Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 19


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας βασιλευς δεν ητο εν τω Ισραηλ? και ητο Λευιτης τις παροικων εις τα πλευρα του ορους Εφραιμ, οστις ελαβεν εις εαυτον γυναικα παλλακην εκ Βηθλεεμ Ιουδα.1 OR in quel tempo, non essendovi alcun re in Israele, avvenne che un uomo Levita, dimorando nel fondo del monte di Efraim, si prese una donna concubina di Bet-lehem di Giuda.
2 Και επορνευσεν η παλλακη αυτου παρ' αυτω, και ανεχωρησεν απ' αυτου εις τον οικον του πατρος αυτης εις Βηθλεεμ Ιουδα, και ητο εκει τεσσαρας ολοκληρους μηνας.2 E questa sua concubina fornicò in casa sua, e si partì da lui, e se ne andò a casa di suo padre, in Bet-lehem di Giuda, ove stette lo spazio di quattro mesi.
3 Και εσηκωθη ο ανηρ αυτης και υπηγε κατοπιν αυτης, δια να λαληση ευμενως προς αυτην, ωστε να καμη αυτην να επιστρεψη? ειχε δε μεθ' εαυτου τον δουλον αυτου και δυο ονους? και αυτη εισηγαγεν αυτον εις τον οικον του πατρος αυτης? και οτε ειδεν αυτον ο πατηρ της νεας, εχαρη εις την εντευξιν αυτου.3 Poi il suo marito si levò, e le andò dietro, per piegare il cuor suo con dolci parole, e per ricondurla; e avea seco il suo servitore, e un paio d’asini. Ed ella lo menò in casa di suo padre; e il padre della giovane, come l’ebbe veduto, gli si fece lietamente incontro.
4 Και εκρατησεν αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας? και εκαθισε μετ' αυτου τρεις ημερας? και εφαγον και επιον και διενυκτερευσαν εκει.4 E il suo suocero, padre della giovane, lo ritenne; ed egli dimorò con lui tre giorni; e mangiarono, e bevvero, e albergarono quivi.
5 Και την τεταρτην ημεραν, οτε ηγερθησαν το πρωι, εσηκωθη να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον γαμβρον αυτου, Στηριξον την καρδιαν σου με ολιγον αρτον και μετα ταυτα θελετε υπαγει.5 E, al quarto giorno, si levarono la mattina; e il Levita si mise in ordine per andarsene; ma il padre della giovane disse al suo genero: Confortati il cuore con un boccon di pane, e poi voi ve ne andrete.
6 Και εκαθισαν και εφαγον και επιον οι δυο ομου? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον ανδρα, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, και διανυκτερευσον, και ας ευφρανθη η καρδια σου.6 Così si posero amendue a sedere, e mangiarono, e bevvero insieme; e il padre della giovane disse a quell’uomo: Deh! piacciati star qui questa notte, e il cuor tuo si rallegri.
7 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, ο πενθερος αυτου εβιασεν αυτον? οθεν εμεινε και διενυκτερευσεν εκει.7 Ma quell’uomo si levò per andarsene; ma pure il suo suocero gli fece forza, talchè egli se ne ritornò, e stette quivi quella notte.
8 Και ηγερθη το πρωι την πεμπτην ημεραν δια να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας, Στηριξον, παρακαλω, την καρδιαν σου. Και εμειναν εωσου εκλινεν η ημερα, και συνεφαγον αμφοτεροι.8 E al quinto giorno, egli si levò la mattina per andarsene; e il padre della giovane gli disse: Deh! confortati il cuore. E, postisi amendue a mangiare insieme, indugiarono finchè il giorno fu calato.
9 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, αυτος και η παλλακη αυτου και ο δουλος αυτου, ειπε προς αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας, Ιδου, τωρα η ημερα κλινει προς εσπεραν? διανυκτερευσατε, παρακαλω? ιδου η ημερα υπαγει να τελειωση? διανυκτερευσον ενταυθα, και ας ευφρανθη η καρδια σου? και αυριον σηκονεσθε το πρωι δια την οδοιποριαν σας και υπαγε εις την κατοικιαν σου.9 Allora quell’uomo si levò, per andarsene con la sua concubina, e col suo servitore. Ma il suo suocero, padre della giovane, gli disse: Ecco ora, il giorno vien mancando e fassi sera; deh! state qui questa notte: ecco, il giorno cade; deh! sta’ qui questa notte, e rallegrisi il cuor tuo; e domattina voi vi leverete per andare a vostro cammino, e tu te ne andrai a casa tua.
10 Ο ανθρωπος ομως δεν ηθελησε να διανυκτερευση? αλλ' εσηκωθη και ανεχωρησε και ηλθεν εως απεναντι της Ιεβους, ητις ειναι η Ιερουσαλημ? και ειχε μεθ' εαυτου δυο ονους σαμαρωμενους, και η παλλακη αυτου ητο μετ' αυτου.10 Ma quell’uomo non volle star quivi la notte; anzi si levò, e se ne andò; e giunse fin dirincontro a Iebus, che è Gerusalemme, co’ suoi due asini carichi, e con la sua concubina.
