Jeremiás könyve 39
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Cidkijának, Júda királyának kilencedik esztendejében, a tizedik hónapban eljött Nebukadnezár, Babilon királya és egész hadserege Jeruzsálem ellen, és ostrom alá vették. | 1 Εν τω εννατω ετει του Σεδεκιου βασιλεως του Ιουδα, τον δεκατον μηνα, ηλθε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος και απαν το στρατευμα αυτου κατα της Ιερουσαλημ και επολιορκουν αυτην. |
2 Cidkija tizenegyedik esztendejében, a negyedik hónapban, a hónap kilencedik napján betörtek a városba. | 2 Εν δε τω ενδεκατω ετει του Σεδεκιου, τον τεταρτον μηνα, την εννατην του μηνος, επορθηθη η πολις. |
3 Bevonult a babiloni király összes vezére, és leültek a középső kapuban: Nergalszárecer, Szemegárnábu, Szárszákim, az udvari emberek feje, Nergalszárecer főtiszt és Babilon királyának összes többi vezére. | 3 Και παντες οι αρχοντες του βασιλεως της Βαβυλωνος εισηλθον και εκαθησαν εν τη μεσαια πυλη, Νεργαλ-σαρεσερ, Σαμγαρ-νεβω, Σαρσεχειμ, Ραβ-σαρεις, Νεργαλ-σαρεσερ, Ραβ-μαγ και παντες οι λοιποι αρχοντες του βασιλεως της Βαβυλωνος. |
4 Történt pedig, hogy amikor meglátta őket Cidkija, Júda királya és összes harcosa, elmenekültek és kimentek éjjel a városból a királyi kert felé vezető úton, a két várfal között levő kapun át, és kimentek a síkság felé vezető útra. | 4 Και ως ειδεν αυτους Σεδεκιας ο βασιλευς του Ιουδα και παντες οι ανδρες του πολεμου, εφυγον και εξηλθον την νυκτα εκ της πολεως δια της οδου του κηπου του βασιλεως, δια της πυλης της μεταξυ των δυο τειχων? και εξηλθε δια της οδου της πεδιαδος. |
5 De a káldeaiak serege üldözőbe vette őket, és utolérték Cidkiját a jerikói síkságon, elfogták őt, és felvitték Nebukadnezárhoz, Babilon királyához Reblába, Emát földjére; az pedig ítéletet mondott fölötte. | 5 Το δε στρατευμα των Χαλδαιων κατεδιωξεν οπισω αυτων, και εφθασαν τον Σεδεκιαν εις τας πεδιαδας της Ιεριχω? και συνελαβον αυτον και ανηγαγον αυτον προς τον Ναβουχοδονοσορ βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα, εν γη Αιμαθ, και επροφερε καταδικην επ' αυτον. |
6 Babilon királya legyilkoltatta Cidkija fiait Reblában a szeme láttára; és Júda összes nemesét is lemészároltatta Babilon királya. | 6 Και εσφαξεν ο βασιλευς της Βαβυλωνος τους υιους του Σεδεκιου εν Ριβλα ενωπιον αυτου, και παντας τους αρχοντας του Ιουδα εσφαξεν ο βασιλευς της Βαβυλωνος. |
7 Azután megvakíttatta Cidkiját, és bilincsbe verette, hogy Babilonba vigyék. | 7 Και τους οφθαλμους του Σεδεκιου εξετυφλωσε και εδεσεν αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις, δια να φερη αυτον εις την Βαβυλωνα. |
8 A király házát és a nép házait a káldeaiak felégették tűzzel, Jeruzsálem falait pedig lerombolták. | 8 Και την οικιαν του βασιλεως και τας οικιας του λαου κατεκαυσαν οι Χαλδαιοι εν πυρι, και τα τειχη της Ιερουσαλημ κατηδαφισαν. |
