SCRUTATIO

Mercoledi, 17 dicembre 2025 - Sant'Adelaide ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 14


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Και κατεβη ο Σαμψων εις Θαμναθ, και ειδε γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων.1 Пішов Самсон у Тімну й нагледів там жінку з дочок філістимлянських.
2 Και ανεβη και ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου, λεγων, Ειδον γυναικα εν Θαμναθ εκ των θυγατερων των Φιλισταιων? και τωρα λαβετε αυτην εις εμε δια γυναικα.2 Повернувшись, оповів він про те батькові й матері словами: «Бачив я у Тімні жінку з дочок філістимлянських: візьміть мені її за жінку!»
3 Ειπον δε προς αυτον ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου, Μηπως δεν υπαρχει μεταξυ των θυγατερων των αδελφων σου και μεταξυ παντος του λαου μου γυνη, και υπαγεις συ να λαβης γυναικα εκ των Φιλισταιων των απεριτμητων; Ο δε Σαμψων ειπε προς τον πατερα αυτου, Ταυτην λαβε εις εμε? διοτι αυτη ειναι αρεστη εις τους οφθαλμους μου.3 Кажуть йому батько з матір’ю: «Хіба немає тобі жінки між дочками твоїх братів і в усьому нашому народі, що мусиш іти за жінкою до філістимлян, до необрізаних?» Та Самсон батькові: «Ні, таки цю візьми мені, бо вона сподобалася мені.»
4 Αλλ' ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου δεν εγνωρισαν οτι παρα Κυριου ητο τουτο, οτι αυτος εζητει αφορμην εναντιον των Φιλισταιων? διοτι κατ' εκεινον τον καιρον οι Φιλισταιοι εδεσποζον επι τον Ισραηλ.4 Не знали ж його батько-мати, що на те була воля Господня та що він шукав причини проти філістимлян, які того часу панували над Ізраїлем.
5 Τοτε κατεβη ο Σαμψων μετα του πατρος αυτου και μετα της μητρος αυτου εις Θαμναθ, και ηλθον εως των αμπελωνων της Θαμναθ? και ιδου, σκυμνος λεοντος ωρυομενος συναπηντησεν αυτον.5 От і пішов Самсон з батьками в Тімну, і як вони підходили до виноградників Тімни, вискочило на нього, рикаючи, левеня.
6 Και επηλθεν επ' αυτον το πνευμα του Κυριου, και διεσπαραξεν αυτον ως εαν ηθελε διασπαραξει εριφιον, μη εχων μηδεν εν ταις χερσιν αυτου? πλην δεν ανηγγειλε προς τον πατερα αυτου η προς την μητερα αυτου τι ειχε καμει.6 Зійшов тоді на Самсона дух Господній, і він роздер його як козеня, не мавши в руці нічого. Батькові ж та матері не сказав, що зробив.
7 Και κατεβη και ελαλησε προς την γυναικα? και ηρεσεν εις τους οφθαλμους του Σαμψων.7 Прибув він і говорив з жінкою, й вона вподобалась йому.
8 Και επεστρεψε μεθ' ημερας να λαβη αυτην? και εξεκλινεν εκ της οδου δια να ιδη το πτωμα του λεοντος? και ιδου, σμηνος μελισσων εν τω πτωματι του λεοντος, και μελι.8 Повернувсь він трохи згодом, щоб її за себе взяти, й подорозі звернув подивитись на падло левеняти; аж ось у левенятиному трупі рій бджіл з медом.
9 Και ελαβεν εκ τουτου εις τας χειρας αυτου και επροχωρει τρωγων, και ηλθε προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου και εδωκεν εις αυτους και εφαγον? πλην δεν ειπε προς αυτους οτι εκ του πτωματος του λεοντος ελαβε το μελι.9 Нашкрябав він собі його в руку та й, ідучи далі, їв собі подорозі, а прийшовши до батька-матері, дав їм, то й вони їли. А сам не каже, що мед отой вишкрябав із левенятиного трупа.
10 Και κατεβη ο πατηρ αυτου προς την γυναικα? και εκαμεν εκει ο Σαμψων συμποσιον? διοτι ουτως εσυνειθιζον οι νεοι.10 Потім прийшов до жінки батько його, й справив Самсон там бенкет: бо так звичайно робили наречені.
11 Και οτε ειδον αυτον, ελαβον τριακοντα συντροφους δια να ηναι μετ' αυτου.11 І як побачили його, вибрали тридцять бояр, щоб були круг нього.
