Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Júda bűne vasvesszővel van felírva, gyémántheggyel van rávésve szívük táblájára és oltáraik szarvaira,1 Η αμαρτια του Ιουδα ειναι γεγραμμενη με γραφιδα σιδηραν, με ονυχα αδαμαντινον, ενεχαραχθη επι της πλακος της καρδιας αυτων και επι των κερατων των θυσιαστηριων υμων?
2 hogy fiaik megemlékezzenek oltáraikról és oszlopaikról a zöldellő fák mellett, a magas halmokon,2 ωστε οι υιοι αυτων ενθυμουνται τα θυσιαστηρια αυτων και τα αλση αυτων, μετα των πρασινων δενδρων επι τους υψηλους λοφους.
3 a vidék hegyein. »Vagyonodat, összes kincsedet prédául adom, magaslataidat a vétek miatt, minden határodban.3 Ω ορος μου εν τη πεδιαδι, θελω δωσει την περιουσιαν σου και παντας τους θησαυρους σου εις διαρπαγην και τους υψηλους σου τοπους κατα παντα τα ορια σου, δια την αμαρτιαν.
4 Elszakadsz örökségedtől, amelyet neked adtam, és ellenségeid szolgájává teszlek abban az országban, melyet nem ismersz; mert lángra lobbantottátok haragomat, örökké égni fog!«4 Και συ, μαλιστα αυτη συ, θελεις εκβληθη απο της κληρονομιας σου, την οποιαν εδωκα εις σε, και θελω σε καταδουλωσει εις τους εχθρους σου, εν γη την οποιαν δεν εγνωρισας? διοτι πυρ εξηψατε εν τω θυμω μου, το οποιον θελει καιεσθαι εις τον αιωνα.
5 Így szól az Úr: »Átkozott az ember, aki emberben bízik és testet tesz támaszává, de az Úrtól eltávozik szíve!5 Ουτω λεγει Κυριος? Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ελπιζει επι ανθρωπον και καμνει σαρκα βραχιονα αυτου και του οποιου η καρδια απομακρυνεται απο του Κυριου.
6 Olyan lesz, mint a tamariszk a pusztában: nem látja, ha valami jó jön; kiaszott vidéken lakik a sivatagban, szikes és lakatlan földön.6 Διοτι θελει εισθαι ως η αγριομυρικη εν ερημω, και δεν θελει ιδει οταν ελθη το αγαθον? αλλα θελει κατοικει τοπους ξηρους εν ερημω, γην αλμυραν και ακατοικητον.
7 Áldott az a férfi, aki az Úrban bízik, és az Úr lesz bizodalma!7 Ευλογημενος ο ανθρωπος ο ελπιζων επι Κυριον και του οποιου ο Κυριος ειναι η ελπις.
8 Olyan lesz, mint a víz mellé ültetett fa, mely a folyóhoz ereszti gyökereit: nem fél, ha jön a hőség, lombja zöldellni fog; száraz esztendőben sem aggódik, és nem szűnik meg gyümölcsöt teremni.8 Διοτι θελει εισθαι ως δενδρον πεφυτευμενον πλησιον των υδατων, το οποιον εξαπλονει τας ριζας αυτου πλησιον του ποταμου, και δεν θελει ιδει οταν ερχηται το καυμα αλλα το φυλλον αυτου θελει θαλλει? και δεν θελει μεριμνησει εν τω ετει της ανομβριας ουδε θελει παυσει απο του να καμνη καρπον.
9 Csalárdabb a szív mindennél, és gyógyíthatatlan; ki ismeri azt?9 Η καρδια ειναι απατηλη υπερ παντα και σφοδρα διεφθαρμενη? τις δυναται να γνωριση αυτην;
10 Én, az Úr, kikutatom a szívet, megvizsgálom a veséket, hogy megfizessek kinek-kinek az útja szerint, cselekedeteinek gyümölcse szerint.10 Εγω ο Κυριος εξεταζω την καρδιαν, δοκιμαζω τους νεφρους, δια να δωσω εις εκαστον κατα τας οδους αυτου, κατα τον καρπον των εργων αυτου.
