Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 A két angyal este érkezett Szodomába, amikor Lót éppen a város kapujában üldögélt. Amint meglátta őket, felkelt, és eléjük ment. A földig hajtotta arcát előttük,1 ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις σοδομα εσπερας λωτ δε εκαθητο παρα την πυλην σοδομων ιδων δε λωτ εξανεστη εις συναντησιν αυτοις και προσεκυνησεν τω προσωπω επι την γην
2 és így szólt: »Könyörgök, uraim, térjetek be szolgátok házába, és szálljatok meg ott! Mossátok meg lábatokat, reggel aztán elmehettek utatokra!« Azok azt mondták: »Nem, majd megalszunk az utcán!«2 και ειπεν ιδου κυριοι εκκλινατε εις τον οικον του παιδος υμων και καταλυσατε και νιψασθε τους ποδας υμων και ορθρισαντες απελευσεσθε εις την οδον υμων ειπαν δε ουχι αλλ' εν τη πλατεια καταλυσομεν
3 De nagyon unszolta őket, így betértek hozzá, és bementek a házába. Ő pedig lakomát készített, kovásztalan kenyeret sütött, és ettek.3 και κατεβιαζετο αυτους και εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου και εποιησεν αυτοις ποτον και αζυμους επεψεν αυτοις και εφαγον
4 Mielőtt azonban lefeküdni mentek volna, a város lakói, Szodoma férfiai körülvették a házat, gyerektől az aggastyánig az egész nép.4 προ του κοιμηθηναι και οι ανδρες της πολεως οι σοδομιται περιεκυκλωσαν την οικιαν απο νεανισκου εως πρεσβυτερου απας ο λαος αμα
5 Szólították Lótot, s azt mondták neki: »Hol vannak azok a férfiak, akik betértek hozzád az éjjel? Hozd ki őket ide, hadd ismerjük meg őket!«5 και εξεκαλουντο τον λωτ και ελεγον προς αυτον που εισιν οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα εξαγαγε αυτους προς ημας ινα συγγενωμεθα αυτοις
6 Kiment erre hozzájuk Lót – maga mögött bezárva az ajtót –, és azt mondta:6 εξηλθεν δε λωτ προς αυτους προς το προθυρον την δε θυραν προσεωξεν οπισω αυτου
7 »Kérlek titeket, testvéreim, ne tegyetek ilyen gonoszságot.7 ειπεν δε προς αυτους μηδαμως αδελφοι μη πονηρευσησθε
8 Van két leányom, akik még nem ismertek férfit. Kihozom őket hozzátok, és éljetek vissza velük, ahogy nektek tetszik, csak ezekkel a férfiakkal ne tegyetek semmi gonoszat, hiszen hajlékom árnyékába jöttek.«8 εισιν δε μοι δυο θυγατερες αι ουκ εγνωσαν ανδρα εξαξω αυτας προς υμας και χρησασθε αυταις καθα αν αρεσκη υμιν μονον εις τους ανδρας τουτους μη ποιησητε μηδεν αδικον ου εινεκεν εισηλθον υπο την σκεπην των δοκων μου
9 Ám azok azt mondták: »Takarodj innen!« Aztán pedig így szóltak: »Jövevényként jött ide, és ő akar bíráskodni? Majd mindjárt elbánunk veled, alaposabban, mint azokkal!« – Azzal nagy erővel Lótra rohantak, s már majdnem betörték az ajtót.9 ειπαν δε αποστα εκει εις ηλθες παροικειν μη και κρισιν κρινειν νυν ουν σε κακωσομεν μαλλον η εκεινους και παρεβιαζοντο τον ανδρα τον λωτ σφοδρα και ηγγισαν συντριψαι την θυραν
10 De íme, azok a férfiak kinyújtották kezüket, behúzták Lótot magukhoz, és bezárták az ajtót.10 εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας εισεσπασαντο τον λωτ προς εαυτους εις τον οικον και την θυραν του οικου απεκλεισαν
11 A kinn lévőket pedig vaksággal sújtották, az aprajától a nagyjáig, úgyhogy nem tudták megtalálni az ajtót.11 τους δε ανδρας τους οντας επι της θυρας του οικου επαταξαν αορασια απο μικρου εως μεγαλου και παρελυθησαν ζητουντες την θυραν
12 Ekkor így szóltak Lóthoz: »Kid van még itt? Vődet, vagy fiaidat, vagy leányaidat, vagy bárkidet, akid van, vidd ki ebből a városból!12 ειπαν δε οι ανδρες προς λωτ εστιν τις σοι ωδε γαμβροι η υιοι η θυγατερες η ει τις σοι αλλος εστιν εν τη πολει εξαγαγε εκ του τοπου τουτου
