Krónikák második könyve 36
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ekkor a föld népe Joacházt, Jozija fiát tette királlyá atyja helyébe Jeruzsálemben. | 1 Και ελαβεν ο λαος της γης τον Ιωαχαζ, υιον του Ιωσια, και εκαμον αυτον βασιλεα εν Ιερουσαλημ, αντι του πατρος αυτου. |
2 Huszonhárom esztendős volt Joacház, amikor uralkodni kezdett, s három hónapig uralkodott Jeruzsálemben. | 2 Εικοσιτριων ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχαζ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας εν Ιερουσαλημ. |
3 Ám Egyiptom királya, amikor Jeruzsálembe ért, letette őt, s az országot száz talentum ezüstre és egy talentum aranyra ítélte. | 3 Καθηρεσε δε αυτον ο βασιλευς της Αιγυπτου εν Ιερουσαλημ, και κατεδικασε την γην εις προστιμον εκατον ταλαντων αργυριου και ενος ταλαντου χρυσιου. |
4 Helyette fivérét, Eljakimot tette meg Júda és Jeruzsálem királyává, de nevét Joakimra változtatta, Joacházt pedig magával hurcolta és elvitte Egyiptomba. | 4 Και εκαμεν ο βασιλευς της Αιγυπτου τον Ελιακειμ τον αδελφον αυτου βασιλεα επι Ιουδαν και Ιερουσαλημ, και μετηλλαξε το ονομα αυτου εις Ιωακειμ? τον δε Ιωαχαζ, τον αδελφον αυτου, ελαβεν ο Νεχαω και εφερεν αυτον εις Αιγυπτον. |
5 Huszonöt esztendős volt Joakim, amikor uralkodni kezdett s tizenegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Azt cselekedte, ami gonosz volt az Úr, az ő Istene előtt. | 5 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο ο Ιωακειμ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου. |
6 Felvonult ellene Nebukadnezár, a kaldeusok királya, megláncolta és elvitte Babilonba. | 6 Ανεβη εναντιον αυτου Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, και εδεσεν αυτον με αλυσεις, δια να φερη αυτον εις Βαβυλωνα. |
7 Odavitte az Úr házának edényeit is, s a maga templomába helyezte azokat. | 7 Και εκ των σκευων του οικου του Κυριου εφερεν ο Ναβουχοδονοσορ εις Βαβυλωνα και εθεσεν αυτα εν τω ναω αυτου εν Βαβυλωνι. |
8 Joakim egyéb dolgait, valamint undokságait, amelyeket elkövetett s amelyek terhelték, megírták Júda és Izrael királyainak könyvében. Fia, Joachin lett a király helyette. | 8 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωακειμ και τα βδελυγματα αυτου οσα εκαμε, και οσα ευρεθησαν εν αυτω, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ισραηλ και του Ιουδα? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ιωαχειν ο υιος αυτου. |
9 yolcesztendős volt Joachin, amikor uralkodni kezdett, s három hónapig és tíz napig uralkodott Jeruzsálemben. Azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt. | 9 Δεκα οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχειν οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας και δεκα ημερας εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου. |
10 Az esztendő fordultával odaküldött Nebukadnezár király s elvitette Babilonba. Ugyanakkor elvitette az Úr házának drága edényeit is, Júda és Jeruzsálem királyává pedig a testvérét, Cidkiját rendelte. | 10 Εν τω τελει δε του ενιαυτου αποστειλας ο βασιλευς Ναβουχοδονοσορ, εφερεν αυτον εις Βαβυλωνα, μετα των εκλεκτων σκευων του οικου του Κυριου? και εκαμε Σεδεκιαν τον αδελφον αυτου βασιλεα επι τον Ιουδαν και Ιερουσαλημ. |
11 Huszonegy esztendős volt Cidkija, amikor uralkodni kezdett, s tizenegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. | 11 Ενος και εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Σεδεκιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ. |
12 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr, az ő Istene szeme előtt, s nem alázkodott meg Jeremiás próféta személye előtt sem, aki által az Úr ajka szólt hozzá. | 12 Και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου? δεν εταπεινωθη ενωπιον Ιερεμιου του προφητου, λαλουντος εκ στοματος του Κυριου. |
13 Nebukadnezár királytól is elpártolt, pedig ő Istenre eskette meg. Megkeményítette nyakát és szívét, s nem tért vissza az Úrhoz, Izrael Istenéhez. | 13 Και ετι απεστατησεν εναντιον του βασιλεως Ναβουχοδονοσορ, οστις ωρκισεν αυτον εις τον Θεον? και εσκληρυνε τον τραχηλον αυτου και επεισματωσε την καρδιαν αυτου, ωστε να μη επιστρεψη εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ. |
