Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 9


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Συγκαλεσας δε τους δωδεκα μαθητας αυτου, εδωκεν εις αυτους δυναμιν και εξουσιαν κατα παντων των δαιμονιων και να θεραπευωσι νοσους?1 Convocatis autem Duodecim, dedit illis virtutem et potesta tem superomnia daemonia, et ut languores curarent,
2 και απεστειλεν αυτους δια να κηρυττωσι την βασιλειαν του Θεου και να ιατρευωσι τους ασθενουντας,2 et misit illos praedicare regnum Deiet sanare infirmos;
3 και ειπε προς αυτους? Μη βασταζετε μηδεν εις την οδον, μητε ραβδους μητε σακκιον μητε αρτον μητε αργυριον μητε να εχητε ανα δυο χιτωνας.3 et ait ad illos: “ Nihil tuleritis in via, neque virgamneque peram neque panem neque pecuniam, neque duas tunicas habeatis.
4 Και εις ηντινα οικιαν εισελθητε, εκει μενετε και εκειθεν εξερχεσθε.4 Et inquamcumque domum intraveritis, ibi manete et inde exite.
5 Και οσοι δεν σας δεχθωσιν, εξερχομενοι απο της πολεως εκεινης αποτιναξατε και τον κονιορτον απο των ποδων σας δια μαρτυριαν κατ' αυτων.5 Et quicumque nonreceperint vos, exeuntes de civitate illa pulverem pedum vestrorum excutite intestimonium supra illos ”.
6 Εξερχομενοι δε διηρχοντο απο κωμης εις κωμην, κηρυττοντες το ευαγγελιον και θεραπευοντες πανταχου.6 Egressi autem circumibant per castellaevangelizantes et curantes ubique.
7 Ηκουσε δε Ηρωδης ο τετραρχης παντα τα γινομενα υπ' αυτου, και ητο εν απορια, διοτι ελεγετο υπο τινων οτι ο Ιωαννης ανεστη εκ νεκρων?7 Audivit autem Herodes tetrarcha omnia, quae fiebant, et haesitabat, eo quoddiceretur a quibusdam: “ Ioannes surrexit a mortuis ”;
8 υπο τινων δε οτι ο Ηλιας εφανη, υπ' αλλων δε, οτι ανεστη εις των αρχαιων προφητων.8 a quibusdam vero:“ Elias apparuit ”; ab aliis autem: “ Propheta unus de antiquis surrexit”.
9 Και ειπεν ο Ηρωδης? Τον Ιωαννην εγω απεκεφαλισα? τις δε ειναι ουτος, περι του οποιου εγω ακουω τοιαυτα; και εζητει να ιδη αυτον.9 Et ait Herodes: “ Ioannem ego decollavi; quis autem est iste, de quoaudio ego talia? ”. Et quaerebat videre eum.
10 Και υποστρεψαντες οι αποστολοι, διηγηθησαν προς αυτον οσα επραξαν. Και παραλαβων αυτους απεσυρθη κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον πολεως τινος ονομαζομενης Βηθσαιδα.10 Et reversi apostolinarraverunt illi, quaecumque fecerunt. Et assumptis illis, secessit seorsum adcivitatem, quae vocatur Bethsaida.
11 Οι δε οχλοι νοησαντες ηκολουθησαν αυτον, και δεχθεις αυτους ελαλει προς αυτους περι της βασιλειας του Θεου, και τους εχοντας χρειαν θεραπειας ιατρευεν.11 Quod cum cognovissent turbae, secutae suntillum. Et excepit illos et loquebatur illis de regno Dei et eos, qui curaindigebant, sanabat.
12 Η δε ημερα ηρχισε να κλινη? και προσελθοντες οι δωδεκα, ειπον προς αυτον? Απολυσον τον οχλον, δια να υπαγωσιν εις τας περιξ κωμας και τους αγρους και να καταλυσωσι και να ευρωσι τροφας, διοτι εδω ειμεθα εν ερημω τοπω.12 Dies autem coeperat declinare; et accedentes Duodecimdixerunt illi: “ Dimitte turbam, ut euntes in castella villasque, quae circasunt, divertant et inveniant escas, quia hic in loco deserto sumus ”.
13 Και ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσιν. Οι δε ειπον? ημεις δεν εχομεν πλειοτερον παρα πεντε αρτους και δυο ιχθυας, εκτος εαν υπαγωμεν ημεις και αγορασωμεν τροφας δι' ολον τον λαον τουτον?13 Aitautem ad illos: “ Vos date illis manducare ”. At illi dixerunt: “ Non suntnobis plus quam quinque panes et duo pisces, nisi forte nos eamus et emamus inomnem hanc turbam escas ”.