9 A nép többi részét, mely a városban maradt, és az átpártolókat, akik átpártoltak hozzá, meg a többi megmaradt népet fogságba vitte Nabuzardán testőrparancsnok Babilonba. | 9 Το δε υπολοιπον του λαου το εναπολειφθεν εν τη πολει και τους προσφυγοντας, οιτινες προσεφυγον εις αυτον, και το υπολοιπον του λαου το εναπολειφθεν εφερεν αιχμαλωτον εις Βαβυλωνα Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ. |
10 De a népből a szegényeket, akiknek semmijük sem volt, otthagyta Nabuzardán testőrparancsnok Júda földjén, és szőlőket meg szántóföldeket adott nekik azon a napon. | 10 Εκ δε του λαου τους πτωχους τους μη εχοντας μηδεν αφηκεν ο Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εν τη γη του Ιουδα και εδωκεν εις αυτους αμπελωνας και αγρους εν τω καιρω εκεινω. |
11 Jeremiásra nézve pedig ezt a parancsot adta Nebukadnezár, Babilon királya Nabuzardán testőrparancsnoknak: | 11 Και εδωκε διαταγην Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος περι του Ιερεμιου εις τον Νεβουζαραδαν τον αρχισωματοφυλακα, λεγων, |
12 »Vedd magadhoz, tartsd rajta a szemed, és ne tégy neki semmi rosszat, hanem ahogyan ő mondja, úgy tégy vele!« | 12 Λαβε αυτον και επιμεληθητι αυτου και μη καμης εις αυτον κακον? αλλ' οπως λαληση προς σε, ουτω καμε εις αυτον. |
13 Ekkor érte küldött Nabu-zardán testőrparancsnok, Nabusecbán, az udvari emberek feje, Nergalszárecer főtiszt és Babilon királyának minden főembere; | 13 Και απεστειλεν ο Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ και ο Νεβουσαζβαν, ο Ραβ-σαρεις και ο Νεργαλ-σαρεσερ, ο Ραβ-μαγ και παντες οι αρχοντες του βασιλεως της Βαβυλωνος, |
14 érte küldtek, és elhozatták Jeremiást az őrség udvarából, majd átadták Gedaljának, Ahikám fiának, aki Sáfán fia volt, hogy vigye haza. Így azután a nép között lakott. | 14 απεστειλαν και ελαβον τον Ιερεμιαν εκ της αυλης της φυλακης και παρεδωκαν αυτον εις τον Γεδαλιαν, υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν, δια να φερη αυτον εις τον οικον αυτου? και κατωκησε μεταξυ του λαου. |
15 Jeremiáshoz pedig így hangzott az Úr igéje, amikor még be volt zárva az őrség udvarában: | 15 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, ενω ητο κεκλεισμενος εν τη αυλη της φυλακης, λεγων, |
16 »Menj, és mondd meg az etióp Abdemeleknek: Így szól a Seregek Ura, Izrael Istene: Íme, én elhozom igéimet erre a városra, a vesztére és nem a javára: megvalósulnak előtted azon a napon. | 16 Υπαγε και λαλησον προς Αβδε-μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, εγω θελω φερει τους λογους μου επι την πολιν ταυτην δια κακον και ουχι δια καλον? και θελουσιν εκτελεσθη ενωπιον σου την ημεραν εκεινην. |
17 De téged megmentelek azon a napon – mondja az Úr –, és nem kerülsz azoknak a férfiaknak kezébe, akiktől félsz. | 17 Θελω ομως σε σωσει εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος, και δεν θελεις παραδοθη εις την χειρα των ανθρωπων, των οποιων συ φοβεισαι το προσωπον, |
18 Mert egész biztosan megszabadítalak, és nem esel el kard által; hanem zsákmányul kapod életedet, mert bíztál bennem« – mondja az Úr. | 18 διοτι εξαπαντος θελω σε σωσει και δεν θελεις πεσει δια μαχαιρας, αλλ' η ζωη σου θελει εισθαι ως λαφυρον εις σε, επειδη πεποιθας επ' εμε, λεγει Κυριος. |