Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

A krónikák első könyve 21


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Felkelt azonban a sátán Izrael ellen és arra ingerelte Dávidot, hogy számlálja meg Izraelt.1 Αλλ' ο Σατανας ηγερθη κατα του Ισραηλ, και παρεκινησε τον Δαβιδ να απαριθμηση τον Ισραηλ.
2 Ezt mondta azért Dávid Joábnak és a nép vezéreinek: »Menjetek és számláljátok meg Izraelt, Beersebától egészen Dánig és hozzátok meg nekem a számát, hadd tudjam.«2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ και προς τους αρχοντας του λαου, Υπαγετε, απαριθμησατε τον Ισραηλ, απο Βηρ-σαβεε εως Δαν, και φερετε προς εμε, δια να μαθω, τον αριθμον αυτων.
3 Joáb erre így válaszolt: »Szaporítsa az Úr százszor annyira népét, mint amennyi, hisz nem a te szolgáid-e ők, uram, király, mindnyájan? Miért kívánja azonban én uram azt, ami Izraelnek vétkéül fog számítani?«3 Ο δε Ιωαβ απεκριθη, Ο Κυριος να προσθεση επι τον λαον αυτου εκατονταπλασιον αφ' ο, τι ειναι αλλα, κυριε μου βασιλευ, δεν ειναι παντες δουλοι του κυριου μου; δια τι ο κυριος μου επιθυμει τουτο; δια τι να γεινη τουτο αμαρτημα εις τον Ισραηλ;
4 Ám a király szava erősnek bizonyult. Kiment tehát Joáb és bejárta egész Izraelt, aztán visszatért Jeruzsálembe,4 Ο λογος ομως του βασιλεως υπερισχυσεν επι τον Ιωαβ. Και ανεχωρησεν ο Ιωαβ, και περιελθων απαντα τον Ισραηλ επεστρεψεν εις Ιερουσαλημ.
5 és átadta Dávidnak azoknak a számát, akiknél járt: Izrael száma összesen egymillió-százezer fegyverfogható ember, Júdáé pedig négyszázhetvenezer harcos volt.5 Και εδωκεν ο Ιωαβ το κεφαλαιον της απαριθμησεως του λαου εις τον Δαβιδ. Και πας ο Ισραηλ ησαν χιλιαι χιλιαδες και εκατον χιλιαδες ανδρων συροντων μαχαιραν? ο δε Ιουδας, τετρακοσιαι εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων συροντων μαχαιραν.
6 Lévit és Benjamint ugyanis nem számlálta meg, mivel Joáb csak kelletlenül teljesítette a király parancsát.6 τους Λευιτας δε και Βενιαμιτας δεν ηριθμησε μεταξυ αυτων? διοτι ο λογος του βασιλεως ητο βδελυκτος εις τον Ιωαβ.
7 De Istennek sem tetszett ez a parancs, és megverte érte Izraelt.7 Και εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Θεου το πραγμα τουτο? οθεν επαταξε τον Ισραηλ.
8 Azt mondta erre Dávid Istennek: »Nagyot vétkeztem, hogy ezt műveltem! Kérlek, bocsásd meg szolgád gonoszságát, mert esztelenül cselekedtem.«8 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον Θεον, Ημαρτησα σφοδρα, πραξας το πραγμα τουτο? αλλα τωρα, δεομαι, αφαιρεσον την ανομιαν του δουλου σου? διοτι εμωρανθην σφοδρα.
9 Így szólt erre az Úr Gádhoz, Dávid látnokához:9 Και ελαλησε Κυριος προς τον Γαδ τον βλεποντα του Δαβιδ, λεγων,
10 »Eredj és szólj Dávidhoz s mondd neki: Ezt üzeni az Úr: Három dolgot adok eléd választásul: válaszd az egyiket, amelyiket akarod és azt megcselekszem veled.«10 Υπαγε και λαλησον προς τον Δαβιδ, λεγων, ουτω λεγει Κυριος? Τρια πραγματα εγω προβαλλω εις σε? εκλεξον εις σεαυτον εν εκ τουτων, και θελω σοι καμει αυτο.