14 διοτι ησαν ως πεντακισχιλιοι ανδρες? και ειπε προς τους μαθητας αυτου? Καθισατε αυτους κατα αθροισματα ανα πεντηκοντα.14 Erant enim fere viri quinque milia. Ait autem addiscipulos suos: “ Facite illos discumbere per convivia ad quinquagenos ”.
15 Και επραξαν ουτω, και εκαθησαν απαντας.15 Et ita fecerunt et discumbere fecerunt omnes.
16 Λαβων δε τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας, ανεβλεψεν εις τον ουρανον και ευλογησεν αυτους και κατεκοψε, και εδιδεν εις τους μαθητας δια να βαλλωσιν εμπροσθεν του οχλου.16 Acceptis autem quinquepanibus et duobus piscibus, respexit in caelum et benedixit illis et fregit etdabat discipulis suis, ut ponerent ante turbam.
17 Και εφαγον και εχορτασθησαν παντες, και εσηκωθη το περισσευσαν εις αυτους εκ των κλασματων δωδεκα κοφινια.17 Et manducaverunt et saturatisunt omnes; et sublatum est, quod superfuit illis, fragmentorum cophiniduodecim.
18 Και ενω αυτος προσηυχετο καταμονας, ησαν μετ' αυτου οι μαθηται, και ηρωτησεν αυτους λεγων? τινα με λεγουσιν οι οχλοι οτι ειμαι;18 Et factum est, cum solus esset orans, erant cum illo discipuli, etinterrogavit illos dicens: “ Quem me dicunt esse turbae? ”.
19 οι δε αποκριθεντες ειπον? Ιωαννην τον Βαπτιστην, αλλοι δε Ηλιαν, αλλοι δε οτι ανεστη τις των αρχαιων προφητων.19 At illiresponderunt et dixerunt: “ Ioannem Baptistam, alii autem Eliam, alii vero:Propheta unus de prioribus surrexit ”.
20 Ειπε δε προς αυτους? Σεις δε τινα με λεγετε οτι ειμαι; και αποκριθεις ο Πετρος ειπε? Τον Χριστον του Θεου.20 Dixit autem illis: “ Vos autemquem me esse dicitis? ”. Respondens Petrus dixit: “ Christum Dei ”.
21 Ο δε προσεταξεν αυτους σφοδρως και παρηγγειλε να μη ειπωσιν εις μηδενα τουτο,21 Atille increpans illos praecepit, ne cui dicerent hoc,
22 ειπων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη και τη τριτη ημερα να αναστηθη.22 dicens: “ OportetFilium hominis multa pati et reprobari a senioribus et principibus sacerdotum etscribis et occidi et tertia die resurgere ”.
23 Ελεγε δε προς παντας? Εαν τις θελη να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου καθ' ημεραν και ας με ακολουθη.23 Dicebat autem ad omnes: “ Si quis vult post me venire, abneget semetipsumet tollat crucem suam cotidie et sequatur me.
24 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν ομου, ουτος θελει σωσει αυτην.24 Qui enim voluerit animam suamsalvam facere, perdet illam; qui autem perdiderit animam suam propter me, hicsalvam faciet illam.
25 Επειδη τι ωφελειται ο ανθρωπος, εαν κερδηση τον κοσμον ολον, εαυτον δε απολεση η ζημιωθη;25 Quid enim proficit homo, si lucretur universum mundum,se autem ipsum perdat vel detrimentum sui faciat?
26 Διοτι οστις επαισχυνθη δι' εμε και τους λογους μου, δια τουτον ο Υιος του ανθρωπου θελει επαισχυνθη, οταν ελθη εν τη δοξη αυτου και του Πατρος και των αγιων αγγελων.26 Nam qui me erubuerit etmeos sermones, hunc Filius hominis erubescet, cum venerit in gloria sua etPatris et sanctorum angelorum.
27 Λεγω δε προς εσας αληθως, Ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου.27 Dico autem vobis vere: Sunt aliqui hicstantes, qui non gustabunt mortem, donec videant regnum Dei ”.
28 Μετα δε τους λογους τουτους παρηλθον εως οκτω ημεραι, και παραλαβων τον Πετρον και Ιωαννην και Ιακωβον, ανεβη εις το ορος δια να προσευχηθη.28 Factum est autem post haec verba fere dies octo, et assumpsit Petrum etIoannem et Iacobum et ascendit in montem, ut oraret.
29 Και ενω προσηυχετο, ηλλοιωθη η οψις του προσωπου αυτου και τα ιματια αυτου εγειναν λευκα εξαστραπτοντα.29 Et facta est, dumoraret, species vultus eius altera, et vestitus eius albus, refulgens.
