Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 12


font
LXXBIBLES DES PEUPLES
1 γενομενων δε των συνθηκων τουτων ο μεν λυσιας απηει προς τον βασιλεα οι δε ιουδαιοι περι την γεωργιαν εγινοντο1 Une fois ces accords passés, Lysias retourna auprès du roi, et les Juifs retournèrent aux travaux des champs.
2 των δε κατα τοπον στρατηγων τιμοθεος και απολλωνιος ο του γενναιου ετι δε ιερωνυμος και δημοφων προς δε τουτοις νικανωρ ο κυπριαρχης ουκ ειων αυτους ευσταθειν και τα της ησυχιας αγειν2 Mais bien des chefs militaires de la région: Timothée, Apollonius fils de Généos, Hiéronyme, Démofon et Nicanor, le chef des mercenaires de Chypre, ne laissaient aux Juifs ni paix ni tranquillité.
3 ιοππιται δε τηλικουτο συνετελεσαν το δυσσεβημα παρακαλεσαντες τους συν αυτοις οικουντας ιουδαιους εμβηναι εις τα παρακατασταθεντα υπ' αυτων σκαφη συν γυναιξιν και τεκνοις ως μηδεμιας ενεστωσης προς αυτους δυσμενειας3 Par ailleurs, les habitants de Joppé commirent un crime odieux. Ils invitèrent les Juifs qui habitaient chez eux à monter avec leurs femmes et leurs enfants dans des barques qu’ils avaient préparées eux-mêmes;
4 κατα δε το κοινον της πολεως ψηφισμα και τουτων επιδεξαμενων ως αν ειρηνευειν θελοντων και μηδεν υποπτον εχοντων επαναχθεντας αυτους εβυθισαν οντας ουκ ελαττον των διακοσιων4 cela répondait à un décret de la ville qui ne laissait voir aucune mauvaise intention. Les Juifs acceptèrent donc comme des gens qui veulent la paix et n’ont aucune méfiance; mais quand ils furent au large, on les fit couler par le fond. Ils étaient au moins 200.
5 μεταλαβων δε ιουδας την γεγονυιαν εις τους ομοεθνεις ωμοτητα παραγγειλας τοις περι αυτον ανδρασιν5 Dès que Judas apprit cette action cruelle commise contre des gens de sa nation, il le fit savoir à ses hommes.
6 και επικαλεσαμενος τον δικαιον κριτην θεον παρεγενετο επι τους μιαιφονους των αδελφων και τον μεν λιμενα νυκτωρ ενεπρησεν και τα σκαφη κατεφλεξεν τους δε εκει συμφυγοντας εξεκεντησεν6 Après avoir supplié Dieu, le juste Juge, il alla surprendre les meurtriers de ses frères. Il incendia le port pendant la nuit, il brûla toutes les barques et mit à mort tous ceux qui s’y étaient réfugiés.
7 του δε χωριου συγκλεισθεντος ανελυσεν ως παλιν ηξων και το συμπαν των ιοππιτων εκριζωσαι πολιτευμα7 La ville avait été fermée; il s’en alla donc, mais bien décidé à revenir pour mettre à mort tous les habitants de Joppé.
8 μεταλαβων δε και τους εν ιαμνεια τον αυτον επιτελειν βουλομενους τροπον τοις παροικουσιν ιουδαιοις8 Il apprit que les habitants de Jamnia voulaient faire la même chose aux Juifs qui habitaient chez eux.
9 και τοις ιαμνιταις νυκτος επιβαλων υφηψεν τον λιμενα συν τω στολω ωστε φαινεσθαι τας αυγας του φεγγους εις τα ιεροσολυμα σταδιων οντων διακοσιων τεσσαρακοντα9 Alors, de nuit, il attaqua Jamnia, mettant le feu au port et aux bateaux; l’incendie était si grand, qu’on l’apercevait de Jérusalem, éloignée pourtant d’une cinquantaine de kilomètres.
