Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 13


font
LXXVULGATA
1 και ηκουσεν σιμων οτι συνηγαγεν τρυφων δυναμιν πολλην του ελθειν εις γην ιουδα και εκτριψαι αυτην1 Et audivit Simon quod congregavit Tryphon exercitum copiosum ut veniret in terram Juda, et attereret eam.
2 και ειδεν τον λαον οτι εντρομος εστιν και εκφοβος και ανεβη εις ιερουσαλημ και ηθροισεν τον λαον2 Videns quia in tremore populus est, et in timore, ascendit Jerusalem, et congregavit populum :
3 και παρεκαλεσεν αυτους και ειπεν αυτοις αυτοι οιδατε οσα εγω και οι αδελφοι μου και ο οικος του πατρος μου εποιησαμεν περι των νομων και των αγιων και τους πολεμους και τας στενοχωριας ας ειδομεν3 et adhortans dixit : Vos scitis quanta ego, et fratres mei, et domus patris mei, fecimus pro legibus et pro sanctis, prælia, et angustias quales vidimus :
4 τουτου χαριν απωλοντο οι αδελφοι μου παντες χαριν του ισραηλ και κατελειφθην εγω μονος4 horum gratia perierunt fratres mei omnes propter Israël, et relictus sum ego solus.
5 και νυν μη μοι γενοιτο φεισασθαι μου της ψυχης εν παντι καιρω θλιψεως ου γαρ ειμι κρεισσων των αδελφων μου5 Et nunc non mihi contingat parcere animæ meæ in omni tempore tribulationis : non enim melior sum fratribus meis.
6 πλην εκδικησω περι του εθνους μου και περι των αγιων και περι των γυναικων και τεκνων υμων οτι συνηχθησαν παντα τα εθνη εκτριψαι ημας εχθρας χαριν6 Vindicabo itaque gentem meam, et sancta, natos quoque nostros, et uxores : quia congregatæ sunt universæ gentes conterere nos inimicitiæ gratia.
7 και ανεζωπυρησεν το πνευμα του λαου αμα του ακουσαι των λογων τουτων7 Et accensus est spiritus populi simul ut audivit sermones istos :
8 και απεκριθησαν φωνη μεγαλη λεγοντες συ ει ημων ηγουμενος αντι ιουδου και ιωναθου του αδελφου σου8 et responderunt voce magna, dicentes : Tu es dux noster loco Judæ, et Jonathæ fratris tui :
9 πολεμησον τον πολεμον ημων και παντα οσα αν ειπης ημιν ποιησομεν9 pugna prælium nostrum : et omnia, quæcumque dixeris nobis, faciemus.
10 και συνηγαγεν παντας τους ανδρας τους πολεμιστας και εταχυνεν του τελεσαι τα τειχη ιερουσαλημ και ωχυρωσεν αυτην κυκλοθεν10 Et congregans omnes viros bellatores, acceleravit consummare universos muros Jerusalem, et munivit eam in gyro.
11 και απεστειλεν ιωναθαν τον του αψαλωμου και μετ' αυτου δυναμιν ικανην εις ιοππην και εξεβαλεν τους οντας εν αυτη και εμεινεν εκει εν αυτη11 Et misit Jonathan filium Absalomi, et cum eo exercitum novum in Joppen, et ejectis his qui erant in ea, remansit illic ipse.
12 και απηρεν τρυφων απο πτολεμαιδος μετα δυναμεως πολλης ελθειν εις γην ιουδα και ιωναθαν μετ' αυτου εν φυλακη12 Et movit Tryphon a Ptolemaida cum exercitu multo, ut veniret in terram Juda, et Jonathas cum eo in custodia.
13 σιμων δε παρενεβαλεν εν αδιδοις κατα προσωπον του πεδιου13 Simon autem applicuit in Addus contra faciem campi.
14 και επεγνω τρυφων οτι ανεστη σιμων αντι ιωναθου του αδελφου αυτου και οτι συναπτειν αυτω μελλει πολεμον και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις λεγων14 Et ut cognovit Tryphon quia surrexit Simon loco fratris sui Jonathæ, et quia commissurus esset cum eo prælium, misit ad eum legatos,
15 περι αργυριου ου ωφειλεν ιωναθαν ο αδελφος σου εις το βασιλικον δι' ας ειχεν χρειας συνεχομεν αυτον15 dicens : Pro argento, quod debebat frater tuus Jonathas in ratione regis propter negotia quæ habuit, detinuimus eum.
