| 1 και εβασιλευσαν οι κατοικουντες εν ιερουσαλημ τον οχοζιαν υιον αυτου τον μικρον αντ' αυτου οτι παντας τους πρεσβυτερους απεκτεινεν το ληστηριον το επελθον επ' αυτους οι αραβες και οι αλιμαζονεις και εβασιλευσεν οχοζιας υιος ιωραμ βασιλεως ιουδα | 1 Na jego miejsce mieszkańcy Jerozolimy obrali królem najmłodszego jego syna, Ochozjasza, wszystkich bowiem starszych braci wymordowała zgraja, która z Arabami weszła do obozu. Został więc królem Ochozjasz, syn Jorama, króla judzkiego. |
| 2 ων εικοσι ετων οχοζιας εβασιλευσεν και ενιαυτον ενα εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου γοθολια θυγατηρ αμβρι | 2 W chwili objęcia rządów Ochozjasz miał dwadzieścia dwa lata i panował jeden rok w Jerozolimie. Jego matce było na imię Atalia, córka Omriego. |
| 3 και ουτος επορευθη εν οδω οικου αχααβ οτι μητηρ αυτου ην συμβουλος του αμαρτανειν | 3 Także i on kroczył drogami rodu Achaba, albowiem matka jego dawała mu złe rady. |
| 4 και εποιησεν το πονηρον εναντιον κυριου ως οικος αχααβ οτι αυτοι ησαν αυτω μετα το αποθανειν τον πατερα αυτου συμβουλοι του εξολεθρευσαι αυτον | 4 Czynił on to, co jest złe w oczach Pańskich, jak dom Achaba, ponieważ oni to na jego zgubę byli mu doradcami po śmierci jego ojca. |
| 5 και εν ταις βουλαις αυτων επορευθη και επορευθη μετα ιωραμ υιου αχααβ εις πολεμον επι αζαηλ βασιλεα συριας εις ραμα γαλααδ και επαταξαν οι τοξοται τον ιωραμ | 5 Idąc za ich radą, wyruszył z Joramem, synem Achaba, królem izraelskim, do walki przeciw Chazaelowi, królowi Aramu, do Ramot w Gileadzie. Aramejczycy zranili Jorama. |
| 6 και επεστρεψεν ιωραμ του ιατρευθηναι εις ιεζραελ απο των πληγων ων επαταξαν αυτον οι συροι εν ραμα εν τω πολεμειν αυτον προς αζαηλ βασιλεα συριας και οχοζιας υιος ιωραμ βασιλευς ιουδα κατεβη θεασασθαι τον ιωραμ υιον αχααβ εις ιεζραελ οτι ηρρωστει | 6 Wycofał się więc, aby się leczyć w Jizreel, albowiem miał rany, które zadali mu w Harama, kiedy wojował z Chazaelem, królem Aramu. Ochozjasz, syn Jorama, króla judzkiego, przybył do Jizreel odwiedzić Jorama, syna Achaba, który był chory. |
| 7 και παρα του θεου εγενετο καταστροφη οχοζια ελθειν προς ιωραμ και εν τω ελθειν αυτον εξηλθεν μετ' αυτου ιωραμ προς ιου υιον ναμεσσι χριστον κυριου τον οικον αχααβ | 7 Lecz Bóg zrządził, że Ochozjasz wybrał się z odwiedzinami do Jorama na swoją zgubę. Kiedy bowiem przybył, wyruszył z Joramem na spotkanie Jehu, syna Nimsziego, którego namaścił Pan po to, by zniszczył dom Achaba. |
| 8 και εγενετο ως εξεδικησεν ιου τον οικον αχααβ και ευρεν τους αρχοντας ιουδα και τους αδελφους οχοζια λειτουργουντας τω οχοζια και απεκτεινεν αυτους | 8 Podczas gdy Jehu rozprawiał się z domem Achaba, znalazł dowódców judzkich i synów braci Ochozjasza, którzy byli w jego służbie, i zabił ich. |
| 9 και ειπεν του ζητησαι τον οχοζιαν και κατελαβον αυτον ιατρευομενον εν σαμαρεια και ηγαγον αυτον προς ιου και απεκτεινεν αυτον και εθαψαν αυτον οτι ειπαν υιος ιωσαφατ εστιν ος εζητησεν τον κυριον εν ολη καρδια αυτου και ουκ ην εν οικω οχοζια κατισχυσαι δυναμιν περι της βασιλειας | 9 Szukano potem Ochozjasza i schwytano go, gdy ukrywał się w Samarii. Zaprowadzono go wtedy do Jehu, który go skazał na śmierć. Pochowano go, mówiąc: Jest on synem Jozafata, który szukał Pana z całego swego serca. Nie było wtedy w domu Ochozjasza nikogo, kto by miał dość siły do panowania. |
| 10 και γοθολια η μητηρ οχοζια ειδεν οτι τεθνηκεν αυτης ο υιος και ηγερθη και απωλεσεν παν το σπερμα της βασιλειας εν οικω ιουδα | 10 Kiedy Atalia, matka Ochozjasza, dowiedziała się, że syn jej umarł, zabrała się do wytępienia całego potomstwa królewskiego domu Judy. |
| 11 και ελαβεν ιωσαβεθ η θυγατηρ του βασιλεως τον ιωας υιον οχοζια και εκλεψεν αυτον εκ μεσου υιων του βασιλεως των θανατουμενων και εδωκεν αυτον και την τροφον αυτου εις ταμιειον των κλινων και εκρυψεν αυτον ιωσαβεθ θυγατηρ του βασιλεως ιωραμ αδελφη οχοζιου γυνη ιωδαε του ιερεως και εκρυψεν αυτον απο προσωπου γοθολιας και ουκ απεκτεινεν αυτον | 11 Lecz Joszeba, córka króla, zabrała Joasza, syna Ochozjasza, i wyniósłszy go potajemnie spośród zabijanych synów królewskich, skryła go razem z jego mamką w pokoju sypialnym. Tak to ukrywała go Joszeba, córka króla Jorama, a żona kapłana Jojady - była ona przecież siostrą Ochozjasza - przed Atalią, tak iż ona go nie zgładziła. |
| 12 και ην μετ' αυτης εν οικω του θεου κατακεκρυμμενος εξ ετη και γοθολια εβασιλευσεν επι της γης | 12 Przebywał więc z nimi przez sześć lat ukryty w świątyni Bożej, podczas gdy Atalia rządziła w kraju. |