1 ο δε λιμος ενισχυσεν επι της γης | 1 Közben az éhínség egyre súlyosabb lett az egész vidéken. |
2 εγενετο δε ηνικα συνετελεσαν καταφαγειν τον σιτον ον ηνεγκαν εξ αιγυπτου και ειπεν αυτοις ο πατηρ αυτων παλιν πορευθεντες πριασθε ημιν μικρα βρωματα | 2 Amikor tehát elfogyasztották az élelmet, amelyet Egyiptomból hoztak, Jákob így szólt a fiaihoz: »Menjetek el ismét, vegyetek nekünk egy kis eleséget!« |
3 ειπεν δε αυτω ιουδας λεγων διαμαρτυρια διαμεμαρτυρηται ημιν ο ανθρωπος λεγων ουκ οψεσθε το προσωπον μου εαν μη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων η | 3 Júda azt felelte: »Meghagyta nékünk az az ember, és esküvel is megerősítette, hogy ‘ne kerüljetek a színem elé, ha el nem hozzátok magatokkal legkisebb öcséteket!’ |
4 ει μεν ουν αποστελλεις τον αδελφον ημων μεθ' ημων καταβησομεθα και αγορασωμεν σοι βρωματα | 4 Ha tehát el akarod őt engedni velünk, akkor elmegyünk ismét, és megvesszük neked, amire szükség van. |
5 ει δε μη αποστελλεις τον αδελφον ημων μεθ' ημων ου πορευσομεθα ο γαρ ανθρωπος ειπεν ημιν λεγων ουκ οψεσθε μου το προσωπον εαν μη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων η | 5 Ha azonban nem akarod, nem megyünk, mert az az ember, mint ahogy már sokszor mondtuk, meghagyta nekünk: ‘Ne kerüljetek a színem elé legkisebb öcsétek nélkül!’« |
6 ειπεν δε ισραηλ τι εκακοποιησατε με αναγγειλαντες τω ανθρωπω ει εστιν υμιν αδελφος | 6 Izrael azt felelte nekik: »Hogy bajt szerezzetek vele nekem, azért mondtátok el neki, hogy van még egy öcsétek.« |
7 οι δε ειπαν ερωτων επηρωτησεν ημας ο ανθρωπος και την γενεαν ημων λεγων ει ετι ο πατηρ υμων ζη ει εστιν υμιν αδελφος και απηγγειλαμεν αυτω κατα την επερωτησιν ταυτην μη ηδειμεν ει ερει ημιν αγαγετε τον αδελφον υμων | 7 Ám azok azt felelték: »Az az ember kérdezett ki sorban nemzetségünkről: hogy él-e az apánk, hogy van-e még testvérünk. Ezért feleltünk mi neki annak megfelelően, amit kérdezett. Tudhattuk-e, hogy azt fogja mondani: ‘Hozzátok el magatokkal öcséteket?’« |
8 ειπεν δε ιουδας προς ισραηλ τον πατερα αυτου αποστειλον το παιδαριον μετ' εμου και ανασταντες πορευσομεθα ινα ζωμεν και μη αποθανωμεν και ημεις και συ και η αποσκευη ημων | 8 Júda ekkor így szólt az apjához, Izraelhez: »Engedd el velem a gyermeket, hadd menjünk, hogy életben maradhassunk, és meg ne haljunk, mi és a gyermekeink! |
9 εγω δε εκδεχομαι αυτον εκ χειρος μου ζητησον αυτον εαν μη αγαγω αυτον προς σε και στησω αυτον εναντιον σου ημαρτηκως εσομαι προς σε πασας τας ημερας | 9 Felelek én a gyermekért: az én kezemből kérd őt számon! Ha vissza nem hozom és vissza nem adom neked, bűnös legyek előtted minden időre! |
10 ει μη γαρ εβραδυναμεν ηδη αν υπεστρεψαμεν δις | 10 Ha ez a huzavona közbe nem jön, már kétszer is visszajöttünk volna!« |
11 ειπεν δε αυτοις ισραηλ ο πατηρ αυτων ει ουτως εστιν τουτο ποιησατε λαβετε απο των καρπων της γης εν τοις αγγειοις υμων και καταγαγετε τω ανθρωπω δωρα της ρητινης και του μελιτος θυμιαμα και στακτην και τερεμινθον και καρυα | 11 Izrael, az apjuk azt mondta erre nekik: »Ha így kell lennie, tegyétek hát meg, amit akartok! Tegyetek edényeitekbe e föld legkiválóbb gyümölcseiből, s vigyétek el ajándékul annak az embernek: egy kis gyantát és mézet, szóraxot, mirhazsengét, terebintdiót és mandulát! |