16 και νυν αποστειλον αργυριου ταλαντα εκατον και δυο των υιων αυτου ομηρα οπως μη αφεθεις αποστατηση αφ' ημων και αφησομεν αυτον16 Et nunc mitte argenti talenta centum, et duos filios ejus obsides, ut non dimissus fugiat a nobis, et remittemus eum.
17 και εγνω σιμων οτι δολω λαλουσιν προς αυτον και πεμπει του λαβειν το αργυριον και τα παιδαρια μηποτε εχθραν αρη μεγαλην προς τον λαον17 Et cognovit Simon quia cum dolo loqueretur secum : jussit tamen dari argentum et pueros, ne inimicitiam magnam sumeret ad populum Israël, dicentem :
18 λεγοντες οτι ουκ απεστειλα αυτω το αργυριον και τα παιδαρια απωλετο18 Quia non misit ei argentum, et pueros, propterea periit.
19 και απεστειλεν τα παιδαρια και τα εκατον ταλαντα και διεψευσατο και ουκ αφηκεν τον ιωναθαν19 Et misit pueros, et centum talenta : et mentitus est, et non dimisit Jonathan.
20 και μετα ταυτα ηλθεν τρυφων του εμβατευσαι εις την χωραν και εκτριψαι αυτην και εκυκλωσαν οδον την εις αδωρα και σιμων και η παρεμβολη αυτου αντιπαρηγεν αυτω εις παντα τοπον ου αν επορευετο20 Et post hæc venit Tryphon intra regionem, ut contereret eam : et gyraverunt per viam quæ ducit Ador : et Simon et castra ejus ambulabant in omnem locum quocumque ibant.
21 οι δε εκ της ακρας απεστελλον προς τρυφωνα πρεσβευτας κατασπευδοντας αυτον του ελθειν προς αυτους δια της ερημου και αποστειλαι αυτοις τροφας21 Qui autem in arce erant, miserunt ad Tryphonem legatos, ut festinaret venire per desertum, et mitteret illis alimonias.
22 και ητοιμασεν τρυφων πασαν την ιππον αυτου ελθειν και εν τη νυκτι εκεινη ην χιων πολλη σφοδρα και ουκ ηλθεν δια την χιονα και απηρεν και ηλθεν εις την γαλααδιτιν22 Et paravit Tryphon omnem equitatum, ut veniret illa nocte : erat autem nix multa valde, et non venit in Galaaditim.
23 ως δε ηγγισεν της βασκαμα απεκτεινεν τον ιωναθαν και εταφη εκει23 Et cum appropinquasset Bascaman, occidit Jonathan et filios ejus illic.
24 και επεστρεψεν τρυφων και απηλθεν εις την γην αυτου24 Et convertit Tryphon, et abiit in terram suam.
25 και απεστειλεν σιμων και ελαβεν τα οστα ιωναθου του αδελφου αυτου και εθαψεν αυτον εν μωδειν πολει των πατερων αυτου25 Et misit Simon, et accepit ossa Jonathæ fratris sui, et sepelivit ea in Modin civitate patrum ejus.
26 και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθησαν αυτον ημερας πολλας26 Et planxerunt eum omnis Israël planctu magno, et luxerunt eum dies multos.
27 και ωκοδομησεν σιμων επι τον ταφον του πατρος αυτου και των αδελφων αυτου και υψωσεν αυτον τη ορασει λιθω ξεστω εκ των οπισθεν και εμπροσθεν27 Et ædificavit Simon super sepulchrum patris sui et fratrum suorum ædificium altum visu, lapide polito retro et ante.
28 και εστησεν επτα πυραμιδας μιαν κατεναντι της μιας τω πατρι και τη μητρι και τοις τεσσαρσιν αδελφοις28 Et statuit septem pyramidas, unam contra unam, patri et matri, et quatuor fratribus :
29 και ταυταις εποιησεν μηχανηματα περιθεις στυλους μεγαλους και εποιησεν επι τοις στυλοις πανοπλιας εις ονομα αιωνιον και παρα ταις πανοπλιαις πλοια εγγεγλυμμενα εις το θεωρεισθαι υπο παντων των πλεοντων την θαλασσαν29 et his circumposuit columnas magnas : et super columnas arma, ad memoriam æternam : et juxta arma naves sculptas, quæ viderentur ab omnibus navigantibus mare :
30 ουτος ο ταφος ον εποιησεν εν μωδειν εως της ημερας ταυτης30 hoc est sepulchrum, quod fecit in Modin usque in hunc diem.
