Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 11


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ο βασιλευς σαλωμων ην φιλογυναιος και ησαν αυτω αρχουσαι επτακοσιαι και παλλακαι τριακοσιαι και ελαβεν γυναικας αλλοτριας και την θυγατερα φαραω μωαβιτιδας αμμανιτιδας συρας και ιδουμαιας χετταιας και αμορραιας1 Salamon király azonban sok idegen nőt szeretett meg: a fáraó lányán kívül moabita, ammonita, edomita, szidoni és hetita nőket,
2 εκ των εθνων ων απειπεν κυριος τοις υιοις ισραηλ ουκ εισελευσεσθε εις αυτους και αυτοι ουκ εισελευσονται εις υμας μη εκκλινωσιν τας καρδιας υμων οπισω ειδωλων αυτων εις αυτους εκολληθη σαλωμων του αγαπησαι2 azok közül a népek közül való nőket, amelyek felől azt mondta az Úr Izrael fiainak: »Ne menjetek be lányaikhoz, s közülük se menjen be senki sem a ti lányaitokhoz, mert bizonnyal elfordítják szíveteket, hogy az ő isteneiket kövessétek.« Ezekhez ragaszkodott Salamon forró szerelemmel.
3 -3 Hétszáz királynői rangban levő felesége és háromszáz mellékfelesége volt és feleségei elfordították szívét az Úrtól.
4 και εγενηθη εν καιρω γηρους σαλωμων και ουκ ην η καρδια αυτου τελεια μετα κυριου θεου αυτου καθως η καρδια δαυιδ του πατρος αυτου και εξεκλιναν αι γυναικες αι αλλοτριαι την καρδιαν αυτου οπισω θεων αυτων4 Amikor ugyanis már vén volt, feleségei arra csábították szívét, hogy más isteneket kövessen, s így szíve nem volt teljesen az Úrral, az ő Istenével, mint Dávidnak, apjának a szíve,
5 τοτε ωκοδομησεν σαλωμων υψηλον τω χαμως ειδωλω μωαβ και τω βασιλει αυτων ειδωλω υιων αμμων5 hanem Astartét, a szidoniak istennőjét s Molokot, az ammoniták bálványát tisztelte Salamon,
6 και τη ασταρτη βδελυγματι σιδωνιων6 és azt cselekedte Salamon, ami nem tetszett az Úrnak, s nem követte oly teljesen az Urat, mint apja, Dávid.
7 και ουτως εποιησεν πασαις ταις γυναιξιν αυτου ταις αλλοτριαις εθυμιων και εθυον τοις ειδωλοις αυτων7 Ekkoriban építtetett Salamon templomot Kámosnak, a moabiták bálványának, a Jeruzsálemmel szemben levő hegyen, meg Moloknak, Ammon fiai bálványának,
8 και εποιησεν σαλωμων το πονηρον ενωπιον κυριου ουκ επορευθη οπισω κυριου ως δαυιδ ο πατηρ αυτου8 s ugyanígy járt el minden idegen feleségével, akik az ő isteneiknek tömjéneztek, s áldoztak.
9 και ωργισθη κυριος επι σαλωμων οτι εξεκλινεν καρδιαν αυτου απο κυριου θεου ισραηλ του οφθεντος αυτω δις9 Megharagudott erre az Úr Salamonra, hogy elfordult az elméje az Úrtól, Izrael Istenétől, aki kétszer is megjelent neki,
10 και εντειλαμενου αυτω υπερ του λογου τουτου το παραπαν μη πορευθηναι οπισω θεων ετερων και φυλαξασθαι ποιησαι α ενετειλατο αυτω κυριος ο θεος10 s éppen azt parancsolta meg, hogy ne kövessen más isteneket, s ő mégsem tartotta meg, amit az Úr megparancsolt neki.
11 και ειπεν κυριος προς σαλωμων ανθ' ων εγενετο ταυτα μετα σου και ουκ εφυλαξας τας εντολας μου και τα προσταγματα μου α ενετειλαμην σοι διαρρησσων διαρρηξω την βασιλειαν σου εκ χειρος σου και δωσω αυτην τω δουλω σου11 Azt mondta azért az Úr Salamonnak: »Mivel ezt tudtad, s mégsem tartottad meg szövetségemet s parancsaimat, amelyeket meghagytam neked, azért elszakítom tőled királyságodat és szolgádnak adom.