12 Και ειπεν ο Σαμψων προς αυτους, Τωρα θελω σας προβαλει αινιγμα? εαν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε εν ταις επτα ημεραις του συμποσιου και να ευρητε αυτο, τοτε εγω θελω δωσει εις εσας τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων?12 І сказав до них Самсон: «Загадаю я вам загадку. Як відгадаєте мені її за сім днів бенкету та як розв’яжете її, я дам вам тридцять льняних сорочок і тридцять святкових одягів.
13 αλλ' εαν δεν δυνηθητε να λυσητε αυτο εις εμε, τοτε σεις θελετε δωσει εις εμε τριακοντα χιτωνας λινους και τριακοντα στολας φορεματων. Και ειπον προς αυτον, Προβαλε το αινιγμα σου, δια να ακουσωμεν αυτο.13 Коли ж не спроможетеся відгадати, то ви дасте мені тридцять льняних сорочок і тридцять святкових одягів.» Ті йому й кажуть: «Загадуй, почуємо.»
14 Και ειπε προς αυτους, Εκ του τρωγοντος εξηλθε τροφη, και εκ του ισχυρου εξηλθε γλυκυτης. Και αυτοι δεν ηδυναντο να λυσωσι το αινιγμα δια τρεις ημερας.14 Тоді він каже їм: «З ненаситного сить, із сильного солодь.» І три дні не могли вони відгадати загадки.
15 Και την εβδομην ημεραν ειπαν προς την γυναικα του Σαμψων, Κολακευσον τον ανδρα σου, και ας μας φανερωση το αινιγμα, δια να μη κατακαυσωμεν σε και τον οικον του πατρος σου εν πυρι? δια να γυμνωσητε ημας προσεκαλεσατε ημας; δεν ειναι ουτω;15 На четвертий же день сказали вони до Самсонової жінки: «Намов твого чоловіка, щоб розв’язав нам загадку, а то спалимо тебе разом із батьківською хатою. Хіба на те ви нас кликали, щоб обдерти?»
16 Και εκλαυσεν γυνη του Σαμψων εμπροσθεν αυτου και ειπε, Βεβαιως με μισεις και δεν με αγαπας? επροβαλες αινιγμα προς τους υιους του λαου μου, και εις εμε δεν εφανερωσας αυτο. Ο δε ειπε προς αυτην, Ιδου, προς τον πατερα μου και προς την μητερα μου δεν εφανερωσα αυτο? και εις σε θελω φανερωσει;16 І заповзялася Самсонова жінка перед ним плакати й промовляти: «Зненавидів ти мене, не любиш уже мене. Загадав моїм землякам загадку, а мені й не звірив розгадати.» І відказав їй: «Рідному батькові-матері не звіривсь, а тобі б то звірятись?»
17 Αλλ' αυτη εκλαιεν εμπροσθεν αυτου τας επτα ημερας, καθ' ας ητο το συμποσιον αυτων? την δε εβδομην ημεραν εφανερωσεν αυτο προς αυτην, διοτι παρηνοχλησεν αυτον? η δε εφανερωσε το αινιγμα προς τους υιους του λαου αυτης.17 Вона ж усе плакала перед ним сім день, покіль тривав бенкет; а сьомого дня він таки роз’яснив їй, бо дуже вже йому докучала. Вона ж виказала загадку синам свого народу.
18 Τοτε ειπον προς αυτον οι ανδρες της πολεως την εβδομην ημεραν, πριν δυση ο ηλιος, Τι γλυκυτερον του μελιτος; και τι ισχυροτερον του λεοντος; Ο δε ειπε προς αυτους, Εαν δεν ηθελετε αροτριασει με την δαμαλιν μου, δεν ηθελετε ευρει το αινιγμα μου.18 Сьомого дня, ще перед заходом сонця, кажуть йому люди міста: «Що солодше від меду? Що сильніше від лева?» Він же відказав їм: «Якби ви моєю телицею та не орали, моєї б загадки не відгадали.»
19 Και επηλθεν επ' αυτον πνευμα Κυριου? και κατεβη εις Ασκαλωνα και εφονευσε τριακοντα ανδρας εξ αυτων, και ελαβε τα ιματια αυτων, και εδωκε τας στολας εις τους εξηγησαντας το αινιγμα. Και εξηφθη ο θυμος αυτου, και ανεβη εις τον οικον του πατρος αυτου.19 Найшов тоді на нього дух Господній, і, зійшовши в Аскалон, убив він там тридцять чоловік, познімав з них усе, що на них було, та й пороздавав святкову одежу тим, що загадку відгадали. Потім у великому гніві пішов до батьківської хати.
20 Η δε γυνη του Σαμψων εδοθη εις τον συντροφον αυτου, τον οποιον ειχε φιλον αυτου.20 Жінку ж Самсона видали за одного з товаришів його, що був при ньому дружбою.