31 ο δε τρυφων επορευετο δολω μετα αντιοχου του βασιλεως του νεωτερου και απεκτεινεν αυτον31 Tryphon autem cum iter faceret cum Antiocho rege adolescente, dolo occidit eum :
32 και εβασιλευσεν αντ' αυτου και περιεθετο το διαδημα της ασιας και εποιησεν πληγην μεγαλην επι της γης32 et regnavit loco ejus, et imposuit sibi diadema Asiæ, et fecit plagam magnam in terra.
33 και ωκοδομησεν σιμων τα οχυρωματα της ιουδαιας και περιετειχισεν πυργοις υψηλοις και τειχεσιν μεγαλοις και πυλαις και μοχλοις και εθετο βρωματα εν τοις οχυρωμασιν33 Et ædificavit Simon præsidia Judææ, muniens ea turribus excelsis, et muris magnis, et portis, et seris : et posuit alimenta in munitionibus.
34 και επελεξεν σιμων ανδρας και απεστειλεν προς δημητριον τον βασιλεα του ποιησαι αφεσιν τη χωρα οτι πασαι αι πραξεις τρυφωνος ησαν αρπαγαι34 Et elegit Simon viros, et misit ad Demetrium regem ut faceret remissionem regioni : quia actus omnes Tryphonis per direptionem fuerant gesti.
35 και απεστειλεν αυτω δημητριος ο βασιλευς κατα τους λογους τουτους και απεκριθη αυτω και εγραψεν αυτω επιστολην τοιαυτην35 Et Demetrius rex ad verba ista respondit ei, et scripsit epistolam talem :
36 βασιλευς δημητριος σιμωνι αρχιερει και φιλω βασιλεων και πρεσβυτεροις και εθνει ιουδαιων χαιρειν36 Rex Demetrius Simoni summo sacerdoti et amico regum, et senioribus, et genti Judæorum, salutem.
37 τον στεφανον τον χρυσουν και την βαινην ην απεστειλατε κεκομισμεθα και ετοιμοι εσμεν του ποιειν υμιν ειρηνην μεγαλην και γραφειν τοις επι των χρειων του αφιεναι υμιν τα αφεματα37 Coronam auream, et bahem, quam misistis, suscepimus : et parati sumus facere vobiscum pacem magnam, et scribere præpositis regis remittere vobis quæ indulsimus.
38 και οσα εστησαμεν προς υμας εστηκεν και τα οχυρωματα α ωκοδομησατε υπαρχετω υμιν38 Quæcumque enim constituimus, vobis constant : munitiones, quas ædificastis, vobis sint :
39 αφιεμεν δε αγνοηματα και τα αμαρτηματα εως της σημερον ημερας και τον στεφανον ον ωφειλετε και ει τι αλλο ετελωνειτο εν ιερουσαλημ μηκετι τελωνεισθω39 remittimus quoque ignorantias et peccata usque in hodiernum diem, et coronam quam debebatis : et si quid aliud erat tributarium in Jerusalem, jam non sit tributarium.
40 και ει τινες επιτηδειοι υμων γραφηναι εις τους περι ημας εγγραφεσθωσαν και γινεσθω ανα μεσον ημων ειρηνη40 Et si qui ex vobis apti sunt conscribi inter nostros, conscribantur, et sit inter nos pax.
41 ετους εβδομηκοστου και εκατοστου ηρθη ο ζυγος των εθνων απο του ισραηλ41 Anno centesimo septuagesimo, ablatum est jugum gentium ab Israël.
42 και ηρξατο ο λαος γραφειν εν ταις συγγραφαις και συναλλαγμασιν ετους πρωτου επι σιμωνος αρχιερεως μεγαλου και στρατηγου και ηγουμενου ιουδαιων42 Et cœpit populus Israël scribere in tabulis, et gestis publicis, anno primo sub Simone summo sacerdote, magno duce, et principe Judæorum.
