Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 14


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor aztán Joáb, Száruja fia észrevette, hogy a király szíve ismét Absalom felé fordult,1 Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.
2 elküldött Tekoába, s hozatott onnan egy eszes asszonyt, s azt mondta neki: »Színlelj gyászt, s ölts gyászruhát, s ne kend meg magadat olajjal, hogy olyan légy, mint a már hosszú ideje halottat gyászoló asszony,2 Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ' εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα?
3 s menj be a királyhoz, s mondd neki ezt és ezt.« Azzal szájába adta Joáb a szavakat.3 και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.
4 A tekoai asszony be is ment a királyhoz, földre borult előtte és meghajtotta magát és azt mondta: »Segíts rajtam, király!«4 Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.
5 Azt mondta erre neki a király: »Mi bajod?« Az így felelt: »Jaj! Özvegyasszony vagyok én, mert meghalt a férjem.5 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου?
6 Volt szolgálódnak két fia, de azok összevesztek a mezőn, s nem volt senki sem, aki megfékezhette volna őket, így az egyik leütötte és megölte a másikat.6 και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ' επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον?
7 Most íme, felkelt az egész rokonság szolgálód ellen, s azt mondja: ‘Add ki a testvérgyilkost, hogy megölhessük meggyilkolt testvére életéért, s így eltörölhessük az örököst.’ Így akarják eloltani megmaradt szikrácskámat, hogy ne maradjon férjemnek se neve, se maradéka a földön.«7 και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον? και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.
8 Azt mondta erre a király az asszonynak: »Eredj házadba, majd intézkedem ügyedben!«8 Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.
9 Azt mondta erre a tekoai asszony a királynak: »Rajtam, uram király, rajtam és apám házán legyen a vétek, a király és trónja mentes legyen tőle!«9 Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ' εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου? ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.
10 Azt mondta erre a király: »Aki ellened szól, hozd csak elém, s többé nem nyúl hozzád!«10 Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.
11 Ám ő azt mondta: »Emlékezzék meg a király az Úrról, Istenéről, hogy ne folytathassák a vérrokonok a bosszút és semmiképp se ölhessék meg fiamat.« Ő tehát azt mondta: »Az Úr életére mondom, hogy fiad haja szála sem esik a földre!«11 Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.
12 Azt mondta ekkor az asszony: »Hadd szóljon szolgálód még egy szót uramhoz, a királyhoz.« Ő azt mondta: »Szólj!«12 Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.
13 Azt mondta erre az asszony: »Miért gondoltál te ehhez hasonló dolgot Isten népe ellen, s miért határozta a király azt, hogy vétkezik és nem hozatja vissza azt, akit eltaszított?13 Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.
14 Mindnyájan meghalunk, s olyanok vagyunk, mint a víz, amely befolyik a földbe, s vissza nem tér, s Isten nem akarja senkinek a vesztét, hanem az a gondolata, hogy ne vesszen el egészen az eltaszított sem.14 Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν? και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ' εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ' αυτου.
15 Nos, tehát azért jöttem ide, hogy ezt elmondjam uramnak, a királynak a nép jelenlétében. Azt mondta ugyanis magában szolgálód: Szólok a királynak, hátha megteszi szolgálója szavát. –15 Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε? και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα? ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.
16 A király meg is hallgatott és megszabadította szolgálóját mindazoknak a kezéből, akik el akarnak törölni engem, s velem fiamat az Isten örökségéből.16 Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.
17 Hadd kérje tehát szolgálód, hogy úgy hasson uramnak, a királynak szava, mint az áldozat, hiszen az én uram, a király olyan, mint az Isten angyala, mivel nem ingatja meg sem az áldás, sem az átok, s azért az Úr, a te Istened, veled van.«17 Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος? διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον? και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.
18 A király azt felelte erre az asszonynak: »Ne titkold el előlem azt, amit kérdezek.« Azt mondta erre neki az asszony: »Szólj, uram király!«18 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ' εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.
19 Azt mondta erre a király: »Nem Joáb keze van-e veled mindebben?« Az asszony ezt válaszolta: »Életed üdvösségére mondom, uram király, hogy sem balra, sem jobbra nem tér el az igazságtól semmi sem, amit uram, a király mondott, mert valóban szolgád, Joáb parancsolta ezt nekem, s ő adta szolgálód szájába mindezeket a szavakat.19 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα? διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου?
20 Hogy e képes beszédre térjek, szolgád, Joáb parancsolta, te azonban, uram király, olyan bölcs vagy, mint amilyen bölcs Isten angyala, s így mindent megértesz a földön.«20 ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου? και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.
21 Azt mondta erre a király Joábnak: »Íme, megengesztelődöm, s megteszem szavadat: eredj tehát, s hívd vissza az ifjút, Absalomot.«21 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο? υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.
22 Joáb erre arcával a földre borult, meghajtotta magát, s áldotta a királyt. Aztán azt mondta Joáb: »Ma ismerte meg szolgád, hogy kegyelmet találtam szemedben, uram király, mert megtetted szolgád szavát.«22 Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα? και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.
23 Joáb fel is kerekedett és elment Gessúrba és elhozta Absalomot Jeruzsálembe.23 Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.
24 Ám a király azt mondta: »Térjen vissza házába, de az én színem elé ne kerüljön.« Absalom tehát visszatért házába, s nem kerülhetett a király színe elé.24 Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.
25 Egész Izraelben nem volt olyan szép és csinos ember, mint Absalom: tetőtől talpig nem volt benne semmi hiba.25 Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ? απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα?
26 Amikor levágatta haját (esztendőnként megnyiratkozott ugyanis, mert nehéz volt a haja), fejének haja kétszáz sékelt nyomott, a közönséges súlyegység szerint.26 και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην? επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα? εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.
27 Absalomnak három fia és egy Támár nevű, szép termetű lánya született.27 Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ? αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.
28 Két esztendőt töltött Absalom Jeruzsálemben, de csak nem kerülhetett a király színe elé.28 Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.
29 Elküldött tehát Joábhoz, hogy azt a királyhoz küldje, de az nem akart eljönni hozzá. Amikor másodszor is elküldött, s akkor sem akart eljönni hozzá,29 Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα? πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον? απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.
30 azt mondta szolgáinak: »Tudjátok, hogy Joáb szántója az én szántóm mellett van, s árpavetés van rajta. Nos menjetek és borítsátok lángba.« Erre Absalom szolgái lángba borították Joáb vetését. Erre Joáb szolgái megszaggatták ruháikat, s elmentek urukhoz és azt mondták: »Absalom szolgái lángba borították a szántó egyik részét.«30 Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει? υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι? και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.
31 Joáb erre felkerekedett, s elment Absalomhoz a házába, és azt mondta: »Miért borították lángba szolgáid vetésemet?«31 Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;
32 Absalom erre azt felelte Joábnak: »Küldtem hozzád és kértelek, hogy jöjj hozzám, hadd küldjelek el a királyhoz, hogy mondd neki: ‘Miért jöttem vissza Gessúrból? Jobb volt nekem ott lennem!’ Azt kérem tehát, hadd kerüljek a király színe elé, ha pedig eszében tartja vétkemet, ölessen meg.«32 Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι' εμε να ημην ετι εκει? τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως? και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.
33 Joáb be is ment a királyhoz és elmondott neki mindent. Erre ő elhívatta Absalomot. Az bement a királyhoz, leborult előtte a földre, s a király megcsókolta Absalomot.33 Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον? και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως? και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.