την καρδιαν αυτης την λυτρωσιν μετεωρων και την λυτρωσιν ταπεινων15 Ő így felelt: »Adj nekem búcsúajándékot, mert száraz földet juttattál nekem: adj vízzel öntözöttet is.« Erre Káleb neki adta a felső forrás és az alsó forrás vidékét.
16 και οι υιοι ιωβαβ του κιναιου πενθερου μωυση ανεβησαν εκ της πολεως των φοινικων προς τους υιους ιουδα εις την ερημον την ουσαν εν τω νοτω επι καταβασεως αραδ και επορευθη και κατωκησεν μετα του λαου16 Mózes kenita rokonának fiai is felmentek a Pálmák városából Júda fiaival Júda osztályrészének arra a pusztájára, amely Aradtól délre van, és az amalekitákkal laktak.
17 και επορευθη ιουδας μετα συμεων του αδελφου αυτου και επαταξαν τον χαναναιον τον κατοικουντα σεφεθ και ανεθεματισαν αυτην και εξωλεθρευσαν αυτην και εκαλεσαν το ονομα της πολεως εξολεθρευσις17 Júda viszont elment Simeonnal, a testvérével, s közösen megverték azokat a kánaániakat, akik Szefaátban laktak. Megölték őket, ezért a várost elnevezték Hormának (azaz Átkozottnak).
18 και ουκ εκληρονομησεν ιουδας την γαζαν και το οριον αυτης και την ασκαλωνα και το οριον αυτης και την ακκαρων και το οριον αυτης και την αζωτον και τα περισπορια αυτης18 Aztán Júda bevette Gázát, határával együtt, továbbá Askalont és Akkaront határukkal együtt.
19 και ην κυριος μετα ιουδα και εκληρονομησεν το ορος οτι ουκ εδυνατο κληρονομησαι τους κατοικουντας την κοιλαδα οτι ρηχαβ διεστειλατο αυτην19 Az Úr tehát Júdával volt, s ő elfoglalta a Hegyvidéket. A Völgy lakóit azonban nem tudta elpusztítani, mert azoknak sok kaszás-szekerük volt.
20 και εδωκεν τω χαλεβ την χεβρων καθα ελαλησεν μωυσης και εκληρονομησεν εκειθεν τας τρεις πολεις και εξηρεν εκειθεν τους τρεις υιους ενακ20 Hebront Kálebnek adták, amint Mózes megparancsolta, s ő eltörölte belőle Enák három fiát.
21 και τον ιεβουσαιον τον κατοικουντα εν ιερουσαλημ ουκ εξηραν οι υιοι βενιαμιν και κατωκησεν ο ιεβουσαιος μετα των υιων βενιαμιν εως της ημερας ταυτης21 Benjamin fiai azonban nem pusztították el a jebuzitákat, Jeruzsálem lakóit, így a jebuziták ott maradtak Benjamin fiai között Jeruzsálemben mind a mai napig.
22 και ανεβησαν οι υιοι ιωσηφ και γε αυτοι εις βαιθηλ και ιουδας μετ' αυτων22 Felvonult József háza is Bétel ellen, és az Úr velük volt.
23 και παρενεβαλον οικος ισραηλ κατα βαιθηλ το δε ονομα της πολεως ην εμπροσθεν λουζα23 Amikor ugyanis körülvették a várost – azt azelőtt Lúzának hívták –,
24 και ειδον οι φυλασσοντες ανδρα εκπορευομενον εκ της πολεως και ελαβαν αυτον και ειπον αυτω δειξον ημιν την εισοδον της πολεως και ποιησομεν μετα σου ελεος24 megláttak egy embert, aki a városból jött ki, és azt mondták neki: »Mutasd meg nekünk a város bejáróját, akkor irgalmasságot cselekszünk veled.«
25 και εδειξεν αυτοις την εισοδον της πολεως και επαταξαν την πολιν εν στοματι ρομφαιας τον δε ανδρα και την συγγενειαν αυτου εξαπεστειλαν25 Amikor megmutatta nekik, kardélre hányták a várost, de azt az embert és egész rokonságát elbocsátották.