12 πλην εν ταις ημεραις σου ου ποιησω αυτα δια δαυιδ τον πατερα σου εκ χειρος υιου σου λημψομαι αυτην12 Mindazonáltal apád, Dávid miatt nem a te napjaidban cselekszem meg ezt, hanem fiad kezéből szakítom majd el,
13 πλην ολην την βασιλειαν ου μη λαβω σκηπτρον εν δωσω τω υιω σου δια δαυιδ τον δουλον μου και δια ιερουσαλημ την πολιν ην εξελεξαμην13 s nem is veszem el az egész királyságot, hanem egy törzset meghagyok fiadnak, szolgám, Dávid miatt s Jeruzsálem miatt, amelyet kiválasztottam.«
14 και ηγειρεν κυριος σαταν τω σαλωμων τον αδερ τον ιδουμαιον και τον εσρωμ υιον ελιαδαε τον εν ραεμμαθ αδραζαρ βασιλεα σουβα κυριον αυτου και συνηθροισθησαν επ' αυτον ανδρες και ην αρχων συστρεμματος και προκατελαβετο την δαμασεκ και ησαν σαταν τω ισραηλ πασας τας ημερας σαλωμων και αδερ ο ιδουμαιος εκ του σπερματος της βασιλειας εν ιδουμαια14 Ezért ellenséget támasztott az Úr Salamonnak az edomita Ádádban, aki az edomi királyi nemzetségből való volt.
15 και εγενετο εν τω εξολεθρευσαι δαυιδ τον εδωμ εν τω πορευθηναι ιωαβ αρχοντα της στρατιας θαπτειν τους τραυματιας εκοψαν παν αρσενικον εν τη ιδουμαια15 Amikor ugyanis Dávid Edomban volt és Joáb, a sereg fővezére felment, hogy eltemettesse azokat, akiket megöltek, s Edomban mindenkit felkoncolt, aki férfi nemen volt
16 οτι εξ μηνας ενεκαθητο εκει ιωαβ και πας ισραηλ εν τη ιδουμαια εως οτου εξωλεθρευσεν παν αρσενικον εκ της ιδουμαιας16 (hat hónapig tartózkodott ott Joáb és egész Izrael, amíg el nem pusztított Edomban mindenkit, aki férfi nemen volt),
17 και απεδρα αδερ αυτος και παντες ανδρες ιδουμαιοι των παιδων του πατρος αυτου μετ' αυτου και εισηλθον εις αιγυπτον και αδερ παιδαριον μικρον17 Ádád s vele néhány edomita férfi, apja szolgái közül, elmenekült és Egyiptomba tartott; Ádád ekkor kis gyermek volt.
18 και ανιστανται ανδρες εκ της πολεως μαδιαμ και ερχονται εις φαραν και λαμβανουσιν ανδρας μετ' αυτων και ερχονται προς φαραω βασιλεα αιγυπτου και εισηλθεν αδερ προς φαραω και εδωκεν αυτω οικον και αρτους διεταξεν αυτω18 Miután pedig felszedelőzködtek Mádiánból, elmentek Páránba, s maguk mellé vettek néhányat Párán férfiai közül, s bementek Egyiptomba a fáraóhoz, Egyiptom királyához, s az házat adott, eleséget rendelt és földet jelölt ki neki,
19 και ευρεν αδερ χαριν εναντιον φαραω σφοδρα και εδωκεν αυτω γυναικα αδελφην της γυναικος αυτου αδελφην θεκεμινας την μειζω19 sőt Ádád akkora kegyelmet talált a fáraó előtt, hogy az feleségül adta neki feleségének, Táfnesz királynénak édes nővérét.
20 και ετεκεν αυτω η αδελφη θεκεμινας τω αδερ τον γανηβαθ υιον αυτης και εξεθρεψεν αυτον θεκεμινα εν μεσω υιων φαραω και ην γανηβαθ εν μεσω υιων φαραω20 Táfnesz nővére aztán fiút szült neki, Genubátot, s azt Táfnesz a fáraó házában neveltette. Genubát a fáraónál lakott, annak fiai között.