11 Mint a fogolymadár, mely kotlik, bár nem tojt, olyan, aki gazdagságot szerez, de nem törvényesen. Napjai közepén itt kell hagynia, és a végén bolonddá lesz.«11 Καθως η περδιξ η επωαζουσα και μη νεοσσευουσα, ουτως ο αποκτων πλουτη αδικως θελει αφησει αυτα εις το ημισυ των ημερων αυτου και εις τα εσχατα αυτου θελει εισθαι αφρων.
12 Dicsőség Trónja, Fenséges kezdettől fogva, szentélyünk Helye!12 Θρονος δοξης υψωμενος εξ αρχης ειναι ο τοπος του αγιαστηριου ημων.
13 Izrael reménysége, Uram! Akik elhagynak téged, mind megszégyenülnek; a tőled elpártolókat a porba írják, mert elhagyták az élő vizek forrását, az Urat.13 Κυριε, η ελπις του Ισραηλ, παντες οι εγκαταλειποντες σε θελουσι καταισχυνθη και οι αποσταται εμου θελουσι γραφθη εν τη γη? διοτι εγκατελιπον τον Κυριον, την πηγην των ζωντων υδατων.
14 Gyógyíts meg engem, Uram, és meggyógyulok, szabadíts meg engem, és megszabadulok, mert dicsőségem te vagy!14 Ιασαι με, Κυριε, και θελω ιαθη? σωσον με και θελω σωθη? διοτι συ εισαι το καυχημα μου?
15 Íme, ők azt mondják nekem: »Hol van az Úr igéje? Jöjjön hát!«15 Ιδου, ουτοι λεγουσι προς εμε, Που ο λογος του Κυριου; ας ελθη τωρα.
16 De én nem sürgettelek a rosszra téged, és a végzetes napot nem kívántam, te tudod. Ami kijött az ajkamon, színed előtt volt.16 Αλλ' εγω δεν απεσυρθην απο του να σε ακολουθω ως ποιμην, ουδε επεθυμησα την ημεραν της θλιψεως? συ εξευρεις τουτο? τα εξελθοντα εκ των χειλεων μου ησαν ενωπιον σου.
17 Ne légy nekem rettegésemre; menedékem te vagy a baj napján!17 Μη γεινης εις εμε τρομος? συ εισαι η ελπις μου εν ημερα συμφορας?
18 Szégyenüljenek meg üldözőim, de ne szégyenüljek meg én! Rettegjenek ők, de ne rettegjek én! Hozd el rájuk a baj napját, és kétszeres töréssel törd össze őket!18 Ας καταισχυνθωσιν οι καταδιωκοντες με, εγω δε ας μη καταισχυνθω? ας τρομαξωσιν εκεινοι αλλ' ας μη τρομαξω εγω? φερε επ' αυτους ημεραν συμφορας και συντριψον αυτους διπλουν συντριμμα.
19 Így szólt hozzám az Úr: »Menj, és állj a nép fiainak kapujába, amelyen bemennek Júda királyai, s amelyen kijönnek, és Jeruzsálem minden kapujába!19 Ουτως ειπε Κυριος προς εμε? Υπαγε και στηθι εν τη πυλη των υιων του λαου σου, δι' ης εισερχονται οι βασιλεις Ιουδα και δι' ης εξερχονται, και εν πασαις ταις πυλαις της Ιερουσαλημ?
20 Mondd nekik: Halljátok az Úr igéjét, Júda királyai, egész Júda és Jeruzsálem minden lakója, akik bementek ezeken a kapukon!20 και ειπε προς αυτους, Ακουσατε τον λογον του Κυριου, βασιλεις Ιουδα και, πας ο Ιουδας και παντες οι κατοικοι της Ιερουσαλημ, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων?