43 εν ταις ημεραις εκειναις παρενεβαλεν επι γαζαρα και εκυκλωσεν αυτην παρεμβολαις και εποιησεν ελεοπολιν και προσηγαγεν τη πολει και επαταξεν πυργον ενα και κατελαβετο43 In diebus illis applicuit Simon ad Gazam, et circumdedit eam castris, et fecit machinas, et applicuit ad civitatem, et percussit turrem unam, et comprehendit eam.
44 και εξηλλοντο οι εν τη ελεοπολει εις την πολιν και εγενετο κινημα μεγα εν τη πολει44 Et eruperant qui erant intra machinam in civitatem, et factus est motus magnus in civitate.
45 και ανεβησαν οι εν τη πολει συν γυναιξιν και τοις τεκνοις επι το τειχος διερρηχοτες τα ιματια αυτων και εβοησαν φωνη μεγαλη αξιουντες σιμωνα δεξιας αυτοις δουναι45 Et ascenderunt qui erant in civitate cum uxoribus et filiis supra murum, scissis tunicis suis, et clamaverunt voce magna, postulantes a Simone dextras sibi dari,
46 και ειπαν μη ημιν χρηση κατα τας πονηριας ημων αλλα κατα το ελεος σου46 et dixerunt : Non nobis reddas secundum malitias nostras, sed secundum misericordias tuas.
47 και συνελυθη αυτοις σιμων και ουκ επολεμησεν αυτους και εξεβαλεν αυτους εκ της πολεως και εκαθαρισεν τας οικιας εν αις ην τα ειδωλα και ουτως εισηλθεν εις αυτην υμνων και ευλογων47 Et flexus Simon, non debellavit eos : ejecit tamen eos de civitate, et mundavit ædes in quibus fuerant simulacra, et tunc intravit in eam cum hymnis benedicens Dominum :
48 και εξεβαλεν εξ αυτης πασαν ακαθαρσιαν και κατωκισεν εν αυτη ανδρας οιτινες τον νομον ποιησωσιν και προσωχυρωσεν αυτην και ωκοδομησεν εαυτω εν αυτη οικησιν48 et ejecta ab ea omni immunditia, collocavit in ea viros qui legem facerent : et munivit eam, et fecit sibi habitationem.
49 οι δε εκ της ακρας εν ιερουσαλημ εκωλυοντο εκπορευεσθαι και εισπορευεσθαι εις την χωραν αγοραζειν και πωλειν και επεινασαν σφοδρα και απωλοντο εξ αυτων ικανοι τω λιμω49 Qui autem erant in arce Jerusalem, prohibebantur egredi et ingredi regionem, et emere ac vendere : et esurierunt valde, et multi ex eis fame perierunt,
50 και εβοησαν προς σιμωνα δεξιας λαβειν και εδωκεν αυτοις και εξεβαλεν αυτους εκειθεν και εκαθαρισεν την ακραν απο των μιασματων50 et clamaverunt ad Simonem ut dextras acciperent : et dedit illis : et ejecit eos inde, et mundavit arcem a contaminationibus :
51 και εισηλθον εις αυτην τη τριτη και εικαδι του δευτερου μηνος ετους πρωτου και εβδομηκοστου και εκατοστου μετα αινεσεως και βαιων και εν κινυραις και εν κυμβαλοις και εν ναβλαις και εν υμνοις και εν ωδαις οτι συνετριβη εχθρος μεγας εξ ισραηλ51 et intraverunt in eam tertia et vigesima die secundi mensis, anno centesimo septuagesimo primo, cum laude, et ramis palmarum, et cinyris, et cymbalis, et nablis, et hymnis, et canticis, quia contritus est inimicus magnus ex Israël.
52 και εστησεν κατ' ενιαυτον του αγειν την ημεραν ταυτην μετα ευφροσυνης και προσωχυρωσεν το ορος του ιερου το παρα την ακραν και ωκει εκει αυτος και οι παρ' αυτου52 Et constituit ut omnibus annis agerentur dies hi cum lætitia.
53 και ειδεν σιμων τον ιωαννην υιον αυτου οτι ανηρ εστιν και εθετο αυτον ηγουμενον των δυναμεων πασων και ωκει εν γαζαροις53 Et munivit montem templi, qui erat secus arcem, et habitavit ibi ipse, et qui cum eo erant.
54 Et vidit Simon Joannem filium suum, quod fortis prælii vir esset : et posuit eum ducem virtutum universarum : et habitavit in Gazaris.