Sámuel első könyve 8
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Történt pedig, hogy amikor Sámuel megöregedett, a fiait tette Izrael bíráivá. | 1 και εγενετο ως εγηρασεν σαμουηλ και κατεστησεν τους υιους αυτου δικαστας τω ισραηλ |
2 Elsőszülött fiának a neve Joel, a másodiknak a neve Ábia volt; Beersebában bíráskodtak. | 2 και ταυτα τα ονοματα των υιων αυτου πρωτοτοκος ιωηλ και ονομα του δευτερου αβια δικασται εν βηρσαβεε |
3 Ám fiai nem jártak az ő útjain, hanem kapzsiságra hajlottak, ajándékokat fogadtak el és elferdítették az igazságot. | 3 και ουκ επορευθησαν οι υιοι αυτου εν οδω αυτου και εξεκλιναν οπισω της συντελειας και ελαμβανον δωρα και εξεκλινον δικαιωματα |
4 Összegyűlt tehát Izrael minden vénje és elmentek Sámuelhez Ramátába | 4 και συναθροιζονται ανδρες ισραηλ και παραγινονται εις αρμαθαιμ προς σαμουηλ |
5 és azt mondták neki: »Íme, te megöregedtél, s fiaid nem járnak útjaidon: rendelj királyt fölénk, hogy az bíráskodjon felettünk, mint ahogy minden nemzetnél van.« | 5 και ειπαν αυτω ιδου συ γεγηρακας και οι υιοι σου ου πορευονται εν τη οδω σου και νυν καταστησον εφ' ημας βασιλεα δικαζειν ημας καθα και τα λοιπα εθνη |
6 Nem tetszett Sámuel szemének a beszéd, hogy azt mondták: »Adj nekünk királyt, hogy az bíráskodjon felettünk.« Imádkozott tehát Sámuel az Úrhoz. | 6 και ην πονηρον το ρημα εν οφθαλμοις σαμουηλ ως ειπαν δος ημιν βασιλεα δικαζειν ημας και προσηυξατο σαμουηλ προς κυριον |
7 Ám az Úr azt mondta Sámuelnek: »Hallgass a nép szavára mindabban, amit neked mond, mert nem téged vetettek el, hanem engem, hogy ne én legyek a királyuk. | 7 και ειπεν κυριος προς σαμουηλ ακουε της φωνης του λαου καθα αν λαλησωσιν σοι οτι ου σε εξουθενηκασιν αλλ' η εμε εξουδενωκασιν του μη βασιλευειν επ' αυτων |
8 Egészen úgy cselekszenek, ahogy attól a naptól kezdve, hogy kihoztam őket Egyiptomból, egészen eddig a napig cselekedtek: ahogy engem elhagytak, s más isteneknek szolgáltak: úgy cselekszenek veled is. | 8 κατα παντα τα ποιηματα α εποιησαν μοι αφ' ης ημερας ανηγαγον αυτους εξ αιγυπτου εως της ημερας ταυτης και εγκατελιπον με και εδουλευον θεοις ετεροις ουτως αυτοι ποιουσιν και σοι |
9 Nos tehát hallgass csak szavukra, de figyelmeztesd őket, s fejtsd ki előttük, mihez lesz joga a királynak, aki uralkodni fog rajtuk.« | 9 και νυν ακουε της φωνης αυτων πλην οτι διαμαρτυρομενος διαμαρτυρη αυτοις και απαγγελεις αυτοις το δικαιωμα του βασιλεως ος βασιλευσει επ' αυτους |
10 Elmondta erre Sámuel az Úr minden szavát a népnek, amely királyt kért tőle, | 10 και ειπεν σαμουηλ παν το ρημα κυριου προς τον λαον τους αιτουντας παρ' αυτου βασιλεα |
11 és azt mondta: »A következőkhöz lesz joga a királynak, aki uralkodni fog rajtatok: fiaitokat elveszi, szekereihez rendeli, lovasaivá teszi, s a szekerei előtt futtatja; | 11 και ειπεν τουτο εσται το δικαιωμα του βασιλεως ος βασιλευσει εφ' υμας τους υιους υμων λημψεται και θησεται αυτους εν αρμασιν αυτου και ιππευσιν αυτου και προτρεχοντας των αρματων αυτου |
