Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 52


font
LXXBIBLES DES PEUPLES
1 οντος εικοστου και ενος ετους σεδεκιου εν τω βασιλευειν αυτον και ενδεκα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου αμιτααλ θυγατηρ ιερεμιου εκ λοβενα1 Sédécias avait 21 ans lorsqu’il monta sur le trône; il régna 11 ans à Jérusalem. Sa mère Hamital était fille de Yirméya, de Libna.
2 -2 Il fit ce qui est mal au regard de Yahvé, tout comme l’avait fait Joïaqim.
3 -3 Et c’est la colère de Yahvé qui détermina le sort de Jérusalem et de Juda jusqu’au jour où il finit par les rejeter loin de lui. Sédécias se révolta contre le roi de Babylone.
4 και εγενετο εν τω ετει τω ενατω της βασιλειας αυτου εν μηνι τω δεκατω δεκατη του μηνος ηλθεν ναβουχοδονοσορ βασιλευς βαβυλωνος και πασα η δυναμις αυτου επι ιερουσαλημ και περιεχαρακωσαν αυτην και περιωκοδομησαν αυτην τετραπεδοις λιθοις κυκλω4 Le dixième jour du dixième mois de la neuvième année de son règne, Nabukodonozor roi de Babylone vint attaquer Jérusalem avec toute son armée. Ils campèrent face à la ville et l’entourèrent d’un retranchement.
5 και ηλθεν η πολις εις συνοχην εως ενδεκατου ετους τω βασιλει σεδεκια5 La ville fut assiégée jusqu’à la onzième année du roi Sédécias.
6 εν τη ενατη του μηνος και εστερεωθη ο λιμος εν τη πολει και ουκ ησαν αρτοι τω λαω της γης6 Le 9 du quatrième mois, la famine était grande dans la ville, et même les résidents n’avaient plus de pain.
7 και διεκοπη η πολις και παντες οι ανδρες οι πολεμισται εξηλθον νυκτος κατα την οδον της πυλης ανα μεσον του τειχους και του προτειχισματος ο ην κατα τον κηπον του βασιλεως και οι χαλδαιοι επι της πολεως κυκλω και επορευθησαν οδον την εις αραβα7 Alors on ouvrit une brèche et tous les guerriers prirent la fuite; ils sortirent de la ville durant la nuit par le chemin de la Porte-entre-les-Deux-Murs, au-dessus du jardin du roi, en dépit des Kaldéens qui encerclaient la ville. Le roi et tous ses hommes prirent le chemin de la Steppe.
8 και κατεδιωξεν η δυναμις των χαλδαιων οπισω του βασιλεως και κατελαβον αυτον εν τω περαν ιεριχω και παντες οι παιδες αυτου διεσπαρησαν απ' αυτου8 Mais l’armée des Kaldéens se lança à leur poursuite et atteignit Sédécias dans les steppes de Jéricho; toute sa troupe se dispersa loin de lui.
9 και συνελαβον τον βασιλεα και ηγαγον αυτον προς τον βασιλεα βαβυλωνος εις δεβλαθα και ελαλησεν αυτω μετα κρισεως9 On saisit le roi et on l’amena devant le roi de Babylone à Ribla, dans le pays de Hamat; on le fit passer en jugement.
10 και εσφαξεν βασιλευς βαβυλωνος τους υιους σεδεκιου κατ' οφθαλμους αυτου και παντας τους αρχοντας ιουδα εσφαξεν εν δεβλαθα10 Le roi de Babylone égorgea les fils de Sédécias sous ses yeux, il égorgea également tous les chefs de Juda à Ribla.
11 και τους οφθαλμους σεδεκιου εξετυφλωσεν και εδησεν αυτον εν πεδαις και ηγαγεν αυτον βασιλευς βαβυλωνος εις βαβυλωνα και εδωκεν αυτον εις οικιαν μυλωνος εως ημερας ης απεθανεν11 Puis il creva les yeux de Sédécias et le fit lier avec une double chaîne de bronze. Le roi de Babylone l’emmena ainsi jusqu’à Babylone où il le fit enfermer jusqu’au jour de sa mort.
