Scrutatio

Domenica, 2 giugno 2024 - Santi Marcellino e Pietro ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 28


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Történt pedig azokban a napokban, hogy a filiszteusok egybegyűjtötték seregeiket, hogy hadba szálljanak Izrael ellen. Azt mondta ekkor Ákis Dávidnak: »Vedd tudomásul, hogy embereiddel együtt velem kell jönnöd a táborba.«1 και εγενηθη εν ταις ημεραις εκειναις και συναθροιζονται αλλοφυλοι εν ταις παρεμβολαις αυτων εξελθειν πολεμειν μετα ισραηλ και ειπεν αγχους προς δαυιδ γινωσκων γνωσει οτι μετ' εμου εξελευσει εις πολεμον συ και οι ανδρες σου
2 Azt mondta erre Dávid Ákisnak: »Most majd megtudod, mit fog művelni szolgád.« Azt mondta erre Ákis Dávidnak: »Fejem őrévé teszlek ezért mindenkorra.«2 και ειπεν δαυιδ προς αγχους ουτω νυν γνωσει α ποιησει ο δουλος σου και ειπεν αγχους προς δαυιδ ουτως αρχισωματοφυλακα θησομαι σε πασας τας ημερας
3 Sámuel ekkor meghalt már. El is siratta egész Izrael, és Ramátában, a városában el is temették. Saul pedig eltávolította már a halottidézőket s a jósokat az országból.3 και σαμουηλ απεθανεν και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ και θαπτουσιν αυτον εν αρμαθαιμ εν πολει αυτου και σαουλ περιειλεν τους εγγαστριμυθους και τους γνωστας απο της γης
4 Összegyűltek tehát a filiszteusok, elindultak, és Sunámban ütöttek tábort. Erre Saul is összegyűjtötte egész Izraelt és elment a Gilboára.4 και συναθροιζονται οι αλλοφυλοι και ερχονται και παρεμβαλλουσιν εις σωμαν και συναθροιζει σαουλ παντα ανδρα ισραηλ και παρεμβαλλουσιν εις γελβουε
5 Amikor Saul meglátta a filiszteusok táborát, félelem fogta el és szíve igen megrémült.5 και ειδεν σαουλ την παρεμβολην των αλλοφυλων και εφοβηθη και εξεστη η καρδια αυτου σφοδρα
6 Tanácsot kért tehát az Úrtól, de az nem felelt neki sem álmok, sem a papok, sem a próféták által.6 και επηρωτησεν σαουλ δια κυριου και ουκ απεκριθη αυτω κυριος εν τοις ενυπνιοις και εν τοις δηλοις και εν τοις προφηταις
7 Ezért Saul így szólt szolgáihoz: »Keressetek nekem egy halottidézéshez értő asszonyt, s elmegyek hozzá és kérdezősködöm nála.« Azt mondták erre neki szolgái: »Endorban van egy halottidézéshez értő asszony.«7 και ειπεν σαουλ τοις παισιν αυτου ζητησατε μοι γυναικα εγγαστριμυθον και πορευσομαι προς αυτην και ζητησω εν αυτη και ειπαν οι παιδες αυτου προς αυτον ιδου γυνη εγγαστριμυθος εν αενδωρ
8 Erre ő megváltoztatta külsejét, más ruhákat öltött és két emberével elindult. Éjjel el is jutottak az asszonyhoz. Azt mondta tehát neki: »Jósolj nekem halottidézés által, s idézd fel nekem azt, akit mondok neked.«8 και συνεκαλυψατο σαουλ και περιεβαλετο ιματια ετερα και πορευεται αυτος και δυο ανδρες μετ' αυτου και ερχονται προς την γυναικα νυκτος και ειπεν αυτη μαντευσαι δη μοι εν τω εγγαστριμυθω και αναγαγε μοι ον εαν ειπω σοι
9 Ám az asszony azt mondta neki: »Íme, tudod, mit művelt Saul, hogyan irtotta ki a halottidézőket és jósokat az országból. Miért vetsz tehát csapdát életemnek, hogy megöljenek?«9 και ειπεν η γυνη προς αυτον ιδου δη συ οιδας οσα εποιησεν σαουλ ως εξωλεθρευσεν τους εγγαστριμυθους και τους γνωστας απο της γης και ινα τι συ παγιδευεις την ψυχην μου θανατωσαι αυτην
10 Erre Saul megesküdött neki az Úrra, ezekkel a szavakkal: »Az Úr életére mondom, hogy semmi baj sem ér téged e dolog miatt.«10 και ωμοσεν αυτη σαουλ λεγων ζη κυριος ει απαντησεται σοι αδικια εν τω λογω τουτω
11 Az asszony erre megkérdezte: »Kit idézzek fel neked?« Ő azt felelte: »Sámuelt idézd fel nekem.«11 και ειπεν η γυνη τινα αναγαγω σοι και ειπεν τον σαμουηλ αναγαγε μοι
12 Amint az asszony meglátta Sámuelt, nagy hangon felkiáltott, s azt mondta Saulnak: »Miért szedtél rá engem? Hiszen te magad vagy Saul!«12 και ειδεν η γυνη τον σαμουηλ και ανεβοησεν φωνη μεγαλη και ειπεν η γυνη προς σαουλ ινα τι παρελογισω με και συ ει σαουλ
13 A király azonban azt mondta neki: »Ne félj! Mit látsz?« Azt mondta erre az asszony Saulnak: »Isteni alakot látok feljönni a földből.«13 και ειπεν αυτη ο βασιλευς μη φοβου ειπον τινα εορακας και ειπεν αυτω θεους εορακα αναβαινοντας εκ της γης
