Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 17


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν αχιτοφελ προς αβεσσαλωμ επιλεξω δη εμαυτω δωδεκα χιλιαδας ανδρων και αναστησομαι και καταδιωξω οπισω δαυιδ την νυκτα1 Majd azt mondta Ahitófel Absalomnak: »Kiválasztok magamnak tizenkétezer embert és felkerekedem és még ez éjjel üldözőbe veszem Dávidot,
2 και επελευσομαι επ' αυτον και αυτος κοπιων και εκλελυμενος χερσιν και εκστησω αυτον και φευξεται πας ο λαος ο μετ' αυτου και παταξω τον βασιλεα μονωτατον2 és rárontok (ő bizonnyal fáradt s erőtlen kezű), s megverem, s ha megfutamodott az egész nép, amely vele van, megölöm a magára maradt királyt,
3 και επιστρεψω παντα τον λαον προς σε ον τροπον επιστρεφει η νυμφη προς τον ανδρα αυτης πλην ψυχην ενος ανδρος συ ζητεις και παντι τω λαω εσται ειρηνη3 s úgy visszatérítem az egész népet, mint ahogy egy ember szokott visszatérni – hiszen te csak egy embert üldözöl –, s akkor az egész nép békességben lesz.«
4 και ευθης ο λογος εν οφθαλμοις αβεσσαλωμ και εν οφθαλμοις παντων των πρεσβυτερων ισραηλ4 Beszéde tetszett is Absalomnak s Izrael valamennyi vénének.
5 και ειπεν αβεσσαλωμ καλεσατε δη και γε τον χουσι τον αραχι και ακουσωμεν τι εν τω στοματι αυτου και γε αυτου5 Ekkor Absalom azt mondta: »Hívjátok ide az aráki Húszájt, őt is hallgassuk meg, mit mond!«
6 και εισηλθεν χουσι προς αβεσσαλωμ και ειπεν αβεσσαλωμ προς αυτον λεγων κατα το ρημα τουτο ελαλησεν αχιτοφελ ει ποιησομεν κατα τον λογον αυτου ει δε μη συ λαλησον6 Amikor aztán Húszáj eljött Absalomhoz, azt mondta neki Absalom: »Ezt és ezt mondta Ahitófel. Megtegyük-e vagy sem, mit tanácsolsz?«
7 και ειπεν χουσι προς αβεσσαλωμ ουκ αγαθη αυτη η βουλη ην εβουλευσατο αχιτοφελ το απαξ τουτο7 Azt mondta erre Húszáj: »Nem jó tanács az, amelyet Ahitófel ezúttal adott.«
8 και ειπεν χουσι συ οιδας τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου οτι δυνατοι εισιν σφοδρα και καταπικροι τη ψυχη αυτων ως αρκος ητεκνωμενη εν αγρω και ως υς τραχεια εν τω πεδιω και ο πατηρ σου ανηρ πολεμιστης και ου μη καταλυση τον λαον8 Majd folytatta Húszáj: »Te tudod, hogy apád s a vele levő emberek igen vitézek, s olyan elkeseredett szívűek, mint a nőstény medve, amikor kölykei elrablása miatt dühöng az erdőn. Apád azonban harcban jártas ember, s nem fog vesztegelni a néppel.
9 ιδου γαρ αυτος νυν κεκρυπται εν ενι των βουνων η εν ενι των τοπων και εσται εν τω επιπεσειν αυτοις εν αρχη και ακουση ο ακουων και ειπη εγενηθη θραυσις εν τω λαω τω οπισω αβεσσαλωμ9 Hátha éppen a barlangokban lappang, vagy valamely más helyen, ahol éppen akar, s ha mindjárt kezdetben elesnek egy páran embereink közül, meghallja, aki meghallja, s azt fogja mondani: ‘Vereség érte azt a népet, amely Absalomot követte,’
10 και γε αυτος υιος δυναμεως ου η καρδια καθως η καρδια του λεοντος τηκομενη τακησεται οτι οιδεν πας ισραηλ οτι δυνατος ο πατηρ σου και υιοι δυναμεως οι μετ' αυτου10 s akkor a félelem csüggedtté teszi még a legvitézebb embert is, akinek szíve olyan, mint az oroszláné: mert Izrael egész népe tudja, hogy apád vitéz és bátrak mindazok, akik vele vannak.