12 και εν μηνι πεμπτω δεκατη του μηνος ηλθεν ναβουζαρδαν ο αρχιμαγειρος ο εστηκως κατα προσωπον του βασιλεως βαβυλωνος εις ιερουσαλημ12 Le 10 du cinquième mois - on était dans la dix-neuvième année de Nabukodonozor roi de Babylone - ce fut l’entrée à Jérusalem de Nébouzaradan, chef des gardes et officier du roi de Babylone.
13 και ενεπρησεν τον οικον κυριου και τον οικον του βασιλεως και πασας τας οικιας της πολεως και πασαν οικιαν μεγαλην ενεπρησεν εν πυρι13 Il incendia la Maison de Yahvé, le palais royal et toutes les maisons de Jérusalem, c’est-à-dire toutes celles des grands personnages.
14 και παν τειχος ιερουσαλημ κυκλω καθειλεν η δυναμις των χαλδαιων η μετα του αρχιμαγειρου14 L’armée des Kaldéens qui accompagnait le chef des gardes démolit tout le rempart autour de Jérusalem.
15 -15 Nébouzaradan, chef des gardes, déporta ce qui restait de la population demeurée dans la ville, ceux qui avaient déserté pour passer au roi de Babylone et le reste des artisans.
16 και τους καταλοιπους του λαου κατελιπεν ο αρχιμαγειρος εις αμπελουργους και εις γεωργους16 Mais Nébouzaradan, chef des gardes, laissa les petites gens du pays pour travailler comme vignerons et cultivateurs.
17 και τους στυλους τους χαλκους τους εν οικω κυριου και τας βασεις και την θαλασσαν την χαλκην την εν οικω κυριου συνετριψαν οι χαλδαιοι και ελαβον τον χαλκον αυτων και απηνεγκαν εις βαβυλωνα17 Les Kaldéens brisèrent les colonnes de bronze de la Maison de Yahvé, les bases et la Mer de bronze qui étaient dans la Maison de Yahvé, et ils emportèrent tout ce bronze à Babylone.
18 και την στεφανην και τας φιαλας και τας κρεαγρας και παντα τα σκευη τα χαλκα εν οις ελειτουργουν εν αυτοις18 Ils emmenèrent aussi les chaudrons, les pelles, les couteaux, les cruches, les cuillères et tous les objets de bronze dont on se servait pour le culte.
19 και τα σαφφωθ και τα μασμαρωθ και τους υποχυτηρας και τας λυχνιας και τας θυισκας και τους κυαθους α ην χρυσα χρυσα και α ην αργυρα αργυρα ελαβεν ο αρχιμαγειρος19 Le chef des gardes prit encore les petites cuves, les cassolettes, les cruchettes, les chaudrons, les chandeliers, les cuillères et les tasses: tout ce qui était en or ou en argent.
20 και οι στυλοι δυο και η θαλασσα μια και οι μοσχοι δωδεκα χαλκοι υποκατω της θαλασσης α εποιησεν ο βασιλευς σαλωμων εις οικον κυριου ουκ ην σταθμος του χαλκου αυτων20 Les deux colonnes, la Mer unique, les 12 bœufs de bronze qui étaient au-dessous, les bases qu’avait faites le roi Salomon pour la Maison de Yahvé: tous ces objets représentaient un poids de bronze incalculable.
21 και οι στυλοι τριακοντα πεντε πηχων υψος του στυλου του ενος και σπαρτιον δωδεκα πηχεων περιεκυκλου αυτον και το παχος αυτου δακτυλων τεσσαρων κυκλω21 En effet les colonnes avaient 18 coudées de haut, un fil de 12 coudées en faisait le tour, leur épaisseur était de quatre doigts et elles étaient creuses.
22 και γεισος επ' αυτοις χαλκουν και πεντε πηχεων το μηκος υπεροχη του γεισους του ενος και δικτυον και ροαι επι του γεισους κυκλω τα παντα χαλκα και κατα ταυτα τω στυλω τω δευτερω οκτω ροαι τω πηχει τοις δωδεκα πηχεσιν22 Il y avait au-dessus de chacune un chapiteau de bronze. La hauteur d’un chapiteau était de cinq coudées, un filet avec des grenades en faisait le tour, en haut du chapiteau. Tout était en bronze et les deux colonnes étaient semblables.
