Teremtés könyve 14
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Történt pedig abban az időben, hogy Amráfel, Sineár királya, és Áriok, Ellaszár királya, és Kedorlaomer, az elamiták királya, és Tádál, a nemzetek királya | 1 εγενετο δε εν τη βασιλεια τη αμαρφαλ βασιλεως σεννααρ αριωχ βασιλευς ελλασαρ και χοδολλογομορ βασιλευς αιλαμ και θαργαλ βασιλευς εθνων |
2 háborút indítottak Bára, Szodoma királya, és Bersa, Gomorra királya, és Sineáb, Adáma királya, és Semeber, Ceboim királya, és Bála – azaz Coár – királya ellen. | 2 εποιησαν πολεμον μετα βαλλα βασιλεως σοδομων και μετα βαρσα βασιλεως γομορρας και σεννααρ βασιλεως αδαμα και συμοβορ βασιλεως σεβωιμ και βασιλεως βαλακ αυτη εστιν σηγωρ |
3 Az utóbbiak mind a Sziddím völgyben gyűltek össze, amely most a Sós-tenger. | 3 παντες ουτοι συνεφωνησαν επι την φαραγγα την αλυκην αυτη η θαλασσα των αλων |
4 Tizenkét esztendeig szolgáltak ugyanis Kedorlaomernek, de a tizenharmadik esztendőben elpártoltak tőle. | 4 δωδεκα ετη εδουλευον τω χοδολλογομορ τω δε τρισκαιδεκατω ετει απεστησαν |
5 A tizennegyedik esztendőben eljött tehát Kedorlaomer, és a királyok, akik vele voltak, és megverték a refaitákat Astarót-Karnaimban, a szúszitákat Hámban, az emitákat Sáve-Kirjátaimban, | 5 εν δε τω τεσσαρεσκαιδεκατω ετει ηλθεν χοδολλογομορ και οι βασιλεις οι μετ' αυτου και κατεκοψαν τους γιγαντας τους εν ασταρωθ καρναιν και εθνη ισχυρα αμα αυτοις και τους ομμαιους τους εν σαυη τη πολει |
6 és a horitákat a Szeír hegységben, egészen a Párán síkságig, amely a pusztánál van. | 6 και τους χορραιους τους εν τοις ορεσιν σηιρ εως της τερεμινθου της φαραν η εστιν εν τη ερημω |
7 Azután visszafordultak, és elmentek a Mispát forráshoz – azaz Kádeshez –, s elpusztították az amalekiták egész földjét, valamint az amoritákat, akik Hacacon-Támárban laktak. | 7 και αναστρεψαντες ηλθοσαν επι την πηγην της κρισεως αυτη εστιν καδης και κατεκοψαν παντας τους αρχοντας αμαληκ και τους αμορραιους τους κατοικουντας εν ασασανθαμαρ |
8 Kivonult erre Szodoma királya, Gomorra királya, Adáma királya, Ceboim királya, valamint Bála – azaz Coár – királya, és csatasorba álltak a Sziddím völgyben ellenük, | 8 εξηλθεν δε βασιλευς σοδομων και βασιλευς γομορρας και βασιλευς αδαμα και βασιλευς σεβωιμ και βασιλευς βαλακ αυτη εστιν σηγωρ και παρεταξαντο αυτοις εις πολεμον εν τη κοιλαδι τη αλυκη |
9 vagyis Kedorlaomer, az elamiták királya, Tádál, a nemzetek királya, Amráfel, Sineár királya és Áriok, Ellaszár királya ellen: négy király öt ellen. | 9 προς χοδολλογομορ βασιλεα αιλαμ και θαργαλ βασιλεα εθνων και αμαρφαλ βασιλεα σεννααρ και αριωχ βασιλεα ελλασαρ οι τεσσαρες βασιλεις προς τους πεντε |
10 A Sziddím völgynek sok aszfaltgödre volt, és amikor megfutamodott a szodomai és a gomorrai király, beleestek ezekbe, a többiek pedig felmenekültek a hegységbe. | 10 η δε κοιλας η αλυκη φρεατα φρεατα ασφαλτου εφυγεν δε βασιλευς σοδομων και βασιλευς γομορρας και ενεπεσαν εκει οι δε καταλειφθεντες εις την ορεινην εφυγον |
11 Erre azok elvitték Szodoma és Gomorra minden vagyonát és minden eleségét, és elvonultak. | 11 ελαβον δε την ιππον πασαν την σοδομων και γομορρας και παντα τα βρωματα αυτων και απηλθον |
12 Elvitték vagyonával együtt Lótot is, Ábrám testvérének fiát, aki Szodomában lakott. | 12 ελαβον δε και τον λωτ υιον του αδελφου αβραμ και την αποσκευην αυτου και απωχοντο ην γαρ κατοικων εν σοδομοις |