14 Ő erre azt mondta neki: »Milyen az alakja?« Az azt mondta: »Öreg ember jön fel, s palást van rajta.« Erre Saul megértette, hogy Sámuel az. Arcát a földre hajtotta, és leborult.14 και ειπεν αυτη τι εγνως και ειπεν αυτω ανδρα ορθιον αναβαινοντα εκ της γης και ουτος διπλοιδα αναβεβλημενος και εγνω σαουλ οτι σαμουηλ ουτος και εκυψεν επι προσωπον αυτου επι την γην και προσεκυνησεν αυτω
15 Azt mondta ekkor Sámuel Saulnak: »Miért háborgattál engem azzal, hogy felidéztettél?« Azt mondta erre Saul: »Nagy bajban vagyok, mert a filiszteusok hadakoznak ellenem, s Isten eltávozott tőlem, s nem akart meghallgatni sem próféták, sem álmok által: téged hívattalak tehát, hogy mutasd meg, mit cselekedjem.«15 και ειπεν σαμουηλ ινα τι παρηνωχλησας μοι αναβηναι με και ειπεν σαουλ θλιβομαι σφοδρα και οι αλλοφυλοι πολεμουσιν εν εμοι και ο θεος αφεστηκεν απ' εμου και ουκ επακηκοεν μοι ετι και εν χειρι των προφητων και εν τοις ενυπνιοις και νυν κεκληκα σε γνωρισαι μοι τι ποιησω
16 Azt mondta erre Sámuel: »Mit kérdezel engem, ha az Úr eltávozott tőled, s vetélytársad pártjára állott?16 και ειπεν σαμουηλ ινα τι επερωτας με και κυριος αφεστηκεν απο σου και γεγονεν μετα του πλησιον σου
17 Úgy cselekszik ugyanis az Úr veled, ahogy általam szólt: kiszakítja királyságodat kezedből, s társadnak, Dávidnak adja,17 και πεποιηκεν κυριος σοι καθως ελαλησεν εν χειρι μου και διαρρηξει κυριος την βασιλειαν σου εκ χειρος σου και δωσει αυτην τω πλησιον σου τω δαυιδ
18 mert nem engedelmeskedtél az Úr szavának, s nem hajtottad végre haragjának bosszúját az amalekitákon. Ezért cselekedte ma veled az Úr azt, amit szenvedsz.18 διοτι ουκ ηκουσας φωνης κυριου και ουκ εποιησας θυμον οργης αυτου εν αμαληκ δια τουτο το ρημα εποιησεν κυριος σοι τη ημερα ταυτη
19 Sőt, veled együtt Izraelt is a filiszteusok kezébe adja az Úr, s holnap te és fiaid velem lesztek. Igen, Izrael táborát is a filiszteusok kezébe adja az Úr!«19 και παραδωσει κυριος τον ισραηλ μετα σου εις χειρας αλλοφυλων και αυριον συ και οι υιοι σου μετα σου πεσουνται και την παρεμβολην ισραηλ δωσει κυριος εις χειρας αλλοφυλων
20 Saul erre hirtelen egész hosszában a földre esett, mert megrémült Sámuel szavaitól, és ereje sem volt, mivel egész nap semmit sem evett.20 και εσπευσεν σαουλ και επεσεν εστηκως επι την γην και εφοβηθη σφοδρα απο των λογων σαμουηλ και ισχυς εν αυτω ουκ ην ετι ου γαρ εφαγεν αρτον ολην την ημεραν και ολην την νυκτα εκεινην
21 Erre odament az asszony Saulhoz, és mivel látta, hogy nagyon megrémült, azt mondta neki: »Íme, szolgálód engedelmeskedett szavadnak: életemet is kockára vetettem, s hallgattam beszédedre, amelyet hozzám intéztél.21 και εισηλθεν η γυνη προς σαουλ και ειδεν οτι εσπευσεν σφοδρα και ειπεν προς αυτον ιδου δη ηκουσεν η δουλη σου της φωνης σου και εθεμην την ψυχην μου εν τη χειρι μου και ηκουσα τους λογους ους ελαλησας μοι
22 Most azért te is hallgass szolgálód szavára: hadd tegyek eléd egy falat kenyeret, s egyél, hogy erőre tégy szert, s megtehesd az utat.«22 και νυν ακουσον δη φωνης της δουλης σου και παραθησω ενωπιον σου ψωμον αρτου και φαγε και εσται εν σοι ισχυς οτι πορευση εν οδω
23 Ő azonban vonakodott és azt mondta: »Nem eszem!« Ám szolgái és az asszony addig unszolták, míg végre is hallgatott szavukra, felkelt a földről, s leült az ágyra.23 και ουκ εβουληθη φαγειν και παρεβιαζοντο αυτον οι παιδες αυτου και η γυνη και ηκουσεν της φωνης αυτων και ανεστη απο της γης και εκαθισεν επι τον διφρον
24 Az asszonynak éppen volt egy hízott borjúja a háznál, azt sietve levágta, majd lisztet vett elő, meggyúrta és kovásztalan kenyeret sütött,24 και τη γυναικι ην δαμαλις νομας εν τη οικια και εσπευσεν και εθυσεν αυτην και ελαβεν αλευρα και εφυρασεν και επεψεν αζυμα
25 és Saul és szolgái elé tette. Miután ettek, felkerekedtek és még az éjjel elmentek.25 και προσηγαγεν ενωπιον σαουλ και ενωπιον των παιδων αυτου και εφαγον και ανεστησαν και απηλθον την νυκτα εκεινην