11 Gád el is ment Dávidhoz és azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: Válassz, amit akarsz:11 Ηλθε λοιπον ο Γαδ προς τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Εκλεξον εις σεαυτον,
12 vagy három esztendei éhséget, vagy azt, hogy három hónapig menekülnöd kelljen ellenségeid elől és kardjuktól ne tudj megszabadulni, vagy azt, hogy három napig az Úr kardja és döghalál járja az országot és az Úr angyala öldököljön Izrael egész területén. Nos tehát, határozz, mit feleljek annak, aki engem küldött.«12 η τρια ετη πεινης, η τρεις μηνας να φθειρησαι εμπροσθεν των πολεμιων σου και να σε προφθανη η μαχαιρα των εχθρων σου, η τρεις ημερας την ρομφαιαν του Κυριου και το θανατικον εν τη γη, και τον αγγελον του Κυριου εξολοθρευοντα εις παντα τα ορια του Ισραηλ. Τωρα λοιπον ιδε ποιον λογον θελω αναφερει προς τον αποστειλαντα με.
13 Dávid erre így válaszolt Gádnak: »Mindegyiktől szorongás fog el: de jobb az Úr kezébe esnem, mint az emberekébe, mert nagy az ő irgalmassága.«13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Γαδ, Στενα μοι πανταχοθεν σφοδρα? ας πεσω λοιπον εις την χειρα του Κυριου, διοτι οι οικτιρμοι αυτου ειναι πολλοι σφοδρα? εις χειρα δε ανθρωπου ας μη πεσω.
14 Döghalált bocsátott tehát az Úr Izraelre és meghalt Izraelből hetvenezer ember.14 Εδωκε λοιπον ο Κυριος θανατικον επι τον Ισραηλ? και επεσον εκ του Ισραηλ εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων.
15 Jeruzsálemre is ráküldte az Úr az angyalt, hogy azt is megverje, de amikor az meg akarta verni, az Úr odatekintett és a csapás nagysága miatt megkönyörült, és parancsolt az angyalnak, aki meg akarta verni: »Elég, hagyja már abba kezed!« Az Úr angyala ekkor éppen a jebuzita Ornán szérűje mellett állt.15 Και απεστειλεν ο Θεος αγγελον εις Ιερουσαλημ, δια να εξολοθρευση αυτην? και ενω εξωλοθρευεν, ειδεν ο Κυριος και μετεμεληθη περι του κακου, και ειπε προς τον αγγελον τον εξολοθρευοντα, Αρκει ηδη? συρε την χειρα σου. Ιστατο δε ο αγγελος του Κυριου πλησιον του αλωνιου του Ορναν του Ιεβουσαιου.
16 Ekkor Dávid felemelte szemét és látta, hogy az Úr angyala ott áll az ég s a föld között, kezében kivont, és Jeruzsálem ellen fordított karddal. Erre mind ő, mind a vének, szőrzsákokba öltözve, arcra borultak a földön16 Και υψωσας ο Δαβιδ τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον αναμεσον της γης και του ουρανου, εχοντα εν τη χειρι αυτου την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην, εκτεταμενην επι Ιερουσαλημ? και επεσεν ο Δαβιδ και οι πρεσβυτεροι, ενδεδυμενοι σακκους, κατα προσωπον αυτων.
17 és Dávid így szólt Istenhez: »Nemde, én parancsoltam meg, hogy számlálják meg a népet? Én vagyok az, aki vétkeztem, én követtem el gonoszságot. Ez a nyáj mit követett el? Uram Isten, kérlek, forduljon ellenem s atyám háza ellen kezed, de népedet ne sújtsa.«17 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Θεον, Δεν ειμαι εγω ο προσταξας να απαριθμησωσι τον λαον; εγω βεβαιως ειμαι ο αμαρτησας και πραξας την κακιαν? ταυτα δε τα προβατα τι επραξαν; επ' εμε λοιπον, Κυριε Θεε μου, και επι τον οικον του πατρος μου εστω η χειρ σου, και μη επι τον λαον σου προς απωλειαν.
18 Erre az Úr angyala megparancsolta Gádnak, mondja meg Dávidnak, hogy menjen fel s építsen oltárt az Úr Istennek a jebuzita Ornán szérűjén.18 Τοτε ο αγγελος του Κυριου προσεταξε τον Γαδ να ειπη προς τον Δαβιδ, να αναβη ο Δαβιδ και να στηση θυσιαστηριον εις τον Κυριον εν τω αλωνιω του Ορναν του Ιεβουσαιου.
19 Dávid fel is ment Gád szava szerint, amelyet az Úr nevében mondott neki.19 Και ανεβη ο Δαβιδ, κατα τον λογον του Γαδ, τον οποιον ελαλησεν εν ονοματι Κυριου.
20 Ornán ugyan, aki éppen akkor búzát csépelt a szérűn, amikor felpillantott s meglátta az angyalt, négy fiával együtt elrejtőzött.20 Και στραφεις ο Ορναν ειδε τον αγγελον? και εκρυφθησαν οι τεσσαρες υιοι αυτου μετ' αυτου. Ο δε Ορναν ηλωνιζε σιτον.