10 εκειθεν δε αποσπασαντες σταδιους εννεα ποιουμενων την πορειαν επι τον τιμοθεον προσεβαλον αραβες αυτω ουκ ελαττους των πεντακισχιλιων ιππεις δε πεντακοσιοι10 De là ils marchèrent contre Timothée. Comme ils s’étaient déjà éloignés d’un ou deux kilomètres, des Arabes se jetèrent sur Judas avec au moins 5 000 hommes et 500 cavaliers.
11 γενομενης δε καρτερας μαχης και των περι τον ιουδαν δια την παρα του θεου βοηθειαν ευημερησαντων ελαττονωθεντες οι νομαδες ηξιουν δουναι τον ιουδαν δεξιας αυτοις υπισχνουμενοι και βοσκηματα δωσειν και εν τοις λοιποις ωφελησειν αυτους11 Le combat fut sérieux mais les hommes de Judas, grâce à l’aide que Dieu leur donnait, remportèrent la victoire. Les nomades vaincus demandèrent à Judas de lui tendre la main, ils promirent de livrer du bétail et de leur rendre des services à l’avenir.
12 ιουδας δε υπολαβων ως αληθως εν πολλοις αυτους χρησιμους επεχωρησεν ειρηνην αξειν προς αυτους και λαβοντες δεξιας εις τας σκηνας εχωρισθησαν12 Judas pensa qu’ils pourraient être utiles pour bien des choses et il accepta de faire la paix avec eux. Les Arabes, après avoir fait la paix, se retirèrent sous leurs tentes.
13 επεβαλεν δε και επι τινα πολιν γεφυραις οχυραν και τειχεσιν περιπεφραγμενην και παμμειγεσιν εθνεσιν κατοικουμενην ονομα δε κασπιν13 Judas attaqua encore une ville fortifiée protégée par des levées de terre et des remparts; elle était habitée par des païens, avec une population très mélangée, et s’appelait Kaspin.
14 οι δε ενδον πεποιθοτες τη των τειχεων ερυμνοτητι τη τε των βρωματων παραθεσει αναγωγοτερον εχρωντο τοις περι τον ιουδαν λοιδορουντες και προσετι βλασφημουντες και λαλουντες α μη θεμις14 Ceux de l’intérieur comptaient sur la solidité des remparts et sur leurs réserves de nourriture. Ils se montraient grossiers envers Judas et ses hommes, ils les insultaient et blasphémaient, avec des paroles qu’on ne peut répéter.
15 οι δε περι τον ιουδαν επικαλεσαμενοι τον μεγαν του κοσμου δυναστην τον ατερ κριων και μηχανων οργανικων κατακρημνισαντα την ιεριχω κατα τους ιησου χρονους ενεσεισαν θηριωδως τω τειχει15 Judas et ses hommes supplièrent alors le Grand Souverain du monde: il avait bien fait tomber Jéricho sans béliers ni machines de guerre au temps de Josué. Ensuite ils se jetèrent avec fureur contre le rempart.
16 καταλαβομενοι τε την πολιν τη του θεου θελησει αμυθητους εποιησαντο σφαγας ωστε την παρακειμενην λιμνην το πλατος εχουσαν σταδιους δυο καταρρυτον αιματι πεπληρωμενην φαινεσθαι16 Ils s’emparèrent de la ville par la volonté de Dieu et ils y firent un massacre si incroyable que l’étang voisin, qui a plus de 100 mètres de large, semblait rempli de sang.
17 εκειθεν δε αποσπασαντες σταδιους επτακοσιους πεντηκοντα διηνυσαν εις τον χαρακα προς τους λεγομενους τουβιανους ιουδαιους17 Après une marche de 140 kilomètres environ, ils arrivèrent à Charax, dans le pays des Juifs Toubiens,
18 και τιμοθεον μεν επι των τοπων ου κατελαβον απρακτον τοτε απο των τοπων εκλελυκοτα καταλελοιποτα δε φρουραν εν τινι τοπω και μαλα οχυραν18 mais ils n’y trouvèrent pas Timothée. Il était parti sans avoir rien fait, mais il avait laissé en un certain point une garnison très forte.