11 οτι ουτως συμβουλευων εγω συνεβουλευσα και συναγομενος συναχθησεται επι σε πας ισραηλ απο δαν και εως βηρσαβεε ως η αμμος η επι της θαλασσης εις πληθος και το προσωπον σου πορευομενον εν μεσω αυτων11 Én azért ezt tartom helyes tanácsnak: Gyűljön hozzád egész Izrael, Dántól Beersebáig, olyan nagy számban, mint a tenger fövenye és te magad állj közéjük.
12 και ηξομεν προς αυτον εις ενα των τοπων ου εαν ευρωμεν αυτον εκει και παρεμβαλουμεν επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην και ουχ υπολειψομεθα εν αυτω και τοις ανδρασιν τοις μετ' αυτου και γε ενα12 Aztán üssünk rajta azon a helyen, ahol éppen található lesz, és lepjük el, mint ahogy a harmat szokta ellepni a földet, s ne hagyjunk meg azokból az emberekből, akik vele vannak, egyetlenegyet se.
13 και εαν εις πολιν συναχθη και λημψεται πας ισραηλ προς την πολιν εκεινην σχοινια και συρουμεν αυτην εως εις τον χειμαρρουν οπως μη καταλειφθη εκει μηδε λιθος13 Ha pedig valamely városba húzódik, akkor vegye körül egész Izrael azt a várost kötelekkel, s húzzuk be a patakba, úgy hogy még egy kavicsot se lehessen találni belőle.«
14 και ειπεν αβεσσαλωμ και πας ανηρ ισραηλ αγαθη η βουλη χουσι του αραχι υπερ την βουλην αχιτοφελ και κυριος ενετειλατο διασκεδασαι την βουλην αχιτοφελ την αγαθην οπως αν επαγαγη κυριος επι αβεσσαλωμ τα κακα παντα14 Azt mondta erre Absalom és Izrael valamennyi embere: »Jobb az aráki Húszáj tanácsa Ahitófel tanácsánál!« – Ahitófel hasznos tanácsa azonban az Úr rendeléséből hiúsult meg, hogy így az Úr bajt hozzon Absalomra.
15 και ειπεν χουσι ο του αραχι προς σαδωκ και αβιαθαρ τους ιερεις ουτως και ουτως συνεβουλευσεν αχιτοφελ τω αβεσσαλωμ και τοις πρεσβυτεροις ισραηλ και ουτως και ουτως συνεβουλευσα εγω15 Azt mondta ekkor Húszáj Szádoknak és Abjatárnak, a papoknak: »Ezt és ezt tanácsolta Ahitófel Absalomnak és Izrael véneinek, én pedig ezt és ezt a tanácsot adtam.
16 και νυν αποστειλατε ταχυ και αναγγειλατε τω δαυιδ λεγοντες μη αυλισθης την νυκτα εν αραβωθ της ερημου και γε διαβαινων σπευσον μηποτε καταπιη τον βασιλεα και παντα τον λαον τον μετ' αυτου16 Most tehát küldjetek el hamar, s értesítsétek Dávidot, s mondjátok: ‘Ne vesztegelj ezen az éjszakán a puszta mezején, hanem kelj át késedelem nélkül a Jordánon, hogy el ne nyelje a veszedelem a királyt s az egész népet, amely vele van.’«
17 και ιωναθαν και αχιμαας ειστηκεισαν εν τη πηγη ρωγηλ και επορευθη η παιδισκη και ανηγγειλεν αυτοις και αυτοι πορευονται και αναγγελλουσιν τω βασιλει δαυιδ οτι ουκ εδυναντο οφθηναι του εισελθειν εις την πολιν17 Jonatán és Ahimaász a Rógel forrásnál álltak. Odament tehát a szolgáló, s elmondta nekik a dolgot, s ők elindultak, hogy közöljék a hírt Dávid királlyal. Ők ugyanis nem mutatkozhattak, s nem mehettek be a városba.
18 και ειδεν αυτους παιδαριον και απηγγειλεν τω αβεσσαλωμ και επορευθησαν οι δυο ταχεως και εισηλθαν εις οικιαν ανδρος εν βαουριμ και αυτω λακκος εν τη αυλη και κατεβησαν εκει18 Ám egy legény meglátta őket, s értesítette Absalomot. Erre ők meggyorsították járásukat, s Bahurimban bementek egy ember házába. Ennek volt az udvarán egy kútja, s ők abba leszálltak,
19 και ελαβεν η γυνη και διεπετασεν το επικαλυμμα επι προσωπον του λακκου και εψυξεν επ' αυτω αραφωθ και ουκ εγνωσθη ρημα19 az asszony pedig vett egy takarót, s ráterítette a kút szájára, mintha darált árpát szárítana, s így nem lehetett észrevenni semmit sem.