12 και το αργυριον δισσον λαβετε εν ταις χερσιν υμων το αργυριον το αποστραφεν εν τοις μαρσιπποις υμων αποστρεψατε μεθ' υμων μηποτε αγνοημα εστιν | 12 Pénzt meg kétannyit vigyetek magatokkal! Azt is vigyétek vissza, amit a zsákotokban találtatok, hátha tévedés történt! |
13 και τον αδελφον υμων λαβετε και ανασταντες καταβητε προς τον ανθρωπον | 13 Aztán vigyétek öcséteket is, és menjetek el ahhoz az emberhez! |
14 ο δε θεος μου δωη υμιν χαριν εναντιον του ανθρωπου και αποστειλαι τον αδελφον υμων τον ενα και τον βενιαμιν εγω μεν γαρ καθα ητεκνωμαι ητεκνωμαι | 14 Az én mindenható Istenem pedig tegye őt könyörületessé hozzátok, hogy visszabocsássa veletek fogságban levő testvéreteket, és ezt a Benjamint is. Én magam meg így maradok, elárvultan, gyermek nélkül!« |
15 λαβοντες δε οι ανδρες τα δωρα ταυτα και το αργυριον διπλουν ελαβον εν ταις χερσιν αυτων και τον βενιαμιν και ανασταντες κατεβησαν εις αιγυπτον και εστησαν εναντιον ιωσηφ | 15 Fogták erre a férfiak az ajándékot, a kétszerannyi pénzt és Benjamint, lementek Egyiptomba, és József elé álltak. |
16 ειδεν δε ιωσηφ αυτους και τον βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν τω επι της οικιας αυτου εισαγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον θυματα και ετοιμασον μετ' εμου γαρ φαγονται οι ανθρωποι αρτους την μεσημβριαν | 16 Amikor József meglátta őket és velük Benjamint, megparancsolta háza felügyelőjének: »Vezesd be ezeket az embereket a házba, aztán vágj állatot, és készíts lakomát, mert velem fognak enni délben!« |
17 εποιησεν δε ο ανθρωπος καθα ειπεν ιωσηφ και εισηγαγεν τους ανθρωπους εις τον οικον ιωσηφ | 17 Az teljesítette a parancsot, és bevezette a férfiakat József házába. |
18 ιδοντες δε οι ανθρωποι οτι εισηχθησαν εις τον οικον ιωσηφ ειπαν δια το αργυριον το αποστραφεν εν τοις μαρσιπποις ημων την αρχην ημεις εισαγομεθα του συκοφαντησαι ημας και επιθεσθαι ημιν του λαβειν ημας εις παιδας και τους ονους ημων | 18 Azok pedig megrettentek ott, és azt mondták egymásnak: »Bizonyosan a pénz miatt hoztak be minket ide, amelyet a múltkor visszavittünk zsákjainkban, hogy hamis vád alapja legyen, és erőszakos módon rabszolgaságra vessenek minket is, szamarainkat is.« |
19 προσελθοντες δε προς τον ανθρωπον τον επι του οικου ιωσηφ ελαλησαν αυτω εν τω πυλωνι του οικου | 19 Azért még az ajtóban a ház felügyelője elé járultak, |
20 λεγοντες δεομεθα κυριε κατεβημεν την αρχην πριασθαι βρωματα | 20 és azt mondták: »Kérünk, uram, hallgass meg minket! A múltkor egyszer itt voltunk már eleséget venni. |
21 εγενετο δε ηνικα ηλθομεν εις το καταλυσαι και ηνοιξαμεν τους μαρσιππους ημων και τοδε το αργυριον εκαστου εν τω μαρσιππω αυτου το αργυριον ημων εν σταθμω απεστρεψαμεν νυν εν ταις χερσιν ημων | 21 A vásárlás után, amikor a szállásra értünk, kinyitottuk zsákjainkat, és a pénzt a zsákok szájában találtuk. Most súlyban visszahoztuk azt, |
22 και αργυριον ετερον ηνεγκαμεν μεθ' εαυτων αγορασαι βρωματα ουκ οιδαμεν τις ενεβαλεν το αργυριον εις τους μαρσιππους ημων | 22 sőt más pénzt is hoztunk, hogy vegyünk, amire szükségünk van. Nem tudjuk, ki tette azt a zsákjainkba!« |
23 ειπεν δε αυτοις ιλεως υμιν μη φοβεισθε ο θεος υμων και ο θεος των πατερων υμων εδωκεν υμιν θησαυρους εν τοις μαρσιπποις υμων το δε αργυριον υμων ευδοκιμουν απεχω και εξηγαγεν προς αυτους τον συμεων | 23 Ám az így felelt: »Béke veletek, ne féljetek! Istenetek és atyátok Istene adta nektek azt a kincset zsákjaitokba. A pénzt ugyanis, amit nekem adtatok, én igazolom.« Aztán kivezette hozzájuk Simeont, |