19 δοσιθεος δε και σωσιπατρος των περι τον μακκαβαιον ηγεμονων εξοδευσαντες απωλεσαν τους υπο τιμοθεου καταλειφθεντας εν τω οχυρωματι πλειους των μυριων ανδρων19 Dosithée et Sosipater, généraux de Maccabée, y firent une expédition et massacrèrent les 10 000 hommes que Timothée avait laissés dans cette place.
20 ο δε μακκαβαιος διαταξας την περι αυτον στρατιαν σπειρηδον κατεστησεν αυτους επι των σπειρων και επι τον τιμοθεον ωρμησεν εχοντα περι αυτον μυριαδας δωδεκα πεζων ιππεις δε δισχιλιους προς τοις πεντακοσιοις20 De son côté, Maccabée divisa son armée en bataillons et mit des chefs à leur tête, puis il se lança contre Timothée. Celui-ci avait avec lui 120 000 fantassins et 2 500 cavaliers.
21 την δε εφοδον μεταλαβων ιουδου προεξαπεστειλεν ο τιμοθεος τας γυναικας και τα τεκνα και την αλλην αποσκευην εις το λεγομενον καρνιον ην γαρ δυσπολιορκητον και δυσπροσιτον το χωριον δια την παντων των τοπων στενοτητα21 Lorsque Timothée apprit l’avance de Judas, il renvoya les femmes, les enfants et le reste des bagages en un lieu appelé Karnion. C’était une forteresse imprenable, car les passages dans ce secteur sont très étroits, et l’accès en était difficile.
22 επιφανεισης δε της ιουδου σπειρας πρωτης και γενομενου δεους επι τους πολεμιους φοβου τε εκ της του τα παντα εφορωντος επιφανειας γενομενης επ' αυτους εις φυγην ωρμησαν αλλος αλλαχη φερομενος ωστε πολλακις υπο των ιδιων βλαπτεσθαι και ταις των ξιφων ακμαις αναπειρεσθαι22 Dès que l’avant-garde de Judas apparut, les ennemis furent remplis de peur; ils furent également effrayés par une manifestation de Celui qui voit tout, si bien qu’ils s’enfuirent de tous côtés. Ils se transperçaient les uns les autres et beaucoup furent blessés par leurs propres compagnons.
23 εποιειτο δε τον διωγμον ευτονωτερον ο ιουδας συγκεντων τους αλιτηριους διεφθειρεν τε εις μυριαδας τρεις ανδρων23 Judas les poursuivit sans relâche, il massacra ces bandits et fit périr plus de 30 000 hommes.
24 αυτος δε ο τιμοθεος εμπεσων τοις περι τον δοσιθεον και σωσιπατρον ηξιου μετα πολλης γοητειας εξαφειναι σωον αυτον δια το πλειονων μεν γονεις ων δε αδελφους εχειν και τουτους αλογηθηναι συμβησεται24 Timothée lui-même était tombé aux mains des hommes de Dosithée et de Sosipater. Il fut assez habile pour leur demander de le relâcher sain et sauf car, disait-il, il détenait les parents et les frères de beaucoup d’entre eux et il pourrait bien leur arriver malheur.
25 πιστωσαντος δε αυτου δια πλειονων τον ορισμον αποκαταστησαι τουτους απημαντους απελυσαν αυτον ενεκα της των αδελφων σωτηριας25 Aussi, quand il s’engagea après bien des paroles à renvoyer libres ces personnes, ils le relâchèrent pour sauver leurs frères.
26 εξελθων δε επι το καρνιον και το ατεργατειον κατεσφαξεν μυριαδας σωματων δυο και πεντακισχιλιους26 Judas fit une expédition à Karnion et à Atargatéion, il y égorgea 25 000 hommes.
