Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 33


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ων δεκα δυο ετων μανασσης εν τω βασιλευσαι αυτον και πεντηκοντα πεντε ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ1 Tizenkét esztendős volt Manassze, amikor uralkodni kezdett, s ötvenöt esztendeig uralkodott Jeruzsálemben.
2 και εποιησεν το πονηρον εναντιον κυριου απο παντων των βδελυγματων των εθνων ους εξωλεθρευσεν κυριος απο προσωπου των υιων ισραηλ2 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr előtt, azoknak a nemzeteknek undokságai szerint, amelyeket kiűzött az Úr Izrael fiai elől.
3 και επεστρεψεν και ωκοδομησεν τα υψηλα α κατεσπασεν εζεκιας ο πατηρ αυτου και εστησεν στηλας ταις βααλιμ και εποιησεν αλση και προσεκυνησεν παση τη στρατια του ουρανου και εδουλευσεν αυτοις3 Ismét felépítette a magaslatokat, amelyeket atyja, Hiszkija leromboltatott, oltárokat emelt a Baáloknak, berkeket csináltatott, s imádta s tisztelte az ég egész seregét.
4 και ωκοδομησεν θυσιαστηρια εν οικω κυριου ου ειπεν κυριος εν ιερουσαλημ εσται το ονομα μου εις τον αιωνα4 Oltárokat építtetett az Úr házában is, pedig arról azt mondta az Úr: »Jeruzsálemben lesz az én nevem mindörökké« –
5 και ωκοδομησεν θυσιαστηρια παση τη στρατια του ουρανου εν ταις δυσιν αυλαις οικου κυριου5 az ég egész seregének tiszteletére építtette azokat, az Úr házának mindkét udvarán.
6 και αυτος διηγαγεν τα τεκνα αυτου εν πυρι εν γαι-βαναι-εννομ και εκληδονιζετο και οιωνιζετο και εφαρμακευετο και εποιησεν εγγαστριμυθους και επαοιδους επληθυνεν του ποιησαι το πονηρον εναντιον κυριου του παροργισαι αυτον6 Fiait átvitette a tűzön Ennom fiának völgyében, álmokra adott, jóslást űzött, varázslással foglalkozott, varázslókat és bűbájosokat tartott maga mellett, és sok olyasmit tett, ami gonosz az Úr előtt, hogy bosszantsa őt.
7 και εθηκεν το γλυπτον και το χωνευτον εικονα ην εποιησεν εν οικω θεου ου ειπεν ο θεος προς δαυιδ και προς σαλωμων υιον αυτου εν τω οικω τουτω και ιερουσαλημ ην εξελεξαμην εκ πασων φυλων ισραηλ θησω το ονομα μου εις τον αιωνα7 Faragott és öntött képet is helyezett az Isten házába, pedig arról azt ígérte és azt mondta Isten Dávidnak s fiának, Salamonnak: »Ebbe a házba és Jeruzsálembe, amelyet kiválasztottam magamnak Izrael valamennyi törzséből, fogom elhelyezni nevemet mindörökre,
8 και ου προσθησω σαλευσαι τον ποδα ισραηλ απο της γης ης εδωκα τοις πατρασιν αυτων πλην εαν φυλασσωνται του ποιησαι παντα α ενετειλαμην αυτοις κατα παντα τον νομον και τα προσταγματα και τα κριματα εν χειρι μωυση8 s nem mozdítom el Izrael lábát arról a földről, amelyet atyáiknak adtam, feltéve, hogy gondosan megcselekszik azt, amit Mózes által meghagytam nekik, minden törvényt, szertartást és rendeletet.«
9 και επλανησεν μανασσης τον ιουδαν και τους κατοικουντας εν ιερουσαλημ του ποιησαι το πονηρον υπερ παντα τα εθνη α εξηρεν κυριος απο προσωπου υιων ισραηλ9 Így csábította el Manassze Júdát és Jeruzsálem lakóit arra, hogy még gonoszabbul cselekedjenek, mint mindazok a nemzetek, amelyeket az Úr kiűzött Izrael fiainak színe elől.
10 και ελαλησεν κυριος επι μανασση και επι τον λαον αυτου και ουκ επηκουσαν10 Az Úr szólt is hozzá és népéhez, de nem akarták meghallgatni.
11 και ηγαγεν κυριος επ' αυτους τους αρχοντας της δυναμεως βασιλεως ασσουρ και κατελαβον τον μανασση εν δεσμοις και εδησαν αυτον εν πεδαις και ηγαγον εις βαβυλωνα11 Ezért aztán rájuk hozta az asszírok királyának hadvezéreit, s azok elfogták Manasszét s láncba-bilincsbe verve elvitték Babilonba.
12 και ως εθλιβη εζητησεν το προσωπον κυριου του θεου αυτου και εταπεινωθη σφοδρα απο προσωπου θεου των πατερων αυτου12 Ő azonban szorongatásában az Úrhoz, az ő Istenéhez imádkozott s nagy bűnbánatot tartott atyái Istene előtt.