13 De íme, egy menekült hírt vitt erről a héber Ábrámnak, aki akkor az amorita Mamrénak, Eskol testvérének és Áner testvérének a Tölgyénél lakott; ezek ugyanis szövetségben voltak Ábrámmal. | 13 παραγενομενος δε των ανασωθεντων τις απηγγειλεν αβραμ τω περατη αυτος δε κατωκει προς τη δρυι τη μαμβρη ο αμορις του αδελφου εσχωλ και αδελφου αυναν οι ησαν συνωμοται του αβραμ |
14 Amikor Ábrám meghallotta ezt, azt ugyanis, hogy a testvére, Lót fogságba esett, felsorakoztatta háromszáztizennyolc nála született, ügyes rabszolgáját, és utánuk ment Dánig. | 14 ακουσας δε αβραμ οτι ηχμαλωτευται λωτ ο αδελφος αυτου ηριθμησεν τους ιδιους οικογενεις αυτου τριακοσιους δεκα και οκτω και κατεδιωξεν οπισω αυτων εως δαν |
15 Majd elosztotta embereit, éjszaka rájuk rontott, megverte, és egészen Hóbáig kergette őket, amely Damaszkusztól balra fekszik. | 15 και επεπεσεν επ' αυτους την νυκτα αυτος και οι παιδες αυτου και επαταξεν αυτους και εδιωξεν αυτους εως χωβα η εστιν εν αριστερα δαμασκου |
16 Visszahozta az egész vagyont és Lótot, a testvérét vagyonával együtt, valamint az asszonyokat és a népet. | 16 και απεστρεψεν πασαν την ιππον σοδομων και λωτ τον αδελφον αυτου απεστρεψεν και τα υπαρχοντα αυτου και τας γυναικας και τον λαον |
17 Amikor aztán Kedorlaomer és a vele lévő királyok leverése után visszafelé tartott, kiment eléje Szodoma királya a Sáve völgybe, azaz a Király-völgybe. | 17 εξηλθεν δε βασιλευς σοδομων εις συναντησιν αυτω μετα το αναστρεψαι αυτον απο της κοπης του χοδολλογομορ και των βασιλεων των μετ' αυτου εις την κοιλαδα την σαυη τουτο ην το πεδιον βασιλεως |
18 Melkizedek, Szálem királya pedig kenyeret és bort hozott eléje, mert a fölséges Isten papja volt. | 18 και μελχισεδεκ βασιλευς σαλημ εξηνεγκεν αρτους και οινον ην δε ιερευς του θεου του υψιστου |
19 Megáldotta őt, és így szólt: »Áldja meg Ábrámot a fölséges Isten, aki az eget és földet teremtette, | 19 και ηυλογησεν τον αβραμ και ειπεν ευλογημενος αβραμ τω θεω τω υψιστω ος εκτισεν τον ουρανον και την γην |
20 és áldott legyen a fölséges Isten, aki kezedbe adta ellenségeidet!« Erre ő tizedet adott neki mindenből. | 20 και ευλογητος ο θεος ο υψιστος ος παρεδωκεν τους εχθρους σου υποχειριους σοι και εδωκεν αυτω δεκατην απο παντων |
21 Szodoma királya pedig azt mondta Ábrámnak: »Az embereket add ide nekem, a többit tartsd meg magadnak!« | 21 ειπεν δε βασιλευς σοδομων προς αβραμ δος μοι τους ανδρας την δε ιππον λαβε σεαυτω |
22 Ő azonban azt felelte neki: »Kezemet az Úrhoz, a felséges Istenhez emelem, aki az ég és a föld Alkotója, | 22 ειπεν δε αβραμ προς βασιλεα σοδομων εκτενω την χειρα μου προς τον θεον τον υψιστον ος εκτισεν τον ουρανον και την γην |
23 hogy még egy szál fonalat vagy egy sarukötőt sem veszek el mindabból, ami a tiéd, hogy azt ne mondjad: ‘én tettem gazdaggá Ábrámot’ – | 23 ει απο σπαρτιου εως σφαιρωτηρος υποδηματος λημψομαι απο παντων των σων ινα μη ειπης οτι εγω επλουτισα τον αβραμ |
24 kivéve azt, amit a legények megettek, és a velem jött embereknek, Ánernek, Eskolnak és Mamrénak a részét: ők kapják meg a részüket!« | 24 πλην ων εφαγον οι νεανισκοι και της μεριδος των ανδρων των συμπορευθεντων μετ' εμου εσχωλ αυναν μαμβρη ουτοι λημψονται μεριδα |