27 μετα δε την τουτων τροπην και απωλειαν επεστρατευσεν και επι εφρων πολιν οχυραν εν η κατωκει λυσιας και παμφυλα πληθη νεανιαι δε ρωμαλεοι προ των τειχεων καθεστωτες ευρωστως απεμαχοντο ενθα δε οργανων και βελων πολλαι παραθεσεις υπηρχον27 Après avoir mis en fuite ou détruit ses ennemis, Judas fit une expédition contre Éfron, ville fortifiée où habitait Lysanias. Des jeunes gens vigoureux, rangés au pied des murailles, combattaient avec courage, et à l’intérieur il y avait de nombreuses machines avec des réserves de projectiles.
28 επικαλεσαμενοι δε τον δυναστην τον μετα κρατους συντριβοντα τας των πολεμιων αλκας ελαβον την πολιν υποχειριον κατεστρωσαν δε των ενδον εις μυριαδας δυο πεντακισχιλιους28 Mais, après avoir supplié le Souverain qui brise par sa puissance la force des ennemis, les Juifs s’emparèrent de la ville et couchèrent sur le sol environ 25 000 hommes de ceux qui s’y trouvaient.
29 αναζευξαντες δε εκειθεν ωρμησαν επι σκυθων πολιν απεχουσαν απο ιεροσολυμων σταδιους εξακοσιους29 Partant de là, ils se rendirent à Scythopolis, à une centaine de kilomètres de Jérusalem.
30 απομαρτυρησαντων δε των εκει καθεστωτων ιουδαιων ην οι σκυθοπολιται εσχον προς αυτους ευνοιαν και εν τοις της ατυχιας καιροις ημερον απαντησιν30 Mais les Juifs qui y résidaient affirmèrent que les gens de Scythopolis s’étaient bien conduits envers eux et avaient eu pour eux bien des attentions aux jours de malheur.
31 ευχαριστησαντες και προσπαρακαλεσαντες και εις τα λοιπα προς το γενος ευμενεις ειναι παρεγενηθησαν εις ιεροσολυμα της των εβδομαδων εορτης ουσης υπογυου31 Judas et ses hommes remercièrent les habitants de Scythopolis et les engagèrent à continuer dans leurs bonnes dispositions envers ceux de leur race. Après quoi ils furent de retour à Jérusalem peu de temps avant la fête des Semaines.
32 μετα δε την λεγομενην πεντηκοστην ωρμησαν επι γοργιαν τον της ιδουμαιας στρατηγον32 Après cette fête, appelée Pentecôte, ils se lancèrent contre Gorgias, général de l’Idumée.
33 εξηλθεν δε μετα πεζων τρισχιλιων ιππεων δε τετρακοσιων33 Ce Gorgias s’avançait avec 3 000 fantassins et 400 cavaliers.
34 παραταξαμενους δε συνεβη πεσειν ολιγους των ιουδαιων34 On engagea la bataille et quelques Juifs tombèrent.
35 δοσιθεος δε τις των του βακηνορος εφιππος ανηρ και καρτερος ειχετο του γοργιου και λαβομενος της χλαμυδος ηγεν αυτον ευρωστως και βουλομενος τον καταρατον λαβειν ζωγριαν των ιππεων τινος θρακων επενεχθεντος αυτω και τον ωμον καθελοντος διεφυγεν ο γοργιας εις μαρισα35 Un nommé Dosithée, un solide cavalier de la troupe de Bakenor, attrapa Gorgias en personne par sa pèlerine; il le tirait vigoureusement, car il voulait capturer vivant cet homme maudit, mais un cavalier thrace se jeta sur Dosithée et lui fendit l’épaule, ce qui permit à Gorgias de s’enfuir à Marisa.
36 των δε περι τον εσδριν επι πλειον μαχομενων και κατακοπων οντων επικαλεσαμενος ιουδας τον κυριον συμμαχον φανηναι και προοδηγον του πολεμου36 Le combat se prolongeait et les hommes d’Esdrias tombaient de fatigue. Alors Judas supplia le Seigneur de se montrer, dans le combat, leur allié et leur guide.