14 Sőt még a papok valamennyi elöljárója meg a nép is hűtlenül a nemzetek valamennyi undokságát követte, s megszentségtelenítette az Úr házát, amelyet az Úr magának szentelt Jeruzsálemben. | 14 Παντες προσετι οι πρωτοι των ιερεων και ο λαος ηθετησαν καθ' υπερβολην κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων και εμιαναν τον οικον του Κυριου, τον οποιον ηγιασεν εν Ιερουσαλημ. |
15 Az Úr, atyáik Istene elküldte ugyan hozzájuk követeit, s a reggeli felkeléstől állandóan figyelmeztette őket, mert kímélni akarta népét s a maga lakóhelyét. | 15 Και παρηγγειλεν εις αυτους Κυριος ο Θεος των πατερων αυτων δια χειρος των απεσταλμενων αυτου, εγειρομενος πρωι και εξαποστελλων? διοτι εφειδετο του λαου αυτου και του κατοικητηριου αυτου. |
16 De ők kigúnyolták Isten követeit, fel sem vették szavait, s kinevették prófétáit. Úgyhogy az Úr haragja végül is felgerjedt népe ellen és nem volt többé számukra mentség. | 16 Αλλ' αυτοι εχλευαζον τους απεσταλμενους του Θεου και κατεφρονουν τους λογους αυτου και εσκωπτον τους προφητας αυτου, εωσου η οργη του Κυριου ανεβη κατα του λαου αυτου, ωστε δεν ητο θεραπεια? |
17 Rájuk hozta ugyanis a kaldeusok királyát és kardélre hányatta az ifjaikat szentélyük házában. Nem könyörült meg ifjún, hajadonon, vénen avagy aggastyánon, hanem mindenkit a kezébe adott. | 17 δια τουτο εφερεν επ' αυτους τον βασιλεα των Χαλδαιων, και εθανατωσε τους νεανισκους αυτων εν μαχαιρα εντος του οικου του αγιαστηριου αυτων, και δεν εφεισθη νεου η παρθενου, γεροντος η κεκυφοτος? παντας παρεδωκεν εις την χειρα αυτου. |
18 Az Úr házának valamennyi edényét, a nagyokat és kicsiket egyaránt, valamint a templom, a király s a főemberek kincseit elvitette Babilonba. | 18 Και παντα τα σκευη του οικου του Θεου, μεγαλα και μικρα, και τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του βασιλεως και των αρχοντων αυτου, τα παντα εφερεν εις Βαβυλωνα. |
19 Az ellenség felgyújtotta az Isten házát, lerombolta Jeruzsálem falát, minden tornyát felégette és elpusztította minden drágaságát. | 19 Και κατεκαυσαν τον οικον του Θεου και κατεσκαψαν το τειχος της Ιερουσαλημ, και παντα τα παλατια αυτης κατεκαυσαν εν πυρι, και παντα τα πολυτιμα σκευη αυτης ηφανισαν? |
20 Aki megmenekült a kardtól, azt Babilonba hurcolták. Ott szolgája lett a királynak és fiainak, amíg uralomra nem jutott a perzsák királya, | 20 Και τους εκφυγοντας την μαχαιραν μετωκισεν εις Βαβυλωνα, οπου ησαν δουλοι εις αυτον και εις τους υιους αυτου, μεχρι του καιρου της βασιλειας των Περσων? |
21 hogy beteljesedjék, amit az Úr mondott Jeremiás ajka által: ha a föld nem ünnepli meg szombatjait, elhagyatottságának egész ideje alatt szombatot tart, amíg el le nem telik a hetven esztendő. | 21 δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, εωσου η γη χαρη τα σαββατα αυτης? διοτι παντα τον καιρον της ερημωσεως αυτης εφυλαττε σαββατον, εωσου συμπληρωθωσιν εβδομηκοντα ετη. |
22 Círusznak, a perzsák királyának első esztendejében azonban felébresztette az Úr Círusznak, a perzsák királyának lelkét, hogy beteljesedjék az Úr szava, amelyet Jeremiás szája által mondott. Erre ő kihirdette egész birodalmában írásban és szóban: » | 22 Εν δε τω πρωτω ετει Κυρου του βασιλεως της Περσιας, δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, διηγειρεν ο Κυριος το πνευμα του Κυρου βασιλεως της Περσιας, και διεκηρυξε δια παντος του βασιλειου αυτου, και μαλιστα εγγραφως, λεγων, |
23 Ezt üzeni Círusz, a perzsák királya. A föld valamennyi országát nekem adta az Úr, az ég Istene, s ő megparancsolta nekem, hogy házat építsek neki a júdai Jeruzsálemben. Ki való közületek az ő népéből? Legyen vele az Úr, az ő Istene és menjen fel.« | 23 Ουτω λεγει Κυρος ο βασιλευς της Περσιας? παντα τα βασιλεια της γης εδωκεν εις εμε Κυριος ο Θεος του ουρανου? και αυτος προσεταξεν εις εμε να οικοδομησω εις αυτον οικον εν Ιερουσαλημ, ητις ειναι εν τη Ιουδαια? τις εξ υμων ειναι εκ παντος του λαου αυτου; Κυριος ο Θεος αυτου εστω μετ' αυτου, και ας αναβη. |