12 ezredeseivé és századosaivá teszi őket, velük szántatja meg mezőit, arattatja le vetéseit, készítteti el fegyvereit és szekereit. | 12 και θεσθαι αυτους εαυτω χιλιαρχους και εκατονταρχους και θεριζειν θερισμον αυτου και τρυγαν τρυγητον αυτου και ποιειν σκευη πολεμικα αυτου και σκευη αρματων αυτου |
13 Lányaitokat kenetkészítőivé, szakácsnőivé és kenyérsütőivé teszi. | 13 και τας θυγατερας υμων λημψεται εις μυρεψους και εις μαγειρισσας και εις πεσσουσας |
14 Szántóföldjeiteket, szőlőiteket, legjobb olajfakertjeiteket elveszi és szolgáinak adja. | 14 και τους αγρους υμων και τους αμπελωνας υμων και τους ελαιωνας υμων τους αγαθους λημψεται και δωσει τοις δουλοις αυτου |
15 Vetéseiteket s szőlőitek termését megtizedeli, hogy azt odaadja udvari tisztjeinek s szolgáinak. | 15 και τα σπερματα υμων και τους αμπελωνας υμων αποδεκατωσει και δωσει τοις ευνουχοις αυτου και τοις δουλοις αυτου |
16 Rabszolgáitokat s rabszolgálóitokat, legjobb ifjaitokat s szamaraitokat elveszi, s a maga munkájára fogja. | 16 και τους δουλους υμων και τας δουλας υμων και τα βουκολια υμων τα αγαθα και τους ονους υμων λημψεται και αποδεκατωσει εις τα εργα αυτου |
17 Aprójószágaitokat is megtizedeli, ti pedig rabszolgáivá lesztek. | 17 και τα ποιμνια υμων αποδεκατωσει και υμεις εσεσθε αυτω δουλοι |
18 Akkor aztán majd jajveszékelni fogtok királyotok színe előtt, akit választottatok magatoknak, de akkor az Úr nem fog meghallgatni titeket, mert ti kértetek királyt magatoknak.« | 18 και βοησεσθε εν τη ημερα εκεινη εκ προσωπου βασιλεως υμων ου εξελεξασθε εαυτοις και ουκ επακουσεται κυριος υμων εν ταις ημεραις εκειναις οτι υμεις εξελεξασθε εαυτοις βασιλεα |
19 Ám a nép nem akart hallgatni Sámuel szavára, hanem azt mondta: »Nem! Legyen csak király felettünk, | 19 και ουκ ηβουλετο ο λαος ακουσαι του σαμουηλ και ειπαν αυτω ουχι αλλ' η βασιλευς εσται εφ' ημας |
20 s legyünk mi is olyanok, mint minden nemzet: királyunk bíráskodjon felettünk, ő járjon élünkön, s ő vívja harcainkat értünk.« | 20 και εσομεθα και ημεις κατα παντα τα εθνη και δικασει ημας βασιλευς ημων και εξελευσεται εμπροσθεν ημων και πολεμησει τον πολεμον ημων |
21 Amikor Sámuel meghallotta a népnek ezen szavait, elmondta őket az Úr hallatára. | 21 και ηκουσεν σαμουηλ παντας τους λογους του λαου και ελαλησεν αυτους εις τα ωτα κυριου |
22 Erre az Úr azt mondta Sámuelnek: »Hallgass szavukra, s rendelj királyt föléjük.« Azt mondta azért Sámuel Izrael férfiainak: »Egyelőre menjen mindenki a maga városába.« | 22 και ειπεν κυριος προς σαμουηλ ακουε της φωνης αυτων και βασιλευσον αυτοις βασιλεα και ειπεν σαμουηλ προς ανδρας ισραηλ αποτρεχετω εκαστος εις την πολιν αυτου |