26 και απηλθεν ο ανηρ εις γην χεττιιμ και ωκοδομησεν εκει πολιν και εκαλεσεν το ονομα αυτης λουζα τουτο ονομα αυτης εως της ημερας ταυτης26 Amikor elbocsátották, az elment a hetiták földjére, ott várost épített, és elnevezte Lúzának; így is hívják azt mind a mai napig.
27 και ουκ εκληρονομησεν μανασσης την βαιθσαν η εστιν σκυθων πολις ουδε τας θυγατερας αυτης ουδε τα περισπορια αυτης ουδε την εκθανααδ και τας θυγατερας αυτης ουδε τους κατοικουντας δωρ και τας θυγατερας αυτης και τους κατοικουντας βαλααμ και τας θυγατερας αυτης και τους κατοικουντας μαγεδων και τας θυγατερας αυτης ουδε τους κατοικουντας ιεβλααμ ουδε τας θυγατερας αυτης και ηρξατο ο χαναναιος κατοικειν εν τη γη ταυτη27 Manassze azonban nem törölte el Bétsánt, Tánákot és ezek leányvárosait, sem Dór lakóit meg Jeblaámot és Megiddót és ezek leányvárosait, így a kánaániak velük kezdtek lakni.
28 και εγενετο οτε ενισχυσεν ισραηλ και εθετο τον χαναναιον εις φορον και εξαιρων ουκ εξηρεν αυτον28 Amikor aztán Izrael megerősödött, jobbágyaivá tette, de elpusztítani nem akarta őket.
29 και εφραιμ ουκ εξηρεν τον χαναναιον τον κατοικουντα εν γαζερ και κατωκει ο χαναναιος εν μεσω αυτου εν γαζερ και εγενετο εις φορον29 Efraim sem ölte meg azokat a kánaániakat, akik Gézerben laktak, hanem megtelepedett mellettük.
30 και ζαβουλων ουκ εξηρεν τους κατοικουντας κεδρων και τους κατοικουντας ενααλα και κατωκησεν ο χαναναιος εν μεσω αυτου και εγενετο εις φορον30 Zebulon nem pusztította el Keton és Naálol lakóit, hanem a kánaániak közöttük maradtak, és csak jobbágyaikká lettek.
31 και ασηρ ουκ εξηρεν τους κατοικουντας ακχω και εγενετο αυτω εις φορον και τους κατοικουντας δωρ και τους κατοικουντας σιδωνα και τους κατοικουντας ααλαφ και τον αχαζιβ και την χελβα και την αφεκ και την ροωβ31 Áser sem pusztította el Akkó, Szidon, Ahaláb, Akázíb, Helba, Áfek és Rohób lakosait,
32 και κατωκησεν ασηρ εν μεσω του χαναναιου του κατοικουντος την γην οτι ουκ εδυνασθη εξαραι αυτον32 hanem megtelepedett a föld lakói, a kánaániak között, és nem ölte meg őket.
33 και νεφθαλι ουκ εξηρεν τους κατοικουντας βαιθσαμυς ουδε τους κατοικουντας βαιθενεθ και κατωκησεν ισραηλ εν μεσω του χαναναιου του κατοικουντος την γην οι δε κατοικουντες βαιθσαμυς και την βαιθενεθ εγενηθησαν αυτοις εις φορον33 Naftali sem pusztította el Bétsemes és Bétanát lakóit, hanem megtelepedett a föld lakói, a kánaániak között, a bétsemesiek és a bétanátiak pedig a jobbágyaik lettek.
34 και εξεθλιψεν ο αμορραιος τους υιους δαν εις το ορος οτι ουκ αφηκεν αυτον καταβηναι εις την κοιλαδα34 Dán fiait az amoriták felszorították a Hegyvidékre, és nem adtak nekik helyet, hogy lejöhessenek a síkságra.
35 και ηρξατο ο αμορραιος κατοικειν εν τω ορει του μυρσινωνος ου αι αρκοι και αι αλωπεκες και εβαρυνθη η χειρ οικου ιωσηφ επι τον αμορραιον και εγενετο εις φορον35 Az amoriták a Háresz hegyen, Ajjalonban és Sálebímben laktak. József házának a keze azonban rájuk nehezedett, és ők annak jobbágyaivá lettek.
36 και το οριον του αμορραιου ο ιδουμαιος επανω ακραβιν επι της πετρας και επανω36 Az amoritáké volt Skorpió-magaslattól, a Sziklától fölfelé eső terület.