Livre des Lamentations 4
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
JERUSALEM | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Quoi! il s'est terni, l'or, il s'est altéré, l'or si fin! Les pierres sacrées ont été semées au coin de toutes les rues. | 1 Πως ημαυρωθη το χρυσιον, ηλλοιωθη το χρυσιον το καθαρωτατον, οι λιθοι του αγιαστηριου διεσπαρησαν εις τα ακρα πασων των οδων. |
2 Les fils de Sion, précieux autant que l'or fin, quoi! ils sont comptés pour des vases d'argile, oeuvre des mains d'un potier! | 2 Οι ενδοξοι υιοι της Σιων, οι εκτιμωμενοι ως το καθαρον χρυσιον, πως ελογισθησαν ως αγγεια πηλινα, εργον χειρος κεραμεως. |
3 Même les chacals tendent leurs mamelles et allaitent leurs petits; la fille de mon peuple est devenue cruelle comme les autruches au désert. | 3 Ετι και τα κητη προσφερουσι μαστους και θηλαζουσι τα τεκνα αυτων? η δε θυγατηρ του λαου μου εσκληρυνθη ως αι στρουθοκαμηλοι εν ερημω. |
4 De soif, la langue du nourrisson s'attache à son palais; les petits enfants réclament du pain: personne ne leur en partage. | 4 Η γλωσσα του θηλαζοντος εκολληθη εις τον ουρανισκον αυτου υπο της διψης? τα παιδια εζητησαν αρτον και δεν υπαρχει ο κοπτων εις αυτα. |
5 Ceux qui mangeaient des mets délicieux expirent dans les rues; ceux qui étaient élevés dans la pourpre étreignent le fumier. | 5 Οι τρωγοντες φαγητα τρυφερα κοιτονται εν ταις οδοις ηφανισμενοι? οι ανατεθραμμενοι εν πορφυρα ενηγκαλισθησαν την κοπριαν. |
6 La faute de la fille de mon peuple a surpassé les péchés de Sodome, qui fut renversée en un instant sans qu'on s'y fatiguât les mains. | 6 Και η ποινη της ανομιας της θυγατρος του λαου μου εγεινε μεγαλητερα παρα την ποινην της αμαρτιας των Σοδομων, τα οποια κατεστραφησαν ως εν ριπη, και δεν ενηργησαν επ' αυτων χειρες. |
7 Ses jeunes gens étaient plus éclatants que neige, plus blancs que lait; plus vermeil que le corail était leur corps, leur teint était de saphir. | 7 Οι Ναζηραιοι αυτης ησαν καθαρωτεροι χιονος, λευκοτεροι γαλακτος, ερυθροτεροι την οψιν υπερ τους πολυτιμους λιθους, στιλπνοι ως ο σαπφειρος? |
8 Leur visage est plus sombre que la suie, on ne les reconnaît plus dans les rues. Leur peau est collée à leurs os, sèche comme du bois. | 8 Η οψις αυτων κατημαυρωθη υπερ την ασβολην? δεν εγνωριζοντο εν ταις οδοις? το δερμα αυτων εκολληθη επι των οστεων αυτων? εξηρανθη, εγεινεν ως ξυλον. |
9 Heureuses furent les victimes de l'épée plus que celles de la faim, qui succombent, épuisées, privées des fruits des champs. | 9 Ευτυχεστεροι εσταθησαν οι θανατωθεντες υπο της ρομφαιας, παρα οι θανατωθεντες υπο της πεινης? διοτι ουτοι κατατηκονται, τετραυματισμενοι δι' ελλειψιν γεννηματων του αγρου. |
10 De tendres femmes ont, de leurs mains, fait cuire leurs petits: ils leur ont servi d'aliment dans le désastre de la fille de mon peuple. | 10 Αι χειρες των ευσπλαγχνων γυναικων εψησαν τα τεκνα αυτων? εγειναν εις αυτας τροφη εν τω συντριμμω της θυγατρος του λαου μου. |
11 Yahvé a assouvi sa fureur, déversé l'ardeur de sa colère, il a allumé en Sion un feu qui a dévoré ses fondations. | 11 Ο Κυριος συνετελεσε τον θυμον αυτου, εξεχεε την φλογα της οργης αυτου, και εξηψε πυρ εν Σιων, το οποιον κατεφαγε τα θεμελια αυτης. |