21 και αδερ ηκουσεν εν αιγυπτω οτι κεκοιμηται δαυιδ μετα των πατερων αυτου και οτι τεθνηκεν ιωαβ ο αρχων της στρατιας και ειπεν αδερ προς φαραω εξαποστειλον με και αποστρεψω εις την γην μου21 Amikor aztán Ádád Egyiptomban meghallotta, hogy Dávid aludni tért atyáihoz, s hogy Joáb, a sereg fővezére is meghalt, azt mondta a fáraónak: »Bocsáss el, hadd menjek földemre.«
22 και ειπεν φαραω τω αδερ τινι συ ελαττονη μετ' εμου και ιδου συ ζητεις απελθειν εις την γην σου και ειπεν αυτω αδερ οτι εξαποστελλων εξαποστελεις με και ανεστρεψεν αδερ εις την γην αυτου22 Azt mondta erre neki a fáraó: »Mid hiányzik nálam, hogy földedre akarsz menni?« Ő azt felelte: »Semmi, de kérlek, csak bocsáss el engem.«
23 -23 Ellenséget támasztott továbbá neki Isten Rázonban, Eljáda fiában. Ez ugyanis megszökött Adarézertől, Szóba királyától, a gazdájától,
24 -24 s embereket gyűjtött ellene, s e rablók vezére lett, amikor Dávid a szóbaiakat megölte. Ezek aztán elmentek Damaszkuszba, s ott letelepedtek, s őt Damaszkusz királyává tették.
25 αυτη η κακια ην εποιησεν αδερ και εβαρυθυμησεν εν ισραηλ και εβασιλευσεν εν γη εδωμ25 Ő Salamon valamennyi napja alatt ellensége volt Izraelnek, s ugyanannyi bajt szerzett, mint Ádád és gyűlölte Izraelt; végül is Szíria királya lett.
26 και ιεροβοαμ υιος ναβατ ο εφραθι εκ της σαριρα υιος γυναικος χηρας δουλος σαλωμων26 Jeroboám, Nábát fia, egy Száredából való efraimita, – özvegyasszony anyját Száruának hívták –, Salamon egyik szolgája is felemelte kezét a király ellen.
27 και τουτο το πραγμα ως επηρατο χειρας επι βασιλεα σαλωμων ωκοδομησεν την ακραν συνεκλεισεν τον φραγμον της πολεως δαυιδ του πατρος αυτου27 Annak pedig, hogy fellázadt ellene, a következő volt az oka. Salamon kiépíttette a Millót, s betemettette apja, Dávid városának szakadékát.
28 και ο ανθρωπος ιεροβοαμ ισχυρος δυναμει και ειδεν σαλωμων το παιδαριον οτι ανηρ εργων εστιν και κατεστησεν αυτον επι τας αρσεις οικου ιωσηφ28 Jeroboám bátor és erős ember volt, s amikor Salamon látta, hogy jóravaló és szorgalmas ifjú, József egész házának robotfelügyelőjévé tette.
29 και εγενηθη εν τω καιρω εκεινω και ιεροβοαμ εξηλθεν εξ ιερουσαλημ και ευρεν αυτον αχιας ο σηλωνιτης ο προφητης εν τη οδω και απεστησεν αυτον εκ της οδου και ο αχιας περιβεβλημενος ιματιω καινω και αμφοτεροι εν τω πεδιω29 Történt már most ebben az időben, hogy Jeroboám kiment Jeruzsálemből, s az úton találkozott vele a Silóból való Ahiás próféta, akin új palást volt és csak ők ketten voltak a mezőn.
30 και επελαβετο αχια του ιματιου αυτου του καινου του επ' αυτω και διερρηξεν αυτο δωδεκα ρηγματα30 Ekkor Ahiás megragadta rajta levő új palástját és tizenkét darabra szakította
31 και ειπεν τω ιεροβοαμ λαβε σεαυτω δεκα ρηγματα οτι ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ ιδου εγω ρησσω την βασιλειαν εκ χειρος σαλωμων και δωσω σοι δεκα σκηπτρα31 és azt mondta Jeroboámnak: »Vegyél magadnak tíz darabot, mert ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Íme, én elszakítom a királyságot Salamon kezétől, s neked adok tíz törzset –
32 και δυο σκηπτρα εσονται αυτω δια τον δουλον μου δαυιδ και δια ιερουσαλημ την πολιν ην εξελεξαμην εν αυτη εκ πασων φυλων ισραηλ32 egy törzs azonban maradjon meg neki szolgám, Dávid miatt és Jeruzsálem városa miatt, amelyet kiválasztottam Izrael minden törzse közül –,
33 ανθ' ων κατελιπεν με και εποιησεν τη ασταρτη βδελυγματι σιδωνιων και τω χαμως και τοις ειδωλοις μωαβ και τω βασιλει αυτων προσοχθισματι υιων αμμων και ουκ επορευθη εν ταις οδοις μου του ποιησαι το ευθες ενωπιον εμου ως δαυιδ ο πατηρ αυτου33 mivel elhagyott engem s Astartét, a szidoniak istennőjét és Kámost, a moabiták istenét s Molokot, Ammon fiainak istenét imádta, s nem járt az én útjaimon, s nem tette meg azt, ami igaz én előttem: parancsaimat s rendeleteimet, miként apja, Dávid.
