Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

Izajás könyve 44


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Most pedig halld, Jákob, én szolgám, Izrael, akit kiválasztottam!1 νυν δε ακουσον παις μου ιακωβ και ισραηλ ον εξελεξαμην
2 Így szól az Úr, a te alkotód, aki formált téged az anyaméhtől fogva, és segít téged: »Ne félj, szolgám, Jákob, Jesurun, akit kiválasztottam!2 ουτως λεγει κυριος ο θεος ο ποιησας σε και ο πλασας σε εκ κοιλιας ετι βοηθηθηση μη φοβου παις μου ιακωβ και ο ηγαπημενος ισραηλ ον εξελεξαμην
3 Mert vizet árasztok a szomjas földre, és patakokat a szárazra; kiárasztom lelkemet ivadékaidra, és áldásomat sarjaidra.3 οτι εγω δωσω υδωρ εν διψει τοις πορευομενοις εν ανυδρω επιθησω το πνευμα μου επι το σπερμα σου και τας ευλογιας μου επι τα τεκνα σου
4 Sarjadoznak majd a fű között, mint fűzfák a vízfolyások mellett.4 και ανατελουσιν ωσει χορτος ανα μεσον υδατος και ως ιτεα επι παραρρεον υδωρ
5 Az egyik így szól: ‘Én az Úré vagyok’, a másik meg Jákob nevével nevezi magát; az pedig kezébe írja: ‘Az Úré’, és Izrael nevéről kap nevet.«5 ουτος ερει του θεου ειμι και ουτος βοησεται επι τω ονοματι ιακωβ και ετερος επιγραψει του θεου ειμι επι τω ονοματι ισραηλ
6 Így szól az Úr, Izrael királya és megváltója, a Seregek Ura: »Én vagyok az első, és én vagyok az utolsó, rajtam kívül nincs Isten.6 ουτως λεγει ο θεος ο βασιλευς του ισραηλ ο ρυσαμενος αυτον θεος σαβαωθ εγω πρωτος και εγω μετα ταυτα πλην εμου ουκ εστιν θεος
7 Ki olyan, mint én? Kiáltson, hirdesse és adja elő nekem, ami azóta volt, hogy megalapítottam az ősi népet; és a jövendőt, ami következik, hirdesse nekünk!7 τις ωσπερ εγω στητω καλεσατω και ετοιμασατω μοι αφ' ου εποιησα ανθρωπον εις τον αιωνα και τα επερχομενα προ του ελθειν αναγγειλατωσαν υμιν
8 Ne rettegjetek, és ne féljetek! Nemde régóta tudtul adtam neked, és hirdettem? Ti vagytok az én tanúim. Van-e Isten rajtam kívül? Vagy kőszikla? Nem tudok róla.«,8 μη παρακαλυπτεσθε ουκ απ' αρχης ηνωτισασθε και απηγγειλα υμιν μαρτυρες υμεις εστε ει εστιν θεος πλην εμου και ουκ ησαν τοτε
9 A bálványok alkotói mind semmik, és kedvenceik nem használnak semmit. Ők a tanúik, hogy nem látnak és nem értenek, ezért szégyent vallanak.9 οι πλασσοντες και γλυφοντες παντες ματαιοι οι ποιουντες τα καταθυμια αυτων α ουκ ωφελησει αυτους αλλα αισχυνθησονται
10 Ki formált istent, és öntött bálványszobrot, mely nem használ?10 παντες οι πλασσοντες θεον και γλυφοντες ανωφελη
11 Íme, annak társai mind szégyent vallanak, mert a mesterek is emberek közül valók. Gyűljenek össze mindnyájan, álljanak elő! Megrettennek majd, és szégyent vallanak együtt.11 και παντες οθεν εγενοντο εξηρανθησαν και κωφοι απο ανθρωπων συναχθητωσαν παντες και στητωσαν αμα εντραπητωσαν και αισχυνθητωσαν αμα
12 A kovácsmester fáradozik, és az izzó szénnél dolgozik, kalapáccsal formálja művét, és megmunkálja erős karjával; meg is éhezik, és elhagyja ereje, nem iszik vizet, és elfárad.12 οτι ωξυνεν τεκτων σιδηρον σκεπαρνω ειργασατο αυτο και εν τερετρω ετρησεν αυτο ειργασατο αυτο εν τω βραχιονι της ισχυος αυτου και πεινασει και ασθενησει και ου μη πιη υδωρ εκλεξαμενος
13 Az ácsmester kifeszíti a mérőzsinórt, jelet húz körben rajzszerszámával; gyaluval készíti művét, és körzővel megrajzolja; elkészíti, mint férfi képmását, mint szép embert, hogy házban lakjék.13 τεκτων ξυλον εστησεν αυτο εν μετρω και εν κολλη ερρυθμισεν αυτο εποιησεν αυτο ως μορφην ανδρος και ως ωραιοτητα ανθρωπου στησαι αυτο εν οικω
14 Cédrusfákat vág ki magának, és veszi a tölgyet vagy a terebintfát, melyet az erdő fái között nevelt magának; lucfenyőt ültet, melyet az eső felnövel.14 ο εκοψεν ξυλον εκ του δρυμου ο εφυτευσεν κυριος και υετος εμηκυνεν
15 Tüzelője lesz az embernek: vesz belőle, hogy melegedjék, meg is gyújtja, és kenyeret süt. Istent is csinál, és leborul, bálványt készít belőle, és meghajol előtte.15 ινα η ανθρωποις εις καυσιν και λαβων απ' αυτου εθερμανθη και καυσαντες επεψαν αρτους επ' αυτων το δε λοιπον ειργασαντο εις θεους και προσκυνουσιν αυτους