21 Így szól az Úr: Vigyázzatok magatokra, ne hordjatok terhet szombat napján, és ne vigyétek be Jeruzsálem kapuin!21 ουτω λεγει Κυριος? Προσεχετε εις εαυτους, και μη βασταζετε φορτιον την ημεραν του σαββατου μηδε εμβιβαζετε δια των πυλων της Ιερουσαλημ?
22 Ne is hozzatok ki terhet házaitokból szombat napján, és semmiféle munkát ne végezzetek! Szenteljétek meg a szombat napját, amint megparancsoltam atyáitoknak!22 μηδε εκφερετε φορτιον εκ των οικιων σας την ημεραν του σαββατου και μη καμνετε μηδεμιαν εργασιαν? αλλα αγιαζετε την ημεραν του σαββατου, καθως προσεταξα εις τους πατερας υμων?
23 De nem hallgatták meg, és nem hajtották ide fülüket, hanem megkeményítették nyakukat, hogy ne hallják és ne fogadják meg az intelmet.23 δεν υπηκουσαν ομως ουδε εκλιναν το ωτιον αυτων, αλλ' εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων δια να μη ακουσωσι και δια να μη δεχθωσι νουθεσιαν.
24 De ha valóban hallgatni fogtok rám – mondja az Úr –, és nem visztek be terhet ennek a városnak kapuin szombat napján, hanem megszentelitek a szombat napját, úgyhogy nem végeztek azon semmiféle munkát, akkor majd az történik,24 Αλλ' εαν υπακουσητε εις εμε, λεγει Κυριος, ωστε να μη εμβιβαζητε φορτιον δια των πυλων της πολεως ταυτης την ημεραν του σαββατου, αλλα να αγιαζητε την ημεραν του σαββατου μη καμνοντες εν αυτη μηδεμιαν εργασιαν?
25 hogy ennek a városnak kapuin királyok és fejedelmek mennek be, akik Dávid trónján ülnek, kocsikon és lovakon járnak, ők maguk és fejedelmeik, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói; s lakott lesz ez a város örökké.25 τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων της πολεως ταυτης βασιλεις και αρχοντες καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξας και ιππους, αυτοι και οι αρχοντες αυτων, οι ανδρες Ιουδα και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ? και η πολις αυτη θελει κατοικεισθαι εις τον αιωνα.
26 Eljönnek majd Júda városaiból és Jeruzsálem környékéről, Benjamin földjéről és az alföldről, a hegyvidékről és a délvidékről, akik égő-, véres- és ételáldozatot meg tömjént hoznak, és akik hálaáldozatot hoznak az Úr házába.26 Και θελουσιν ελθει εκ των πολεων Ιουδα και εκ των περιξ της Ιερουσαλημ και εκ της γης Βενιαμιν και εκ της πεδινης και εκ των ορεων και εκ του νοτου, φεροντες ολοκαυτωματα και θυσιας και προσφορας εξ αλφιτων και λιβανον, φεροντες ετι και προσφορας ευχαριστηριους εις τον οικον του Κυριου.
27 Ha azonban nem hallgattok rám, és nem szentelitek meg a szombat napját, hanem terhet hordtok, és bementek Jeruzsálem kapuin szombat napján, akkor tüzet gyújtok kapuiban, mely megemészti Jeruzsálem palotáit, és nem alszik ki.«27 Αλλ' εαν δεν μου υπακουσητε, ωστε να αγιαζητε την ημεραν του σαββατου και να μη βασταζητε φορτιον και εμβιβαζητε εις τας πυλας της Ιερουσαλημ την ημεραν του σαββατου, τοτε θελω αναψει πυρ εν ταις πυλαις αυτης και θελει καταφαγει τα παλατια της Ιερουσαλημ και δεν θελει σβεσθη.