Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 5


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των Γαδαρηνων.1 Ils arrivèrent sur l’autre rive, au pays des Géraséniens.
2 Και ως εξηλθεν εκ του πλοιου, ευθυς απηντησεν αυτον εκ των μνημειων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον,2 Jésus descendit de la barque et aussitôt vint à sa rencontre un homme qui sortait d’entre les tombes: il était possédé d’un esprit impur.
3 οστις ειχε την κατοικιαν εν τοις μνημειοις, και ουδεις ηδυνατο να δεση αυτον ουδε με αλυσεις,3 Cet homme habitait dans les tombes et personne ne pouvait le maîtriser, même avec une chaîne;
4 διοτι πολλακις ειχε δεθη με ποδοδεσμα και με αλυσεις, και διεσπασθησαν υπ' αυτου αι αλυσεις και τα ποδοδεσμα συνετριφθησαν, και ουδεις ισχυε να δαμαση αυτον?4 souvent on lui avait passé des entraves ou on l’avait lié de chaînes, mais il brisait les chaînes et faisait sauter les entraves: personne n’était capable de le dompter.
5 και δια παντος νυκτα και ημεραν ητο εν τοις ορεσι και εν τοις μνημειοις, κραζων και κατακοπτων εαυτον με λιθους.5 De nuit comme de jour il passait entre les tombes ou sur les collines, poussant des cris et se frappant avec des pierres.
6 Ιδων δε τον Ιησουν απο μακροθεν, εδραμε και προσεκυνησεν αυτον,6 Apercevant Jésus de loin, il courut se prosterner devant lui,
7 και κραξας μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του υψιστου; ορκιζω σε εις τον Θεον, μη με βασανισης.7 puis il se mit à crier d’une voix forte: "Qu’est-ce que tu me veux, Jésus, Fils du Dieu Très-Haut? Je t’en supplie au nom de Dieu, ne me torture pas!”
8 Διοτι ελεγε προς αυτον? Εξελθε απο του ανθρωπου το πνευμα το ακαθαρτον.8 C’est que Jésus lui disait: "Esprit impur, sors de cet homme!”
9 Και ηρωτησεν αυτον? Τι ειναι το ονομα σου; Και απεκριθη λεγων? Λεγεων ειναι το ονομα μου, διοτι πολλοι ειμεθα.9 Jésus l’interrogea: "Quel est ton nom?” Il répondit: "Légion! C’est là mon nom car nous sommes nombreux.”
10 Και παρεκαλει αυτον πολλα να μη αποστειλη αυτους εξω της χωρας.10 Et ces démons le suppliaient de ne pas les renvoyer du pays.
11 Ητο δε εκει προς τα ορη αγελη μεγαλη χοιρων βοσκομενη.11 Or il y avait là un grand troupeau de porcs qui cherchait sa nourriture dans la montagne.
12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες, λεγοντες? Πεμψον ημας εις τους χοιρους, δια να εισελθωμεν εις αυτους.12 Les démons le supplièrent: "Envoie-nous vers les cochons, nous y entrerons!”
13 Και ο Ιησους ευθυς επετρεψεν εις αυτους. Και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους? και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν? ησαν δε εως δυο χιλιαδες? και επνιγοντο εν τη θαλασση.13 Jésus le leur permit. Les esprits impurs sortirent aussitôt et entrèrent dans les cochons, et voici les bandes de cochons qui se précipitent dans le lac du haut de la falaise: elles s’y noyèrent.
14 Οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους? και εξηλθον δια να ιδωσι τι ειναι το γεγονος.14 Ceux qui les gardaient prirent la fuite et racontèrent la chose en ville comme dans la campagne. On sortit donc pour voir ce qui s’était passé.
15 Και ερχονται προς τον Ιησουν, και θεωρουσι τον δαιμονιζομενον, οστις ειχε τον λεγεωνα, καθημενον και ενδεδυμενον και σωφρονουντα, και εφοβηθησαν.15 Lorsque les gens arrivent près de Jésus, ils voient l’homme qui avait eu la “légion” de démons: il était assis, habillé, dans tout son bon sens. Ils furent saisis de crainte.