11 Και οτε επλησιασαν εις την Ιεβους, η ημερα ητο πολυ προχωρημενη? και ειπεν ο δουλος προς τον κυριον αυτου, Ελθε, παρακαλω, και ας στρεψωμεν προς την πολιν ταυτην των Ιεβουσαιων, και ας διανυκτερευσωμεν εν αυτη.11 Come furono presso a Iebus, il giorno era molto calato; laonde il servitore disse al suo padrone: Deh! vieni, riduciamoci in questa città de’ Gebusei, e alberghiamo in essa.
12 Και ειπεν ο κυριος αυτου προς αυτον, Δεν θελομεν στρεψει προς πολιν αλλοτριων, ητις δεν ειναι εκ των υιων Ισραηλ? αλλα θελομεν περασει εως Γαβαα.12 Ma il suo padrone gli disse: Noi non ci ridurremo in alcuna città di stranieri, che non sia de’ figliuoli d’Israele; anzi passeremo fino a Ghibea.
13 Και ειπε προς τον δουλον αυτου, Ελθε, και ας πλησιασωμεν εις ενα εκ των τοπων τουτων και ας διανυκτερευσωμεν εν Γαβαα η εν Ραμα.13 Poi disse al suo servitore: Cammina, e arriviamo ad uno di que’ luoghi, e alberghiamo in Ghibea, o in Rama.
14 Και διεβησαν και υπηγαν? και εδυσεν επ' αυτους ο ηλιος πλησιον της Γαβαα, ητις ειναι του Βενιαμιν.14 Essi adunque passarono oltre, e camminarono; e il sole tramontò loro presso a Ghibea, la quale è di Beniamino.
15 Και εστραφησαν εκει, δια να εισελθωσι να καταλυσωσιν εν Γαβαα? και οτε εισηλθεν, εκαθισεν εν τη πλατεια της πολεως? και δεν ητο ανθρωπος να παραλαβη αυτους εις την οικιαν αυτου δια να διανυκτερευσωσι.15 Ed essi si rivolsero là, per andare ad albergare in Ghibea. Ed essendo quel Levita entrato nella città, si fermò in su la piazza; e non vi fu alcuno che li accogliesse in casa per passar la notte
16 Και ιδου, ανθρωπος γερων ηρχετο απο του εργου αυτου εκ του αγρου το εσπερας? και ο ανθρωπος ητο εκ του ορους Εφραιμ, παρωκει δε εν Γαβαα? οι δε ανθρωποι του τοπου ησαν Βενιαμιται.16 Ma ecco, un uomo vecchio, che veniva in su la sera dal suo lavoro da’ campi, il quale era della montagna di Efraim, e dimorava in Ghibea; gli abitanti del qual luogo erano Beniaminiti.
17 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον ανθρωπον τον οδοιπορον εν τη πλατεια της πολεως? και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Που υπαγεις; και ποθεν ερχεσαι;17 Ed esso, alzati gli occhi, vide quel viandante nella piazza della città; e gli disse: Ove vai? ed onde vieni?
18 Ο δε ειπε προς αυτον, Ημεις διαβαινομεν εκ Βηθλεεμ Ιουδα εως των πλευρων του ορους Εφραιμ? εκειθεν ειμαι εγω? και υπηγα εως Βηθλεεμ Ιουδα, και τωρα υπαγω εις τον οικον του Κυριου? και δεν ειναι ουδεις να με παραλαβη εις την οικιαν αυτου?18 Ed egli gli disse: Noi passiamo da Bet-lehem di Giuda, per andare al fondo della montagna di Efraim; io sono di là, ed era andato fino a Bet-lehem di Giuda; e ora me ne vo alla Casa del Signore; e non vi è alcuno che mi accolga in casa.
19 εχομεν δε αχυρα και τροφην δια τους ονους ημων, εχομεν και προσετι αρτον και οινον δι' εμε και δια την δουλην σου και δια τον νεον, οστις ειναι μετα των δουλων σου? δεν εχομεν ελλειψιν ουδενος πραγματος.19 E pure abbiamo della paglia, e della pastura, per li nostri asini; e anche del pane e del vino, per me, e per la tua servente, e per lo famiglio che è co’ tuoi servitori; noi non abbiamo mancamento di nulla.
20 Και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Ειρηνη εις σε? και παν ο, τι χρειαζεσαι εγω φροντιζω? μονον εν τη πλατεια μη διανυκτερευσης.20 E quell’uomo vecchio gli disse: Datti pace; lascia pur la cura a me d’ogni tuo bisogno; sol non istar la notte in su la piazza.