13 Mi ugyanis eltöröljük ezt a helyet, mivel megsokasodott a jajkiáltás ellenük az Úr előtt, s ő elküldött minket, hogy pusztítsuk el.«13 οτι απολλυμεν ημεις τον τοπον τουτον οτι υψωθη η κραυγη αυτων εναντιον κυριου και απεστειλεν ημας κυριος εκτριψαι αυτην
14 Kiment tehát Lót, és szólt a vejeinek, akik a leányait el akarták venni: »Keljetek fel, menjetek ki ebből a helységből, mert az Úr eltörli ezt a várost!« Ám azok úgy gondolták, hogy csak tréfálkozik.14 εξηλθεν δε λωτ και ελαλησεν προς τους γαμβρους αυτου τους ειληφοτας τας θυγατερας αυτου και ειπεν αναστητε και εξελθατε εκ του τοπου τουτου οτι εκτριβει κυριος την πολιν εδοξεν δε γελοιαζειν εναντιον των γαμβρων αυτου
15 Amikor aztán megvirradt, így sürgették őt az angyalok: »Kelj fel, vedd feleségedet és két lányodat, hogy el ne vessz te is a város gonoszsága miatt!«15 ηνικα δε ορθρος εγινετο επεσπουδαζον οι αγγελοι τον λωτ λεγοντες αναστας λαβε την γυναικα σου και τας δυο θυγατερας σου ας εχεις και εξελθε ινα μη συναπολη ταις ανομιαις της πολεως
16 És mivel késedelmeskedett, a férfiak megragadták a kezét, a felesége kezét, és a két leányáét, mert az Úr megkegyelmezett neki.16 και εταραχθησαν και εκρατησαν οι αγγελοι της χειρος αυτου και της χειρος της γυναικος αυτου και των χειρων των δυο θυγατερων αυτου εν τω φεισασθαι κυριον αυτου
17 Kivezették, a városon kívül elengedték, és így szóltak hozzá: »Mentsd az életedet! Ne tekints hátra, és meg ne állj az egész környéken, hanem menekülj a hegyre, hogy el ne vessz te is!«17 και εγενετο ηνικα εξηγαγον αυτους εξω και ειπαν σωζων σωζε την σεαυτου ψυχην μη περιβλεψης εις τα οπισω μηδε στης εν παση τη περιχωρω εις το ορος σωζου μηποτε συμπαραλημφθης
18 Ám Lót azt mondta nekik: »Kérlek, uram,18 ειπεν δε λωτ προς αυτους δεομαι κυριε
19 hiszen kegyelmet talált előtted szolgád, s nagy volt irgalmasságod, amelyet velem cselekedtél, hogy megmentsd az életemet! Nem menekülhetek a hegyre, mert akkor utolérhet a veszedelem, és meghalok.19 επειδη ευρεν ο παις σου ελεος εναντιον σου και εμεγαλυνας την δικαιοσυνην σου ο ποιεις επ' εμε του ζην την ψυχην μου εγω δε ου δυνησομαι διασωθηναι εις το ορος μη καταλαβη με τα κακα και αποθανω
20 Egy város közel van itt, oda elfuthatnék. Kicsi az, ott megmenekülhetek – ugye valóban kicsi az? – és életben maradhatok.«20 ιδου η πολις αυτη εγγυς του καταφυγειν με εκει η εστιν μικρα εκει σωθησομαι ου μικρα εστιν και ζησεται η ψυχη μου
21 Erre azt válaszolta neki: »Íme, ebben is meghallgatom kérésedet, s nem dúlom fel azt a várost, amelyért szóltál.21 και ειπεν αυτω ιδου εθαυμασα σου το προσωπον και επι τω ρηματι τουτω του μη καταστρεψαι την πολιν περι ης ελαλησας
22 Siess, és menekülj oda, mert semmit sem tehetek, amíg be nem érsz oda.« – Ezért nevezték el azt a várost Coárnak.22 σπευσον ουν του σωθηναι εκει ου γαρ δυνησομαι ποιησαι πραγμα εως του σε εισελθειν εκει δια τουτο εκαλεσεν το ονομα της πολεως εκεινης σηγωρ
23 Éppen akkor jött fel a nap a földre, amikor Lót bement Coárba.23 ο ηλιος εξηλθεν επι την γην και λωτ εισηλθεν εις σηγωρ
24 Ekkor az Úr kénkövet és tüzet hullatott az Úrtól az égből Szodomára és Gomorrára,24 και κυριος εβρεξεν επι σοδομα και γομορρα θειον και πυρ παρα κυριου εκ του ουρανου
25 és elpusztította Isten ezeket a városokat, és az egész környéket, a városok minden lakóját, s a föld minden növényét.25 και κατεστρεψεν τας πολεις ταυτας και πασαν την περιοικον και παντας τους κατοικουντας εν ταις πολεσιν και παντα τα ανατελλοντα εκ της γης