30 και ιδου, ανδρες δυο συνελαλουν μετ' αυτου, οιτινες ησαν Μωυσης και Ηλιας,30 Etecce duo viri loquebantur cum illo, et erant Moyses et Elias,
31 οιτινες φανεντες εν δοξη, ελεγον τον θανατον αυτου, τον οποιον εμελλε να εκπληρωση εν Ιερουσαλημ.31 qui visi ingloria dicebant exodum eius, quam completurus erat in Ierusalem.
32 Ο δε Πετρος και οι μετ' αυτου ησαν βεβαρημενοι υπο του υπνου? και οτε εξυπνησαν, ειδον την δοξαν αυτου και τους δυο ανδρας τους ισταμενους μετ' αυτου.32 Petrus veroet qui cum illo gravati erant somno; et evigilantes viderunt gloriam eius etduos viros, qui stabant cum illo.
33 Και ενω αυτοι εχωριζοντο απ' αυτου, ειπεν ο Πετρος προς τον Ιησουν? Επιστατα, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, μιαν δια σε και δια τον Μωυσην μιαν και μιαν δια τον Ηλιαν, μη εξευρων τι λεγει.33 Et factum est, cum discederent ab illo, aitPetrus ad Iesum: “ Praeceptor, bonum est nos hic esse; et faciamus triatabernacula: unum tibi et unum Moysi et unum Eliae ”, nesciens quid diceret.
34 Ενω δε αυτος ελεγε ταυτα, ηλθε νεφελη και επεσκιασεν αυτους? και εφοβηθησαν οτε εισηλθον εις την νεφελην?34 Haec autem illo loquente, facta est nubes et obumbravit eos; et timueruntintrantibus illis in nubem.
35 και εγεινε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.35 Et vox facta est de nube dicens: “ Hic estFilius meus electus; ipsum audite ”.
36 Και αφου εγεινεν η φωνη, ευρεθη ο Ιησους μονος? και αυτοι εσιωπησαν και προς ουδενα ειπον εν εκειναις ταις ημεραις ουδεν εξ οσων ειδον.36 Et dum fieret vox, inventus est Iesussolus. Et ipsi tacuerunt et nemini dixerunt in illis diebus quidquam ex his,quae viderant.
37 Την δε ακολουθον ημεραν, οτε κατεβησαν απο του ορους, υπηντησεν αυτον οχλος πολυς.37 Factum est autem in sequenti die, descendentibus illis de monte, occurritilli turba multa.
38 Και ιδου, ανθρωπος τις εκ του οχλου ανεκραξε, λεγων? Διδασκαλε, δεομαι σου, επιβλεψον επι τον υιον μου, διοτι μονογενης μου ειναι?38 Et ecce vir de turba exclamavit dicens: “ Magister,obsecro te, respice in filium meum, quia unicus est mihi;
39 και ιδου, δαιμονιον πιανει αυτον, και εξαιφνης κραζει και σπαραττει αυτον μετα αφρου, και μολις αναχωρει απ' αυτου, συντριβον αυτον?39 et ecce spiritusapprehendit illum, et subito clamat, et dissipat eum cum spuma et vix disceditab eo dilanians eum;
40 και παρεκαλεσα τους μαθητας σου δια να εκβαλωσιν αυτο, και δεν ηδυνηθησαν.40 et rogavi discipulos tuos, ut eicerent illum, et nonpotuerunt ”.
41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων και θελω υπομενει υμας; φερε τον υιον σου εδω.41 Respondens autem Iesus dixit: “ O generatio infidelis etperversa, usquequo ero apud vos et patiar vos? Adduc huc filium tuum ”.
42 Και ενω αυτος ετι προσηρχετο, ερριψεν αυτον κατω το δαιμονιον και κατεσπαραξεν? ο δε Ιησους επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον και ιατρευσε το παιδιον και απεδωκεν αυτο εις τον πατερα αυτου.42 Etcum accederet, elisit illum daemonium et dissipavit. Et increpavit Iesusspiritum immundum et sanavit puerum et reddidit illum patri eius.
43 Εξεπληττοντο δε παντες επι την μεγαλειοτητα του Θεου. Και ενω παντες εθαυμαζον δια παντα οσα εκαμεν ο Ιησους, ειπε προς τους μαθητας αυτου?43 Stupebantautem omnes in magnitudine Dei.
Omnibusque mirantibus in omnibus, quae faciebat, dixit ad discipulos suos:
44 Βαλετε σεις εις τα ωτα σας τους λογους τουτους? διοτι ο Υιος του ανθρωπου μελλει να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων.44 “ Ponite vos in auribus vestris sermones istos: Filius enim hominis futurumest ut tradatur in manus hominum ”.
45 Εκεινοι ομως δεν ενοουν τον λογον τουτον, και ητο αποκεκρυμμενος απ' αυτων, δια να μη νοησωσιν αυτον, και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον περι του λογου τουτου.45 At illi ignorabant verbum istud, eterat velatum ante eos, ut non sentirent illud, et time bant interrogare eum dehoc verbo.