20 και ηλθαν οι παιδες αβεσσαλωμ προς την γυναικα εις την οικιαν και ειπαν που αχιμαας και ιωναθαν και ειπεν αυτοις η γυνη παρηλθαν μικρον του υδατος και εζητησαν και ουχ ευραν και ανεστρεψαν εις ιερουσαλημ20 Amikor aztán Absalom szolgái bementek a házba, s azt mondták az asszonynak: »Hol van Ahimaász és Jonatán?« Az asszony azt felelte: »Sietve átkeltek, éppen csak egy kis vizet ittak.« Erre azok, akik keresték őket, mivel nem találták, visszatértek Jeruzsálembe.
21 εγενετο δε μετα το απελθειν αυτους και ανεβησαν εκ του λακκου και επορευθησαν και ανηγγειλαν τω βασιλει δαυιδ και ειπαν προς δαυιδ αναστητε και διαβητε ταχεως το υδωρ οτι ουτως εβουλευσατο περι υμων αχιτοφελ21 Amikor aztán elmentek, ők feljöttek a kútból. Elmentek, és jelentették Dávid királynak: »Induljatok el és keljetek át gyorsan a folyón, mert ezt és ezt tanácsolta ellenetek Ahitófel.«
22 και ανεστη δαυιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον ιορδανην εως του φωτος του πρωι εως ενος ουκ ελαθεν ος ου διηλθεν τον ιορδανην22 Felkerekedett erre Dávid s az egész vele levő nép, s mire megvirradt, átkeltek a Jordánon, és senki sem maradt, aki át nem kelt volna a folyón.
23 και αχιτοφελ ειδεν οτι ουκ εγενηθη η βουλη αυτου και επεσαξεν την ονον αυτου και ανεστη και απηλθεν εις τον οικον αυτου εις την πολιν αυτου και ενετειλατο τω οικω αυτου και απηγξατο και απεθανεν και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου23 Amikor aztán Ahitófel látta, hogy nem hajtották végre tanácsát, megnyergelte szamarát, felkerekedett, hazament városába, intézkedett háza felől és felakasztotta magát. Meg is halt és eltemették apja sírjába.
24 και δαυιδ διηλθεν εις μαναιμ και αβεσσαλωμ διεβη τον ιορδανην αυτος και πας ανηρ ισραηλ μετ' αυτου24 Dávid Mahanaimba ment. Erre Absalom s vele Izraelnek minden embere is átkelt a Jordánon.
25 και τον αμεσσαι κατεστησεν αβεσσαλωμ αντι ιωαβ επι της δυναμεως και αμεσσαι υιος ανδρος και ονομα αυτω ιοθορ ο ισραηλιτης ουτος εισηλθεν προς αβιγαιαν θυγατερα ναας αδελφην σαρουιας μητρος ιωαβ25 Absalom Amászát tette meg Joáb helyett a sereg vezérévé. Amásza egy jezreeli Jetra nevű embernek volt a fia, aki Abigailhoz, Naás lányához, Szárujának, Joáb anyjának a nővéréhez ment be.
26 και παρενεβαλεν πας ισραηλ και αβεσσαλωμ εις την γην γαλααδ26 Izrael Absalommal Gileád földjén ütött tábort.
27 και εγενετο ηνικα ηλθεν δαυιδ εις μαναιμ ουεσβι υιος ναας εκ ραββαθ υιων αμμων και μαχιρ υιος αμιηλ εκ λωδαβαρ και βερζελλι ο γαλααδιτης εκ ρωγελλιμ27 Amikor aztán Dávid Mahanaimba jutott, Sóbi, az Ammon fiainak Rabbátjából való Naás fia, továbbá Mákir, a Lodabárból való Ammiel fia, meg a Rógelimből való gileádi Barzilláj
28 ηνεγκαν δεκα κοιτας και αμφιταπους και λεβητας δεκα και σκευη κεραμου και πυρους και κριθας και αλευρον και αλφιτον και κυαμον και φακον28 hoztak neki ágyneműt, szőnyeget, cserépedényt, búzát, árpát, lisztet, árpadarát, babot, lencsét, pörkölt borsót,
29 και μελι και βουτυρον και προβατα και σαφφωθ βοων και προσηνεγκαν τω δαυιδ και τω λαω τω μετ' αυτου φαγειν οτι ειπαν ο λαος πεινων και εκλελυμενος και διψων εν τη ερημω29 mézet, vajat, juhot és hízott marhát és odaadták Dávidnak s a vele levő népnek eleségül, mert gyanították, hogy éhség és szomjúság gyötri a népet a pusztában.