Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 103


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 τω δαυιδ ευλογει η ψυχη μου τον κυριον κυριε ο θεος μου εμεγαλυνθης σφοδρα εξομολογησιν και ευπρεπειαν ενεδυσω1 Salmo a esso David. O anima mia, benedici al Signore; tu sei, Iddio, molto maraviglioso. Ha'ti vestito di confessione e di bellezza;
2 αναβαλλομενος φως ως ιματιον εκτεινων τον ουρανον ωσει δερριν2 circondato di lume come vestimento; distendente il cielo come pelle;
3 ο στεγαζων εν υδασιν τα υπερωα αυτου ο τιθεις νεφη την επιβασιν αυτου ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων3 copri con l'acque le sue parti soprane. Il quale poni la nube nel tuo salire; che vai sopra le penne de' venti.
4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα και τους λειτουργους αυτου πυρ φλεγον4 Tu fai li angeli tuoi essere spiriti; e gli ministri tuoi fuoco ardente.
5 εθεμελιωσεν την γην επι την ασφαλειαν αυτης ου κλιθησεται εις τον αιωνα του αιωνος5 Tu fondasti la terra sopra la stabilità sua; non si abbasserà in secolo de' secoli.
6 αβυσσος ως ιματιον το περιβολαιον αυτου επι των ορεων στησονται υδατα6 L'abisso la copre, come vestimento suo; sopra'monti staranno le acque.
7 απο επιτιμησεως σου φευξονται απο φωνης βροντης σου δειλιασουσιν7 Fuggiranno dalla tua reprensione; impauriransi dalla voce de' tuoi tuoni.
8 αναβαινουσιν ορη και καταβαινουσιν πεδια εις τοπον ον εθεμελιωσας αυτοις8 Ascendono sopra' monti; e descendono nel campo, nel luogo che a loro fondasti.
9 οριον εθου ο ου παρελευσονται ουδε επιστρεψουσιν καλυψαι την γην9 Tu hai posto li termini, che non passeranno; nè ritorneranno a coprire la terra.
10 ο εξαποστελλων πηγας εν φαραγξιν ανα μεσον των ορεων διελευσονται υδατα10 Tu mandi li fonti nelle valli; nel mezzo de' monti passeranno l'acque.
11 ποτιουσιν παντα τα θηρια του αγρου προσδεξονται οναγροι εις διψαν αυτων11 Bevoranno tutte le bestie del campo; aspetteranno li asini salvatichi nella sete sua.
12 επ' αυτα τα πετεινα του ουρανου κατασκηνωσει εκ μεσου των πετρων δωσουσιν φωνην12 Sopra quelle abiteranno gli uccelli del cielo; di mezzo delle pietre daranno loro voce.
13 ποτιζων ορη εκ των υπερωων αυτου απο καρπου των εργων σου χορτασθησεται η γη13 Adacquando li monti ne' luoghi più alti; del frutto delle tue opere saziarassi la terra;
14 εξανατελλων χορτον τοις κτηνεσιν και χλοην τη δουλεια των ανθρωπων του εξαγαγειν αρτον εκ της γης14 producendo il fieno alli animali, e l'erba alla servitù delli uomini; acciò mandi fuori il pane dalla terra,
15 και οινος ευφραινει καρδιαν ανθρωπου του ιλαρυναι προσωπον εν ελαιω και αρτος καρδιαν ανθρωπου στηριζει15 e il vino rallegri il cuore dell' uomo; acciò rallegri la faccia nell' olio, e il pane confirmi il cuore dell' uomo.
16 χορτασθησεται τα ξυλα του πεδιου αι κεδροι του λιβανου ας εφυτευσεν16 Li arbori del campo saranno satolli, e li cedri del Libano che ha piantati;
17 εκει στρουθια εννοσσευσουσιν του ερωδιου η οικια ηγειται αυτων17 quivi le passere faranno il nido. Il duce di loro casa è il grifalo;
18 ορη τα υψηλα ταις ελαφοις πετρα καταφυγη τοις χοιρογρυλλιοις18 li alti monti alli cervi; la pietra è 'l rifugio alli spinosi.