37 καταρξαμενος τη πατριω φωνη την μεθ' υμνων κραυγην ενσεισας απροσδοκητως τοις περι τον γοργιαν τροπην αυτων εποιησατο37 À haute voix, dans la langue de ses pères, il poussa le cri de guerre et chanta des hymnes, puis il fondit à l’improviste sur les hommes de Gorgias et les mit en fuite.
38 ιουδας δε αναλαβων το στρατευμα ηκεν εις οδολλαμ πολιν της δε εβδομαδος επιβαλλουσης κατα τον εθισμον αγνισθεντες αυτοθι το σαββατον διηγαγον38 Judas emmena son armée jusqu’à la ville d’Odollam. Arrivé le septième jour de la semaine, ils se purifièrent selon la coutume et célébrèrent le sabbat en ce lieu.
39 τη δε εχομενη ηλθον οι περι τον ιουδαν καθ' ον χρονον το της χρειας εγεγονει τα σωματα των προπεπτωκοτων ανακομισασθαι και μετα των συγγενων αποκαταστησαι εις τους πατρωους ταφους39 Le jour suivant, les hommes de Judas allèrent relever les corps de ceux qui étaient tombés au combat (il était grand temps) pour les déposer avec leurs parents dans les tombeaux de leurs pères.
40 ευρον δε εκαστου των τεθνηκοτων υπο τους χιτωνας ιερωματα των απο ιαμνειας ειδωλων αφ' ων ο νομος απειργει τους ιουδαιους τοις δε πασι σαφες εγενετο δια τηνδε την αιτιαν τουσδε πεπτωκεναι40 et voici qu’ils trouvèrent sous les tuniques de chacun des morts des objets consacrés aux idoles de Jamnia, ce qui est bien sûr interdit aux Juifs par la Loi. La raison pour laquelle ces hommes avaient succombé devenait évidente:
41 παντες ουν ευλογησαντες τα του δικαιοκριτου κυριου τα κεκρυμμενα φανερα ποιουντος41 tous bénirent la conduite du Seigneur, le juste Juge, qui met au grand jour les choses cachées.
42 εις ικετειαν ετραπησαν αξιωσαντες το γεγονος αμαρτημα τελειως εξαλειφθηναι ο δε γενναιος ιουδας παρεκαλεσε το πληθος συντηρειν αυτους αναμαρτητους ειναι υπ' οψιν εωρακοτας τα γεγονοτα δια την των προπεπτωκοτων αμαρτιαν42 Ils se mirent en prière, demandant que le péché commis soit complètement effacé. L’héroïque Judas encouragea l’assemblée à se garder de tout péché: ils venaient de voir de leurs propres yeux ce qui était arrivé à leurs compagnons, tombés à cause de leurs péchés.
43 ποιησαμενος τε κατ' ανδρολογιαν εις αργυριου δραχμας δισχιλιας απεστειλεν εις ιεροσολυμα προσαγαγειν περι αμαρτιας θυσιαν πανυ καλως και αστειως πραττων υπερ αναστασεως διαλογιζομενος43 Il fit alors parmi ses hommes une collecte qui rapporta environ 2 000 pièces; il les envoya à Jérusalem pour qu’on y offre un sacrifice pour le péché. C’était là un geste très beau et très noble, inspiré par la pensée de la résurrection.
44 ει μη γαρ τους προπεπτωκοτας αναστηναι προσεδοκα περισσον και ληρωδες υπερ νεκρων ευχεσθαι44 En effet, s’il n’avait pas cru que ceux qui étaient tombés ressusciteraient, il aurait été inutile et ridicule de prier pour des morts.
45 ειτε' εμβλεπων τοις μετ' ευσεβειας κοιμωμενοις καλλιστον αποκειμενον χαριστηριον οσια και ευσεβης η επινοια οθεν περι των τεθνηκοτων τον εξιλασμον εποιησατο της αμαρτιας απολυθηναι45 Mais il pensait qu’une belle récompense était réservée à ceux qui se sont couchés dans la mort ayant la foi; c’était là une pensée sainte et en accord avec la foi. Il fit donc offrir ce sacrifice d’expiation pour les morts, afin qu’ils soient délivrés de leurs péchés.