16 Felét elégeti tűzben, felén húst süt, megeszi a sültet, és jóllakik; fel is melegszik, és így szól: »De jól megmelegedtem! Érzem a tüzet!«16 ου το ημισυ αυτου κατεκαυσαν εν πυρι και καυσαντες επεψαν αρτους επ' αυτων και επ' αυτου κρεας οπτησας εφαγεν και ενεπλησθη και θερμανθεις ειπεν ηδυ μοι οτι εθερμανθην και ειδον πυρ
17 A maradékából pedig istent készít, bálványt magának, meghajol és leborul előtte, könyörög hozzá, és így szól: »Ments meg engem, mert te vagy az én istenem!«17 το δε λοιπον εποιησεν εις θεον γλυπτον και προσκυνει αυτω και προσευχεται λεγων εξελου με οτι θεος μου ει συ
18 Nem tudják és nem látják be, mert szemük leragadt, hogy ne lásson, és ne értsen a szívük.18 ουκ εγνωσαν φρονησαι οτι απημαυρωθησαν του βλεπειν τοις οφθαλμοις αυτων και του νοησαι τη καρδια αυτων
19 Nem fontolják meg szívükkel, nincs tudásuk és belátásuk, hogy így szólnának: »Felét elégettem tűzben, parazsán kenyeret is sütöttem, sütök húst is, és megeszem; a maradékából pedig undok bálványt készítek, és egy fatuskó előtt hajolok meg.«19 και ουκ ελογισατο τη καρδια αυτου ουδε ανελογισατο εν τη ψυχη αυτου ουδε εγνω τη φρονησει οτι το ημισυ αυτου κατεκαυσεν εν πυρι και επεψεν επι των ανθρακων αυτου αρτους και οπτησας κρεας εφαγεν και το λοιπον αυτου εις βδελυγμα εποιησεν και προσκυνουσιν αυτω
20 Hamu a tápláléka, szíve csalatkozik, félrevezeti őt; nem menti meg lelkét, és nem mondja: »Nemde hazugság van a jobbomon?«20 γνωτε οτι σποδος η καρδια αυτων και πλανωνται και ουδεις δυναται εξελεσθαι την ψυχην αυτου ιδετε ουκ ερειτε οτι ψευδος εν τη δεξια μου
21 Emlékezz ezekre, Jákob, és Izrael, mert szolgám vagy! Én formáltalak, az én szolgám vagy, Izrael, nem feledkezem meg rólad.21 μνησθητι ταυτα ιακωβ και ισραηλ οτι παις μου ει συ επλασα σε παιδα μου και συ ισραηλ μη επιλανθανου μου
22 Eltöröltem, mint a felleget, gonoszságaidat, és mint a felhőt, vétkeidet. Térj vissza hozzám, mert megváltottalak!22 ιδου γαρ απηλειψα ως νεφελην τας ανομιας σου και ως γνοφον τας αμαρτιας σου επιστραφητι προς με και λυτρωσομαι σε
23 Ujjongjatok, egek, mert az Úr cselekedett, kiáltsatok, földnek mélységei! Ujjongásban törjetek ki, hegyek, erdő és minden fa benne! Mert megváltotta az Úr Jákobot, és Izraelben fog megdicsőülni.23 ευφρανθητε ουρανοι οτι ηλεησεν ο θεος τον ισραηλ σαλπισατε θεμελια της γης βοησατε ορη ευφροσυνην οι βουνοι και παντα τα ξυλα τα εν αυτοις οτι ελυτρωσατο ο θεος τον ιακωβ και ισραηλ δοξασθησεται
24 Így szól az Úr, a te megváltód, aki formált téged az anyaméhtől fogva: »Én vagyok az Úr, aki alkottam mindent, aki egyedül feszítettem ki az eget, és szilárdítottam meg a földet; ki volt velem?24 ουτως λεγει κυριος ο λυτρουμενος σε και ο πλασσων σε εκ κοιλιας εγω κυριος ο συντελων παντα εξετεινα τον ουρανον μονος και εστερεωσα την γην τις ετερος
25 Meghiúsítom a fecsegők jeleit, és a jósokat bolonddá teszem; meghátrálásra kényszerítem a bölcseket, és tudományukat balgasággá teszem.25 διασκεδασει σημεια εγγαστριμυθων και μαντειας απο καρδιας αποστρεφων φρονιμους εις τα οπισω και την βουλην αυτων μωρευων
26 Valóra váltom szolgám szavát, és követeim tervét beteljesítem. Azt mondom Jeruzsálemnek: ‘Lakottá leszel’, és Júda városainak: ‘Felépültök’, s romjait helyreállítom.26 και ιστων ρηματα παιδος αυτου και την βουλην των αγγελων αυτου αληθευων ο λεγων ιερουσαλημ κατοικηθηση και ταις πολεσιν της ιουδαιας οικοδομηθησεσθε και τα ερημα αυτης ανατελει
27 Azt mondom a mély tengernek: ‘Apadj ki! Folyóidat pedig kiszárítom.’27 ο λεγων τη αβυσσω ερημωθηση και τους ποταμους σου ξηρανω
28 Azt mondom Círusznak: ‘Pásztorom, aki minden kívánságomat teljesíti.’ Azt mondom Jeruzsálemnek: ‘Felépülsz’, és a templomnak: ‘Lerakják alapjaidat.’«28 ο λεγων κυρω φρονειν και παντα τα θεληματα μου ποιησει ο λεγων ιερουσαλημ οικοδομηθηση και τον οικον τον αγιον μου θεμελιωσω