21 Amikor azonban Dávid Ornánhoz ment, Ornán meglátta őt, eléje ment a szérűről és arcát földre hajtotta előtte.21 Και καθως ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Ορναν, αναβλεψας ο Ορναν και ιδων τον Δαβιδ, εξηλθεν εκ του αλωνιου και προσεκυνησε τον Δαβιδ κατα προσωπον εως εδαφους.
22 Dávid így szólt hozzá: »Add nekem szérűd helyét, hadd építsek rajta oltárt az Úrnak, éspedig úgy, hogy fogadj el érte annyi ezüstöt, mint amennyit ér – hogy távozzon el a csapás a népről.«22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ορναν, Δος μοι τον τοπον του αλωνιου, δια να οικοδομησω εν αυτω θυσιαστηριον εις τον Κυριον? δος μοι αυτον εις την αξιαν τιμην? δια να σταθη η πληγη απο του λαου.
23 Ornán erre ezt válaszolta Dávidnak: »Vedd, s tegye meg az én uram, a király azt, ami neki tetszik, sőt odaadom a marhákat is egészen elégő áldozatnak, a cséplőszánokat áldozati fának, a búzát ételáldozatnak: mindezt szívesen odaadom.«23 Και ειπεν ο Ορναν προς τον Δαβιδ, Λαβε αυτο εις σεαυτον, και ας καμη ο κυριος μου ο βασιλευς το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου? Ιδου, διδω τους βοας δια ολοκαυτωμα και τα αλωνικα εργαλεια δια ξυλα και τον σιτον δια προσφοραν εξ αλφιτων? τα παντα διδω.
24 Dávid király azonban azt mondta neki: »Ne úgy legyen, hanem hadd adjak csak meg érte annyi ezüstöt, amennyit megér: nem fogadhatom el ugyanis azt, ami a tied, hogy így ingyen szerzett egészen elégő áldozatot mutassak be az Úrnak.«24 Ο δε βασιλευς Δαβιδ ειπε προς τον Ορναν, Ουχι? αλλ' εξαπαντος θελω αγορασει αυτο εις την αξιαν τιμην? διοτι δεν θελω λαβει το σον δια τον Κυριον, ουδε θελω προσφερει ολοκαυτωμα δωρεαν.
25 Éppen azért hatszáz sékel, igaz súlyú aranyat adott Dávid Ornánnak a helyért.25 Και εδωκεν ο Δαβιδ εις τον Ορναν, δια τον τοπον, εξακοσιους σικλους χρυσιου κατα βαρος.
26 Aztán oltárt épített ott az Úrnak, és egészen elégő áldozatokat s békeáldozatokat mutatott be rajta és segítségül hívta az Urat, és az Úr meg is hallgatta őt. Tüzet bocsátott ugyanis az égből az égő áldozati oltárra,26 Και ωκοδομησεν εκει ο Δαβιδ θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας και επεκαλεσθη τον Κυριον? και επηκουσεν αυτου, αποστειλας εξ ουρανου πυρ επι το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως.
27 és parancsolt az Úr az angyalnak, és az hüvelyébe tette kardját.27 Και προσεταξε Κυριος τον αγγελον, και εστρεψε την ρομφαιαν αυτου εις την θηκην αυτης.
28 Minthogy tehát Dávid látta, hogy az Úr meghallgatta őt a jebuzita Ornán szérűjén, mindjárt ott mutatott be áldozatokat.28 Κατ' εκεινον τον καιρον, οτε ο Δαβιδ ειδεν οτι ο Κυριος επηκουσεν αυτου εν τω αλωνιω του Ορναν του Ιεβουσαιου, εθυσιασεν εκει.
29 Az Úr hajléka, amelyet Mózes csinált a pusztában, meg az égő áldozati oltár ebben az időben ugyanis a gibeoni magaslaton volt,29 Διοτι η σκηνη του Κυριου, την οποιαν εκαμεν ο Μωυσης εν τη ερημω, και το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως ησαν κατα τον καιρον εκεινον εν τω υψηλω τοπω εν Γαβαων.
30 és Dávid nem mehetett ehhez az oltárhoz, hogy ott engesztelje ki Istent, mert igen nagy félelem fogta el, amikor az Úr angyalának kardját látta.30 Και δεν ηδυνατο ο Δαβιδ να υπαγη ενωπιον αυτης δια να ερωτηση τον Θεον, επειδη εφοβειτο εξ αιτιας της ρομφαιας του αγγελου του Κυριου.