34 και ου μη λαβω ολην την βασιλειαν εκ χειρος αυτου διοτι αντιτασσομενος αντιταξομαι αυτω πασας τας ημερας της ζωης αυτου δια δαυιδ τον δουλον μου ον εξελεξαμην αυτον34 De nem veszem el az egész királyságot kezéből, sőt fejedelemnek is meghagyom élete valamennyi napjára, szolgám, Dávid miatt, akit kiválasztottam, s aki megtartotta törvényeimet és parancsolataimat.
35 και λημψομαι την βασιλειαν εκ χειρος του υιου αυτου και δωσω σοι τα δεκα σκηπτρα35 Fia kezéből azonban elveszem a királyságot, s neked adok tíz törzset,
36 τω δε υιω αυτου δωσω τα δυο σκηπτρα οπως η θεσις τω δουλω μου δαυιδ πασας τας ημερας ενωπιον εμου εν ιερουσαλημ τη πολει ην εξελεξαμην εμαυτω του θεσθαι ονομα μου εκει36 bár fiának is adok egy törzset, hogy minden időben szövétneke maradjon előttem szolgámnak, Dávidnak Jeruzsálem városában, amelyet kiválasztottam, hogy ott legyen nevem.
37 και σε λημψομαι και βασιλευσεις εν οις επιθυμει η ψυχη σου και συ εση βασιλευς επι τον ισραηλ37 Téged emellek fel tehát, hogy uralkodj mindenen, amit lelked kíván, s király légy Izraelen.
38 και εσται εαν φυλαξης παντα οσα αν εντειλωμαι σοι και πορευθης εν ταις οδοις μου και ποιησης το ευθες ενωπιον εμου του φυλαξασθαι τας εντολας μου και τα προσταγματα μου καθως εποιησεν δαυιδ ο δουλος μου και εσομαι μετα σου και οικοδομησω σοι οικον πιστον καθως ωκοδομησα τω δαυιδ38 Ha te majd hallgatsz mindarra, amit parancsolok neked, s útjaimon jársz, s azt teszed, ami igaz én előttem, s megtartod törvényeimet és parancsaimat, miként szolgám, Dávid cselekedett: veled leszek, s maradandó házat építek neked, mint ahogy házat építettem Dávidnak is, és neked adom Izraelt.
39 -39 Ilyen módon sanyargatom meg Dávid ivadékát, ámde nem minden időkre.«
40 και εζητησεν σαλωμων θανατωσαι τον ιεροβοαμ και ανεστη και απεδρα εις αιγυπτον προς σουσακιμ βασιλεα αιγυπτου και ην εν αιγυπτω εως ου απεθανεν σαλωμων40 Salamon ezért meg akarta ölni Jeroboámot, de az felkelt, s Egyiptomba menekült Sesákhoz, Egyiptom királyához, s Egyiptomban volt egészen Salamon haláláig.
41 και τα λοιπα των ρηματων σαλωμων και παντα οσα εποιησεν και πασαν την φρονησιν αυτου ουκ ιδου ταυτα γεγραπται εν βιβλιω ρηματων σαλωμων41 Salamon egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett és a bölcsessége: íme, mind meg van írva Salamon krónikás könyvében.
42 και αι ημεραι ας εβασιλευσεν σαλωμων εν ιερουσαλημ τεσσαρακοντα ετη42 Az idő, amely alatt Salamon Jeruzsálemben, egész Izraelen uralkodott: negyven esztendő volt.
43 και εκοιμηθη σαλωμων μετα των πατερων αυτου και εθαψαν αυτον εν πολει δαυιδ του πατρος αυτου και εγενηθη ως ηκουσεν ιεροβοαμ υιος ναβατ και αυτου ετι οντος εν αιγυπτω ως εφυγεν εκ προσωπου σαλωμων και εκαθητο εν αιγυπτω κατευθυνει και ερχεται εις την πολιν αυτου εις την γην σαριρα την εν ορει εφραιμ και ο βασιλευς σαλωμων εκοιμηθη μετα των πατερων αυτου και εβασιλευσεν ροβοαμ υιος αυτου αντ' αυτου43 Aztán Salamon aludni tért atyáihoz, s eltemették apja, Dávid városában, s fia, Roboám lett a király helyette.