21 Και εισηγαγεν αυτον εις τον οικον αυτου και εδωκε τροφην εις τους ονους? και επλυναν τους ποδας αυτων, και εφαγον και επιον.21 Ed egli lo menò in casa sua, e diè della pastura agli asini; ed essi si lavarono i piedi, e mangiarono e bevvero
22 Ενω ουτοι ευφραινον τας καρδιας αυτων, ιδου, οι ανδρες της πολεως, ανθρωποι παρανομοι περιεκυκλωσαν την οικιαν, κρουοντες εις την θυραν? και ειπον προς τον ανθρωπον τον κυριον της οικιας τον γεροντα, λεγοντες, Εκβαλε τον ανθρωπον, τον ελθοντα εις την οικιαν σου, δια να γνωρισωμεν αυτον.22 Mentre stavano allegramente, ecco, gli uomini di quella città, uomini scellerati, furono attorno alla casa, picchiando all’uscio; e dissero a quell’uomo vecchio, padron della casa: Mena fuori quell’uomo ch’è venuto in casa tua, acciocchè noi lo conosciamo.
23 Και εξηλθε προς αυτους ο ανθρωπος, ο κυριος της οικιας, και ειπε προς αυτους, Μη, αδελφοι μου, παρακαλω, μη πραξητε τουτο το κακον? αφου ο ανθρωπος ουτος εισηλθεν εις την οικιαν μου, μη πραξητε τοιαυτην αφροσυνην?23 Ma quell’uomo, padron della casa, uscì fuori a loro, e disse loro: No, fratelli miei; deh! non fate questo male; poichè quest’uomo è venuto in casa mia, non fate questa villania.
24 ιδου, η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου? τωρα θελω φερει αυτας εξω, και ταπεινωσατε αυτας και καμετε εις αυτας ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σας? αλλ' εις τον ανθρωπον τουτον μη πραξητε εργον τοιαυτης αφροσυνης.24 Ecco, la mia figliuola, ch’è vergine, e la concubina di esso; deh! lasciate che io ve le meni fuori, e usate con esse, e fate loro ciò che vi piacerà; ma non fate questa villania a quest’uomo.
25 Οι ανδρες ομως δεν ηθελησαν να ακουσωσιν αυτον? και ελαβεν ο ανθρωπος την παλλακην αυτου και εφερεν αυτην εξω προς αυτους? και εγνωρισαν αυτην και υβρισαν εις αυτην ολην την νυκτα εως πρωι? και καθως εφανη η αυγη, απελυσαν αυτην.25 Ma quegli uomini non vollero ascoltarlo; laonde quell’uomo prese la sua concubina, e la menò loro nella strada; ed essi la conobbero, e la straziarono tutta quella notte infino alla mattina; poi, all’apparir dell’alba, la rimandarono.
26 Και ηλθεν η γυνη προς το χαραγμα της ημερας και επεσε παρα την θυραν της οικιας του ανθρωπου, οπου ητο ο κυριος αυτης, εωσου εφεγξε.26 E quella donna se ne venne, in sul far del dì, e cascò alla porta della casa di quell’uomo, nella quale il suo signore era; e stette quivi finchè fosse dì chiaro.
27 Και εσηκωθη ο κυριος αυτης το πρωι και ηνοιξε τας θυρας της οικιας και εξηλθε δια να υπαγη εις την οδον αυτου? και ιδου, η γυνη η παλλακη αυτου πεσμενη εις την θυραν της οικιας και αι χειρες αυτης επι του κατωφλιου.27 E il suo signore si levò la mattina, e aprì l’uscio della casa, e usciva fuori per andarsene a suo cammino; ed ecco, quella donna, sua concubina, giaceva alla porta della casa, con le mani in su la soglia.
28 Και ειπε προς αυτην, Σηκωθητι και ας υπαγωμεν. Αλλα δεν απεκριθη. Τοτε ανελαβεν αυτην επι τον ονον ο ανθρωπος, και εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον αυτου.28 Ed egli le disse: Levati, e andiamocene. Ma non v’era chi rispondesse. Allora egli la caricò sopra un asino, e si levò, e se ne andò al suo luogo.
29 Και αφου ηλθεν εις την οικιαν αυτου, ελαβε την μαχαιραν και πιασας την παλλακην αυτου, διεμελισεν αυτην μετα των οστεων αυτης εις δωδεκα μερη, και εστειλεν αυτα εις παντα τα ορια του Ισραηλ.29 E, come fu giunto a casa sua, tolse un coltello, e prese la sua concubina, e la tagliò, per le sue ossa, in dodici pezzi, e la mandò per tutte le contrade d’Israele.
30 Και παντες οσοι εβλεπον, ελεγον, Δεν εγεινεν ουδε εφανη τοιουτον πραγμα, αφ' ης ημερας οι υιοι Ισραηλ ανεβησαν εκ γης Αιγυπτου, εως της ημερας ταυτης? σκεφθητε περι τουτου, συμβουλευθητε και λαλησατε.30 E chiunque vide ciò, disse: Tal cosa non è giammai stata fatta, nè veduta, dal dì che i figliuoli d’Israele salirono fuor del paese di Egitto, fino a questo giorno; prendete il fatto a cuore, tenetene consiglio e parlamento