24 και ηνεγκεν υδωρ νιψαι τους ποδας αυτων και εδωκεν χορτασματα τοις ονοις αυτων | 24 és bevitte őket a házba. Vizet hozott, hogy mossák meg a lábukat, és abrakot adott szamaraiknak. |
25 ητοιμασαν δε τα δωρα εως του ελθειν ιωσηφ μεσημβριας ηκουσαν γαρ οτι εκει μελλει αρισταν | 25 Ők pedig előkészítették az ajándékot, mire József délben megjön; hallották ugyanis, hogy ott fognak enni. |
26 εισηλθεν δε ιωσηφ εις την οικιαν και προσηνεγκαν αυτω τα δωρα α ειχον εν ταις χερσιν αυτων εις τον οικον και προσεκυνησαν αυτω επι προσωπον επι την γην | 26 Amikor aztán József hazatért, elé rakták az ajándékot, amelyet a kezükben hoztak, és földre borultak előtte. |
27 ηρωτησεν δε αυτους πως εχετε και ειπεν αυτοις ει υγιαινει ο πατηρ υμων ο πρεσβυτερος ον ειπατε ετι ζη | 27 Erre ő kegyesen köszöntötte őket, és megkérdezte tőlük: »Egészséges-e a ti idős atyátok, akiről beszéltetek nekem? Él-e még?« |
28 οι δε ειπαν υγιαινει ο παις σου ο πατηρ ημων ετι ζη και ειπεν ευλογητος ο ανθρωπος εκεινος τω θεω και κυψαντες προσεκυνησαν αυτω | 28 Ők azt felelték: »Egészséges a szolgád, a mi atyánk: még életben van.« Azzal meghajtották magukat, és leborultak előtte. |
29 αναβλεψας δε τοις οφθαλμοις ιωσηφ ειδεν βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν ουτος ο αδελφος υμων ο νεωτερος ον ειπατε προς με αγαγειν και ειπεν ο θεος ελεησαι σε τεκνον | 29 Amikor József felemelte szemét és meglátta Benjamint, az ő édes testvérét, így szólt: »Ez a ti legkisebb öcsétek, akiről beszéltetek nekem?« Aztán pedig azt mondta: »Fiam, legyen kegyes Isten irántad!« |
30 εταραχθη δε ιωσηφ συνεστρεφετο γαρ τα εντερα αυτου επι τω αδελφω αυτου και εζητει κλαυσαι εισελθων δε εις το ταμιειον εκλαυσεν εκει | 30 Aztán elsietett, mert megindult a szíve az öccse miatt, és kicsordultak a könnyei. Bement tehát a belső szobába, és sírt. |
31 και νιψαμενος το προσωπον εξελθων ενεκρατευσατο και ειπεν παραθετε αρτους | 31 Aztán megmosta az arcát, erőt vett magán, ismét kijött, és így szólt: »Adjátok fel az étkeket!« |
32 και παρεθηκαν αυτω μονω και αυτοις καθ' εαυτους και τοις αιγυπτιοις τοις συνδειπνουσιν μετ' αυτου καθ' εαυτους ου γαρ εδυναντο οι αιγυπτιοι συνεσθιειν μετα των εβραιων αρτους βδελυγμα γαρ εστιν τοις αιγυπτιοις | 32 Miután feltálaltak, külön Józsefnek, külön a testvéreinek, és külön az egyiptomiaknak, akik ott ettek – az egyiptomiaknak ugyanis nem szabad a héberekkel együtt enniük, ők az ilyen lakomát tisztátalannak tartják –, |
33 εκαθισαν δε εναντιον αυτου ο πρωτοτοκος κατα τα πρεσβεια αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου εξισταντο δε οι ανθρωποι εκαστος προς τον αδελφον αυτου | 33 leültették őket előtte: az elsőszülöttet rangja szerint, és a legfiatalabbikat is a maga kora szerint. Ezen ők nagyon elcsodálkoztak. |
34 ηραν δε μεριδας παρ' αυτου προς αυτους εμεγαλυνθη δε η μερις βενιαμιν παρα τας μεριδας παντων πενταπλασιως προς τας εκεινων επιον δε και εμεθυσθησαν μετ' αυτου | 34 Mindegyikük elvette a részét, amelyet tőle kapott – Benjaminnak akkora rész jutott, hogy ötször nagyobb volt, mint a többieké –, aztán ittak, és megrészegedtek vele együtt. |