46 Εισηλθε δε εις αυτους διαλογισμος, τις ταχα εξ αυτων ητο μεγαλητερος.46 Intravit autem cogitatio in eos, quis eorum maior esset.
47 Ο δε Ιησους, ιδων τον διαλογισμον της καρδιας αυτων, επιασε παιδιον και εστησεν αυτο πλησιον εαυτου47 AtIesus sciens cogitationem cordis illorum, apprehendens puerum statuit eum secusse
48 και ειπε προς αυτους? Οστις δεχθη τουτο το παιδιον εις το ονομα μου, εμε δεχεται, και οστις δεχθη εμε, δεχεται τον αποστειλαντα με? διοτι ο υπαρχων μικροτερος μεταξυ παντων υμων ουτος θελει εισθαι μεγας.48 et ait illis: “ Quicumque susceperit puerum istum in nomine meo, merecipit; et, quicumque me receperit, recipit eum, qui me misit; nam qui minorest inter omnes vos, hic maior est ”.
49 Αποκριθεις δε ο Ιωαννης, ειπεν? Επιστατα, ειδομεν τινα εκβαλλοντα τα δαιμονια εν τω ονοματι σου, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει μεθ' ημων.49 Respondens autem Ioannes dixit: “ Praeceptor, vidimus quendam in nomine tuoeicientem daemonia et prohibuimus eum, quia non sequitur nobiscum ”.
50 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Μη εμποδιζετε? διοτι οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.50 Et aitad illum Iesus: “ Nolite prohibere; qui enim non est adversus vos, pro vobisest ”.
51 Και οτε συνεπληρουντο αι ημεραι δια να αναληφθη, τοτε αυτος εκαμε στερεαν αποφασιν να υπαγη εις Ιερουσαλημ.51 Factum est autem, dum complerentur dies assumptionis eius, et ipse faciemsuam firmavit, ut iret Ierusalem,
52 Και απεστειλεν εμπροσθεν αυτου μηνυτας, οιτινες πορευθεντες εισηλθον εις κωμην Σαμαρειτων, δια να καμωσιν ετοιμασιαν εις αυτον.52 et misit nuntios ante conspectum suum. Eteuntes intraverunt in castellum Samaritanorum, ut pararent illi.
53 Και δεν εδεχθησαν αυτον, διοτι εφαινετο οτι επορευετο εις Ιερουσαλημ.53 Et nonreceperunt eum, quia facies eius erat euntis Ierusalem.
54 Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου Ιακωβος και Ιωαννης, ειπον? Κυριε, θελεις να ειπωμεν να καταβη πυρ απο του ουρανου και να αφανιση αυτους, καθως και ο Ηλιας εκαμε;54 Cum vidissent autemdiscipuli Iacobus et Ioannes, dixerunt: “ Domine, vis dicamus, ut ignisdescendat de caelo et consumat illos? ”.
55 Στραφεις δε επεπληξεν αυτους και ειπε? δεν εξευρετε ποιου πνευματος εισθε σεις?55 Et conversus increpavit illos.
56 διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε να απολεση ψυχας ανθρωπων, αλλα να σωση. Και υπηγον εις αλλην κωμην.56 Et ierunt in aliud castellum.
57 Ενω δε επορευοντο, ειπε τις προς αυτον καθ' οδον? Θελω σε ακολουθησει οπου αν υπαγης, Κυριε.57 Et euntibus illis in via, dixit quidam ad illum: “ Sequar te, quocumqueieris ”.
58 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.58 Et ait illi Iesus: “ Vulpes foveas habent, et volucres caelinidos, Filius autem hominis non habet, ubi caput reclinet ”.
59 Ειπε δε προς αλλον? Ακολουθει μοι. Ο δε ειπε? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον να θαψω τον πατερα μου.59 Ait autem adalterum: “ Sequere me ”. Ille autem dixit: “ Domine, permitte mihi primumire et sepelire patrem meum ”.
60 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους? συ δε απελθων κηρυττε την βασιλειαν του Θεου.60 Dixitque ei Iesus: “ Sine, ut mortuisepeliant mortuos suos; tu autem vade, annuntia regnum Dei ”.
61 Ειπε δε και αλλος? θελω σε ακολουθησει, Κυριε? πρωτον ομως συγχωρησον μοι να αποχαιρετησω τους εις τον οικον μου.61 Et ait alter:“ Sequar te, Domine, sed primum permitte mihi renuntiare his, qui domi sunt”.
62 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Ουδεις βαλων την χειρα αυτου επι αροτρον και βλεπων εις τα οπισω ειναι αρμοδιος δια την βασιλειαν του Θεου.62 Ait ad illum Iesus: “ Nemo mittens manum suam in aratrum et aspiciensretro, aptus est regno Dei ”.