26 Lót felesége pedig, aki hátratekintett, sóoszloppá változott.26 και επεβλεψεν η γυνη αυτου εις τα οπισω και εγενετο στηλη αλος
27 Amikor aztán Ábrahám felkelt reggel, és onnan, ahol azelőtt az Úrral állt,27 ωρθρισεν δε αβρααμ το πρωι εις τον τοπον ου ειστηκει εναντιον κυριου
28 letekintett Szodomára és Gomorrára és a környék egész földjére, azt látta, hogy olyan füst száll fel a földből, mint az olvasztókemence füstje.28 και επεβλεψεν επι προσωπον σοδομων και γομορρας και επι προσωπον της γης της περιχωρου και ειδεν και ιδου ανεβαινεν φλοξ της γης ωσει ατμις καμινου
29 Így tehát Isten, amikor elpusztította a környék városait, megemlékezett Ábrahámról, és kimentette Lótot azoknak a városoknak a pusztulásából, amelyekben lakott.29 και εγενετο εν τω εκτριψαι κυριον πασας τας πολεις της περιοικου εμνησθη ο θεος του αβρααμ και εξαπεστειλεν τον λωτ εκ μεσου της καταστροφης εν τω καταστρεψαι κυριον τας πολεις εν αις κατωκει εν αυταις λωτ
30 Lót aztán felment Coárból, és a hegyen telepedett le két lányával együtt – félt ugyanis Coárban maradni. Egy barlangban lakott két lányával.30 ανεβη δε λωτ εκ σηγωρ και εκαθητο εν τω ορει και αι δυο θυγατερες αυτου μετ' αυτου εφοβηθη γαρ κατοικησαι εν σηγωρ και ωκησεν εν τω σπηλαιω αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου μετ' αυτου
31 A nagyobbik azt mondta a kisebbnek: »Az apánk öreg már, s nincs más férfi ezen a földön, aki be tudna jönni hozzánk, az egész föld szokása szerint.31 ειπεν δε η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν ο πατηρ ημων πρεσβυτερος και ουδεις εστιν επι της γης ος εισελευσεται προς ημας ως καθηκει παση τη γη
32 Gyere, részegítsük meg őt borral, és aludjunk vele, hogy utódot támasszunk apánktól!«32 δευρο και ποτισωμεν τον πατερα ημων οινον και κοιμηθωμεν μετ' αυτου και εξαναστησωμεν εκ του πατρος ημων σπερμα
33 Bort adtak tehát inni apjuknak azon az éjszakán, aztán bement a nagyobbik, és az apjával aludt. Az meg nem is vette észre, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.33 εποτισαν δε τον πατερα αυτων οινον εν τη νυκτι ταυτη και εισελθουσα η πρεσβυτερα εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης την νυκτα εκεινην και ουκ ηδει εν τω κοιμηθηναι αυτην και αναστηναι
34 Másnap aztán azt mondta a nagyobbik a kisebbnek: »Íme, tegnap én aludtam az apámmal. Adjunk neki ma éjjel is bort inni, s aludj vele te is, hogy utódot támasszunk apánktól!«34 εγενετο δε τη επαυριον και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν ιδου εκοιμηθην εχθες μετα του πατρος ημων ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην και εισελθουσα κοιμηθητι μετ' αυτου και εξαναστησωμεν εκ του πατρος ημων σπερμα
35 Azon az éjszakán is bort adtak inni az apjuknak, aztán bement a kisebbik lány, és vele aludt. Az ezúttal sem érezte meg, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.35 εποτισαν δε και εν τη νυκτι εκεινη τον πατερα αυτων οινον και εισελθουσα η νεωτερα εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης και ουκ ηδει εν τω κοιμηθηναι αυτην και αναστηναι
36 Fogant is apjától Lótnak mindkét lánya.36 και συνελαβον αι δυο θυγατερες λωτ εκ του πατρος αυτων
37 A nagyobb fiút szült, és elnevezte Moábnak – ő a mai moabiták apja.37 και ετεκεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου μωαβ λεγουσα εκ του πατρος μου ουτος πατηρ μωαβιτων εως της σημερον ημερας
38 A kisebb is fiút szült, s elnevezte Ammonnak, azaz Népem fiának – ő a mai ammoniták apja.38 ετεκεν δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου αμμαν υιος του γενους μου ουτος πατηρ αμμανιτων εως της σημερον ημερας