16 Και διηγηθησαν προς αυτους οι ιδοντες πως εγεινε το πραγμα εις τον δαιμονιζομενον, και περι των χοιρων.16 Les témoins racontèrent ce qui était arrivé au démoniaque et l’histoire des cochons.
17 Και ηρχισαν να παρακαλωσιν αυτον να αναχωρηση απο των οριων αυτων.17 Alors les gens commencèrent à le supplier pour qu’il quitte le pays.
18 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις να ηναι μετ' αυτου.18 Comme Jésus remontait dans la barque, l’ancien démoniaque insista beaucoup pour rester avec lui.
19 Πλην ο Ιησους δεν αφηκεν αυτον, αλλα λεγει προς αυτον? Υπαγε εις τον οικον σου προς τους οικειους σου και αναγγειλον προς αυτους οσα ο Κυριος σοι εκαμε και σε ηλεησε.19 Mais Jésus ne le permit pas; il lui dit: "Rentre plutôt chez toi, dans ta famille, et raconte-leur tout ce que le Seigneur a fait pour toi et comment il a eu pitié de toi.”
20 Και ανεχωρησε και ηρχισε να κηρυττη εν τη Δεκαπολει οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους, και παντες εθαυμαζον.20 L’homme s’éloigna et se mit à proclamer en Décapole tout ce que Jésus avait fait pour lui; ils en étaient tous stupéfaits.
21 Και αφου ο Ιησους διεπερασε παλιν εν τω πλοιω εις το περαν, συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, και ητο πλησιον της θαλασσης.21 Jésus refit la traversée et débarqua sur l’autre rive. Bien des gens se regroupèrent autour de lui non loin de la mer.
22 Και ιδου, ερχεται εις των αρχισυναγωγων, ονοματι Ιαειρος, και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου22 Un président de synagogue arriva, un certain Jaïre. En voyant Jésus, il tomba à ses pieds
23 και παρεκαλει αυτον πολλα, λεγων οτι το θυγατριον μου πνεει τα λοισθια? να ελθης και να βαλης τας χειρας σου επ' αυτην, δια να σωθη και θελει ζησει.23 et le supplia instamment: "Ma petite fille est au plus mal; viens lui imposer les mains pour qu’elle soit sauvée et qu’elle vive!”
24 Και υπηγε μετ' αυτου? και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, και συνεθλιβον αυτον.24 Aussitôt Jésus se mit en route, accompagné d’une foule nombreuse qui le suivait et le pressait de tous côtés.
25 Και γυνη τις, εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη25 Il y avait là une femme qui depuis douze ans souffrait d’hémorragies.
26 και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα πασαν την περιουσιαν αυτης και μηδεν ωφεληθεισα, αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα,26 Elle avait beaucoup souffert aux mains de nombreux médecins: toutes ses économies y avaient passé sans aucun résultat, son mal avait même empiré.
27 ακουσασα περι του Ιησου, ηλθε μεταξυ του οχλου οπισθεν και ηγγισε το ιματιον αυτου?27 Comme elle avait entendu parler de Jésus, elle s’approcha par derrière dans la foule et toucha son vêtement.
28 διοτι ελεγεν οτι και αν τα ιματια αυτου εγγισω, θελω σωθη.28 Car elle se disait: "Si j’arrive à toucher, même ses vêtements, je serai sauvée.”
29 Και ευθυς εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης, και ησθανθη εν τω σωματι αυτης οτι ιατρευθη απο της μαστιγος.29 Aussitôt son hémorragie s’arrêta et elle sentit dans son corps qu’elle était guérie de son mal.