12 Ils ne croyaient pas, les rois de la terre et tous les habitants du monde, que l'oppresseur et l'ennemi franchiraient les portes de Jérusalem. | 12 Δεν επιστευον οι βασιλεις της γης και παντες οι κατοικουντες την οικουμενην, οτι ηθελεν εισελθει εχθρος και πολεμιος εις τας πυλας της Ιερουσαλημ. |
13 C'est à cause des péchés de ses prophètes, des fautes de ses prêtres, qui en pleine ville avaient versé le sang des justes! | 13 Τουτο εγεινε δια τας αμαρτιας των προφητων αυτης και τας ανομιας των ιερεων αυτης, οιτινες εχυνον το αιμα των δικαιων εν μεσω αυτης. |
14 Ils erraient en aveugles dans les rues, souillés de sang; alors on ne pouvait toucher leurs vêtements. | 14 Περιεπλανηθησαν ως τυφλοι εν ταις οδοις, εμολυνθησαν εν τω αιματι, ωστε οι ανθρωποι δεν ηδυναντο να εγγισωσι τα ενδυματα αυτων. |
15 "Arrière! Impur!" leur criait-on, "Arrière! Arrière! Pas de contact!" S'ils partaient et fuyaient chez les nations, ils ne pouvaient y séjourner. | 15 Αποστητε, ακαθαρτοι, εκραζον προς αυτους? αποστητε, αποστητε, μη εγγισητε? ενω εφευγον και περιεπλανωντο, ελεγετο μεταξυ των εθνων, Δεν θελουσι παροικει πλεον μεθ' ημων. |
16 La Face de Yahvé les dispersa, il ne les regarda plus. On ne marqua plus de respect aux prêtres, d'égard aux anciens. | 16 Το προσωπον του Κυριου διεμερισεν αυτους, δεν θελει πλεον επιβλεπει επ' αυτους? προσωπον ιερεων δεν εσεβασθησαν, γεροντας δεν ηλεησαν. |
17 Toujours nos yeux se consumaient, épiant un secours: illusion! De nos tours nous guettions une nation qui ne peut sauver. | 17 Ενω ετι υπηρχομεν, οι οφθαλμοι ημων απεκαμον, προσμενοντες την ματαιαν βοηθειαν ημων? απεβλεψαμεν κεχηνοτες προς εθνος μη δυναμενον να σωζη. |
18 On observait nos pas, pour nous interdire nos places. Notre fin était proche, nos jours accomplis, oui, notre fin était arrivée! | 18 Παραμονευουσι τα ιχνη ημων, δια να μη περιπατωμεν εν ταις πλατειαις ημων? επλησιασε το τελος ημων, αι ημεραι ημων επληρωθησαν, διοτι ηλθε το τελος ημων. |
19 Nos pourchasseurs étaient rapides plus que les aigles du ciel; dans les montagnes ils nous traquaient, nous dressaient des embûches au désert. | 19 Οι καταδιωκοντες ημας εγειναν ελαφροτεροι των αετων του ουρανου? εκυνηγησαν ημας επι τα ορη, ενηδρευσαν ημας εν τη ερημω. |
20 Le souffle de nos narines, l'oint de Yahvé fut pris dans leurs fosses, lui dont nous disions: "A son ombre nous vivrons chez les nations." | 20 Η πνοη των μυκτηρων ημων, ο χριστος του Κυριου, επιασθη εν ταις παγισιν αυτων, υπο την σκιαν του οποιου, ελεγομεν, θελομεν ζη μεταξυ των εθνων. |
21 Réjouis-toi, exulte, fille d'Edom, qui habites au pays de Uç! A toi aussi passera la coupe: tu te soûleras et montreras ta nudité! | 21 Χαιρε και ευφραινου, θυγατηρ Εδωμ, η κατοικουσα εν γη Ουζ? ετι και προς σε θελει περασει το ποτηριον? θελεις μεθυσθη και θελεις γυμνωθη. |
22 Ta faute est expiée, fille de Sion. Il ne te déportera plus! Il va châtier ta faute, fille d'Edom. Il va dévoiler tes péchés! | 22 Ετελειωσεν η ποινη της ανομιας σου, θυγατηρ Σιων? δεν θελει σε φερει πλεον εις αιχμαλωσιαν? θελει επισκεφθη την ανομιαν σου, θυγατηρ Εδωμ? θελει αποκαλυψει τα αμαρτηματα σου. |