23 και ησαν αι ροαι ενενηκοντα εξ το εν μερος και ησαν αι πασαι ροαι επι του δικτυου κυκλω εκατον23 Les grenades étaient au nombre de 96, elles étaient en relief et le total des grenades qui faisaient le tour du filet était de 100.
24 και ελαβεν ο αρχιμαγειρος τον ιερεα τον πρωτον και τον ιερεα τον δευτερευοντα και τους τρεις τους φυλαττοντας την οδον24 Le chef des gardes arrêta Séraya, le grand prêtre, Séfanyas, le prêtre en second, et les trois gardiens de la porte.
25 και ευνουχον ενα ος ην επιστατης των ανδρων των πολεμιστων και επτα ανδρας ονομαστους τους εν προσωπω του βασιλεως τους ευρεθεντας εν τη πολει και τον γραμματεα των δυναμεων τον γραμματευοντα τω λαω της γης και εξηκοντα ανθρωπους εκ του λαου της γης τους ευρεθεντας εν μεσω της πολεως25 Un eunuque chargé des hommes de guerre fut trouvé en ville avec 7 hommes attachés au service du roi; le scribe du chef de l’armée, chargé d’enrôler les hommes du pays était également dans la ville avec 60 hommes.
26 και ελαβεν αυτους ναβουζαρδαν ο αρχιμαγειρος και ηγαγεν αυτους προς βασιλεα βαβυλωνος εις δεβλαθα26 Nébouzaradan, chef des gardes, les arrêta tous et les emmena au roi de Babylone, à Ribla.
27 και επαταξεν αυτους βασιλευς βαβυλωνος εν δεβλαθα εν γη αιμαθ27 Le roi de Babylone les fit mettre à mort à Ribla, au pays de Hamat. Alors Juda fut déporté loin de sa terre.
28 -28 Voici le chiffre de la population que Nabukodonozor déporta. La septième année: 3 023 Judéens.
29 -29 La dix-huitième année de Nabukodonozor, on emmena 832 personnes de Jérusalem.
30 -30 La vingt-troisième année de Nabukodonozor, Nébouzaradan, commandant de la garde, déporta 745 Judéens, soit au total: 4 600 personnes.
31 και εγενετο εν τω τριακοστω και εβδομω ετει αποικισθεντος του ιωακιμ βασιλεως ιουδα εν τω δωδεκατω μηνι εν τη τετραδι και εικαδι του μηνος ελαβεν ουλαιμαραδαχ βασιλευς βαβυλωνος εν τω ενιαυτω ω εβασιλευσεν την κεφαλην ιωακιμ βασιλεως ιουδα και εξηγαγεν αυτον εξ οικιας ης εφυλαττετο31 Mais le 25 du douzième mois, en la trente-septième année de la déportation de Joïakin, roi de Juda, Évil-Mérodak, roi de Babylone, qui venait de monter sur le trône, libéra Joïakin et le fit sortir de prison.
32 και ελαλησεν αυτω χρηστα και εδωκεν τον θρονον αυτου επανω των θρονων των βασιλεων των μετ' αυτου εν βαβυλωνι32 Il lui parla avec bonté et lui donna un siège plus élevé qu’aux autres rois qui étaient avec lui à Babylone.
33 και ηλλαξεν την στολην της φυλακης αυτου και ησθιεν αρτον δια παντος κατα προσωπον αυτου πασας τας ημερας ας εζησεν33 Joïakin quitta ses habits de prisonnier et mangea tous les jours à la table du roi, jusqu’à sa mort.
34 και η συνταξις αυτω εδιδοτο δια παντος παρα του βασιλεως βαβυλωνος εξ ημερας εις ημεραν εως ημερας ης απεθανεν .34 Sa nourriture fut constamment assurée par le roi de Babylone, jour après jour, jusqu’à la fin de sa vie.
35 και εγενετο μετα το αιχμαλωτισθηναι τον ισραηλ και ιερουσαλημ ερημωθηναι εκαθισεν ιερεμιας κλαιων και εθρηνησεν τον θρηνον τουτον επι ιερουσαλημ και ειπεν