30 Και ευθυς ο Ιησους, νοησας εν εαυτω την δυναμιν την εξελθουσαν απ' αυτου, στραφεις εν τω οχλω ελεγε? Τις ηγγισε τα ιματια μου;30 Au même moment Jésus fut conscient de cette force qui sortait de lui; il se retourna vers la foule et dit: "Qui a touché mes vêtements?”
31 Και ελεγον προς αυτον οι μαθηται αυτον? Βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε, και λεγεις τις μου ηγγισε;31 Ses disciples lui disaient: "Tu vois bien que la foule te presse de tous côtés; comment peux-tu demander qui t’a touché?”
32 Και περιεβλεπε δια να ιδη την πραξασαν τουτο.32 Mais Jésus continuait à chercher du regard celle qui l’avait fait.
33 Η δε γυνη, φοβηθεισα και τρεμουσα, επειδη ηξευρε τι εγεινεν επ' αυτην, ηλθε και προσεπεσεν εις αυτον και ειπε προς αυτον πασαν την αληθειαν.33 La femme alors arriva craintive et toute tremblante, sachant bien ce qui lui était arrivé. Elle tomba aux pieds de Jésus et lui dit toute la vérité.
34 Ο δε ειπε προς αυτην? Θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην και εσο υγιης απο της μαστιγος σου.34 Jésus lui dit: "Ma fille, ta foi t’a sauvée, va en paix et sois guérie du mal qui te tourmentait.”
35 Ενω αυτος ελαλει ετι, ερχονται απο του αρχισυναγωγου, λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανε? τι πλεον ενοχλεις τον Διδασκαλον;35 Ils parlait encore lorsque des gens arrivèrent de chez le président de la synagogue; ils lui dirent: "Ta fille est morte, pourquoi encore déranger le Maître?”
36 Ο δε Ιησους, ευθυς οτε ηκουσε τον λογον λαλουμενον, λεγει προς τον αρχισυναγωγον? Μη φοβου, μονον πιστευε.36 Mais Jésus avait entendu ce qu’ils venaient de dire; il dit au président de synagogue: "Ne crains pas, crois seulement!”
37 Και δεν αφηκεν ουδενα να ακολουθηση αυτον ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον Ιακωβου.37 Après quoi il ne laissa personne l’accompagner, si ce n’est Pierre, Jacques, et Jean, le frère de Jacques.
38 Και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και βλεπει θορυβον, κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα,38 Voici qu’ils arrivent à la maison du président de synagogue et Jésus voit tout un remue-ménage: les gens pleuraient et poussaient des cris.
39 και εισελθων λεγει προς αυτους? Τι θορυβεισθε και κλαιετε; το παιδιον δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.39 Aussitôt entré il leur dit: "Pourquoi ce vacarme et tous ces sanglots? La fillette n’est pas morte, mais elle dort.”
40 Και κατεγελων αυτου. Ο δε, αφου εξεβαλεν απαντας, παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μεθ' εαυτου και εισερχεται οπου εκειτο το παιδιον,40 Les gens se moquent de lui, mais il les met tous dehors. Il prend avec lui le père de l’enfant, la mère, et ses disciples, et il entre là où est la fillette.
41 και πιασας την χειρα του παιδιου, λεγει προς αυτην? Ταλιθα, κουμι? το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κορασιον, σοι λεγω, σηκωθητι.41 Alors il la prend par la main et lui dit: "Talitha, koum! (ce qui se traduit: Fillette, tu m’entends: lève-toi!)”
42 Και ευθυς εσηκωθη το κορασιον και περιεπατει? διοτι ητο ετων δωδεκα. Και εξεπλαγησαν με εκπληξιν μεγαλην.42 Aussitôt la fillette se lève et marche (elle avait douze ans). Les parents étaient complètement hors d’eux-mêmes.
43 Και παρηγγειλεν εις αυτους πολλα να μη μαθη μηδεις τουτο και ειπε να δοθη εις αυτην να φαγη.43 Jésus leur recommanda avec insistance de ne rien raconter à personne; puis il dit de lui donner à manger.