Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor Isbaál, Saul fia meghallotta, hogy Ábner elesett Hebronban, elvesztette bátorságát, s egész Izrael is megrémült.1 Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.
2 Volt már most Saul fiának két, portyázókat vezérlő embere. Az egyiknek a neve Baána, a másiknak a neve Rekáb volt. Benjamin fiai közül való beróti Rimmonnak voltak a fiai. Berót ugyanis szintén Benjaminnak jutott osztályrészül,2 Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν? διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν?
3 de a berótiak elmenekültek Getaimba, és ott laknak mint jövevények mind ez ideig.3 οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.
4 Jonatánnak, Saul fiának pedig csak egy béna lábú fia volt. Ötesztendős volt akkor, amikor Saul és Jonatán felől Jezreelből a hír megérkezett, akkor dajkája felvette és elmenekült vele, minthogy azonban sietve menekült, a gyermek leesett és megsántult; Meribbaál volt a neve.4 Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν? ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη? το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.
5 A beróti Rimmonnak ezek a fiai tehát, vagyis Rekáb és Baána elmentek, és a nap legforróbb szakán behatoltak Isbaál házába, aki éppen déli álmát aludta fekhelyén. Minthogy az ajtónálló asszonyt is elnyomta búzatisztítás közben az álom,5 Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις-βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον?
6 Rekáb és Baána, a fivére belopóztak a házba, mintha búzát hoztak volna, s lágyékon sújtották Isbaált és elmenekültek.6 και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον? και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν? και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.
7 Amikor ugyanis bementek a házba, az éppen aludt az ágyán hálószobájában, s így ők ütésükkel megölték. Aztán vették a fejét és egész éjjel meneteltek az Araba útján.7 Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου? και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.
8 Isbaál fejét elvitték Dávidhoz, Hebronba, és azt mondták a királynak: »Íme, Isbaálnak, Saul fiának, ellenségednek a feje, aki életedre tört. Így állt bosszút ma az Úr Saulon és ivadékán uramért, a királyért.«8 Και εφερον την κεφαλην του Ις-βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου? και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.
9 Dávid erre azt felelte Rekábnak és Baánának, a fivérének, a beróti Remmon fiainak: »Az Úr életére, mondom, aki megszabadította életemet minden szorongatásból,9 Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας?
10 hogy ha azt, aki hírül hozta és azt mondta nekem: ‘Meghalt Saul’ – s úgy hitte, hogy jó hírt hozott, megfogattam és megölettem Szikelegben, hogy megadjam neki a hírért járó jutalmat,10 εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου?
11 akkor most, amikor istentelen emberek ártatlan embert öltek meg saját házában és ágyában, hogyne kérném sokkal inkább számon vérét kezetektől, s hogyne veszítenélek el titeket a földről?«11 και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;
12 Azzal Dávid parancsolt legényeinek, s azok megölték őket, s levágták kezüket és lábukat, s felakasztották őket a hebroni tó mellett, Isbaál fejét pedig vették és eltemették Hebronban Ábner sírjába.12 Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων? την δε κεφαλην του Ις-βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.