13 και προσηυξατο προς αυτον και επηκουσεν αυτου και επηκουσεν της βοης αυτου και επεστρεψεν αυτον εις ιερουσαλημ επι την βασιλειαν αυτου και εγνω μανασσης οτι κυριος αυτος εστιν ο θεος13 Esdekelt előtte s állhatatosan könyörgött, úgy, hogy Ő meghallgatta könyörgését s visszavitette Jeruzsálembe, országába. Ekkor Manassze elismerte, hogy az Úr az Isten.
14 και μετα ταυτα ωκοδομησεν τειχος εξω της πολεως δαυιδ απο λιβος κατα γιων εν τω χειμαρρω και εκπορευομενων την πυλην την κυκλοθεν και εις το οφλα και υψωσεν σφοδρα και κατεστησεν αρχοντας της δυναμεως εν πασαις ταις πολεσιν ταις τειχηρεσιν εν ιουδα14 Aztán falat építtetett a Dávid-városon kívül, a Gíhontól nyugatra, a völgyben, a Halkapu bejárójától körös-körül az Ófelig, s azt igen magasra felhúzatta. Majd hadvezéreket állított Júda valamennyi megerősített városába,
15 και περιειλεν τους θεους τους αλλοτριους και το γλυπτον εξ οικου κυριου και παντα τα θυσιαστηρια α ωκοδομησεν εν ορει οικου κυριου και εν ιερουσαλημ και εξω της πολεως15 és eltávolította az idegen isteneket és a bálványokat az Úr házából. Az oltárokat pedig, amelyeket az Úr házának hegyén és Jeruzsálemben állíttatott, mind kivetette a városon kívülre.
16 και κατωρθωσεν το θυσιαστηριον κυριου και εθυσιασεν επ' αυτο θυσιαν σωτηριου και αινεσεως και ειπεν τω ιουδα του δουλευειν κυριω θεω ισραηλ16 Megújította továbbá az Úr oltárát s vágó-, béke- és dicsérő áldozatokat mutatott be rajta, és meghagyta Júdának, hogy az Úrnak, Izrael Istenének szolgáljon.
17 πλην ο λαος ετι επι των υψηλων πλην κυριος ο θεος αυτων17 Ám a nép továbbra is a magaslatokon áldozott az Úrnak, az ő Istenének.
18 και τα λοιπα των λογων μανασση και η προσευχη αυτου η προς τον θεον και λογοι των ορωντων λαλουντων προς αυτον επ' ονοματι κυριου θεου ισραηλ ιδου επι λογων18 Manassze többi dolgát, könyörgését az ő Istenéhez, meg azoknak a látnokoknak a szavait, akik az Úr, Izrael Istenének nevében szóltak neki, megírták Izrael királyainak dolgai között.
19 προσευχης αυτου και ως επηκουσεν αυτου και πασαι αι αμαρτιαι αυτου και αι αποστασεις αυτου και οι τοποι εφ' οις ωκοδομησεν τα υψηλα και εστησεν εκει αλση και γλυπτα προ του επιστρεψαι ιδου γεγραπται επι των λογων των ορωντων19 Imádságát és meghallgatását, valamennyi vétkét és bűnét, meg azokat a helyeket, amelyeken magaslatokat építtetett s berkeket és szobrokat készíttetett, mielőtt bűnbánatot tartott, feljegyezték Hózáj beszédeiben.
20 και εκοιμηθη μανασσης μετα των πατερων αυτου και εθαψαν αυτον εν παραδεισω οικου αυτου και εβασιλευσεν αντ' αυτου αμων υιος αυτου20 Amikor aztán Manassze aludni tért atyáihoz, eltemették házában s fia, Ámon lett a király helyette.
21 ων εικοσι και δυο ετων αμων εν τω βασιλευειν αυτον και δυο ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ21 Huszonkét esztendős volt Ámon, amikor uralkodni kezdett, s két esztendeig uralkodott Jeruzsálemben.
22 και εποιησεν το πονηρον ενωπιον κυριου ως εποιησεν μανασσης ο πατηρ αυτου και πασιν τοις ειδωλοις οις εποιησεν μανασσης ο πατηρ αυτου εθυεν αμων και εδουλευσεν αυτοις22 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt, úgy, ahogy atyja, Manassze cselekedett. Valamennyi bálványnak, amelyet Manassze készíttetett, áldozott és szolgált,
23 και ουκ εταπεινωθη εναντιον κυριου ως εταπεινωθη μανασσης ο πατηρ αυτου οτι υιος αυτου αμων επληθυνεν πλημμελειαν23 sőt nem is alázta meg magát az Úr színe előtt, mint ahogyan atyja, Manassze megalázta magát, hanem sokkal nagyobb bűnöket követett el.
24 και επεθεντο αυτω οι παιδες αυτου και επαταξαν αυτον εν οικω αυτου24 Végül szolgái összeesküdtek ellene s megölték házában.
25 και επαταξεν ο λαος της γης τους επιθεμενους επι τον βασιλεα αμων και εβασιλευσεν ο λαος της γης τον ιωσιαν υιον αυτου αντ' αυτου25 Erre a föld népe lekaszabolta mindazokat, akik Ámont megölték, és fiát, Joziját tette meg királlyá helyette.