19 εποιησεν σεληνην εις καιρους ο ηλιος εγνω την δυσιν αυτου19 Fece la luna nel tempo; il sole conobbe il tramonto suo.
20 εθου σκοτος και εγενετο νυξ εν αυτη διελευσονται παντα τα θηρια του δρυμου20 Ponesti le tenebre, e fu falta la notte; in lei passeranno tutte le bestie della terra.
21 σκυμνοι ωρυομενοι αρπασαι και ζητησαι παρα του θεου βρωσιν αυτοις21 Li catelli de' leoni rugghianti, per che ràpino, e cerchino da Dio il loro cibo.
22 ανετειλεν ο ηλιος και συνηχθησαν και εν ταις μανδραις αυτων κοιτασθησονται22 Levossi il sole, e si adunorono; e collocaransi ne' suoi alloggiamenti.
23 εξελευσεται ανθρωπος επι το εργον αυτου και επι την εργασιαν αυτου εως εσπερας23 Uscirà l'uomo al lavorerio suo insino alla sera.
24 ως εμεγαλυνθη τα εργα σου κυριε παντα εν σοφια εποιησας επληρωθη η γη της κτησεως σου24 Come sono grandi le tue opere, Signore! tutte cose hai fatto nella sapienza; empiuta è la terra della possessione tua.
25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος εκει ερπετα ων ουκ εστιν αριθμος ζωα μικρα μετα μεγαλων25 Questo grande mare, e spazioso con le mani; quivi sono li rettili senza numero. Quivi sono li animali piccoli con li grandi;
26 εκει πλοια διαπορευονται δρακων ουτος ον επλασας εμπαιζειν αυτω26 quivi passeranno le navi. Questo dracone, che formasti a deliziarlo;
27 παντα προς σε προσδοκωσιν δουναι την τροφην αυτοις ευκαιρον27 tutte cose da te aspettano, che a loro doni il cibo nel tempo.
28 δοντος σου αυτοις συλλεξουσιν ανοιξαντος δε σου την χειρα τα συμπαντα πλησθησονται χρηστοτητος28 Quando [tu dài], egli coglieranno; aprendo la tua mano, tutte cose si empieranno di bontà.
29 αποστρεψαντος δε σου το προσωπον ταραχθησονται αντανελεις το πνευμα αυτων και εκλειψουσιν και εις τον χουν αυτων επιστρεψουσιν29 Turberansi, rimovendo la faccia tua; levarai loro spirito, e verranno a meno, e ritorneranno in loro polvere.
30 εξαποστελεις το πνευμα σου και κτισθησονται και ανακαινιεις το προσωπον της γης30 Manda il tuo spirito, e recrearansi; tu renovarai la faccia della terra.
31 ητω η δοξα κυριου εις τον αιωνα ευφρανθησεται κυριος επι τοις εργοις αυτου31 Sia in seculo la gloria del Signore; rallegrárassi il Signore nelle opere sue.
32 ο επιβλεπων επι την γην και ποιων αυτην τρεμειν ο απτομενος των ορεων και καπνιζονται32 Egli risguarda la terra, e fàlla tremare; egli tocca li monti,. e fàlli fumare.
33 ασω τω κυριω εν τη ζωη μου ψαλω τω θεω μου εως υπαρχω33 Al Signore canterò nella mia vita; darò lode al mio Iddio, mentre io sia.
34 ηδυνθειη αυτω η διαλογη μου εγω δε ευφρανθησομαι επι τω κυριω34 A lui sia giocondo il parlare mio; ma delettarommi nel Signore.
35 εκλιποισαν αμαρτωλοι απο της γης και ανομοι ωστε μη υπαρχειν αυτους ευλογει η ψυχη μου τον κυριον35 Li peccatori vengano a meno dalla terra e li iniqui, per modo che non siano; o anima mia, benedici al Signore.